Τυφώνας Μίλτον: Ο τυφώνας «Μίλτον» πέρασε με ορμή από την ανατολική ακτή της Φλόριντα, αφήνοντας πίσω του τα σημάδια της καταστροφής, αλλά και μιας ιδιαίτερης μορφής τρομοκρατίας: της οικοτρομοκρατίας.
Του Γιάννη Παπανικολάου
Σε αυτό το πλαίσιο, οι καταστροφές που προκαλούνται από τα ακραία καιρικά φαινόμενα συνδέονται με μια κλιματική αφήγηση που επιδιώκει να εδραιώσει μια κουλτούρα φόβου και ανησυχίας για το μέλλον. Στην πραγματικότητα, οι εικόνες της καταστροφής και οι αναφορές για τις απώλειες ανθρώπινων ζωών, παρόλο που είναι σοκαριστικές, συχνά εξυπηρετούν πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που επιδιώκουν την ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης και την επιβολή μέτρων περιορισμού.
Η φράση «Άγιος ο Θεός» που ακούγεται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, λειτουργεί ως μια προσευχή για σωτηρία και προστασία από τον κίνδυνο. Ωστόσο, η κατάσταση που περιγράφεται είναι διπλή: οι πολίτες επικαλούνται τη βοήθεια μιας ανώτερης δύναμης, την ίδια στιγμή που οι αρχές επιδιώκουν να διαχειριστούν την κατάσταση με όρους που δεν είναι πάντα διαφανείς. Η διαχείριση των κρίσεων αυτών αποκαλύπτει τις αδυναμίες των συστημάτων, και την αδυναμία του κράτους να προγραμματίσει και να προετοιμαστεί επαρκώς για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της.
Μέχρι στιγμής, οι αναφορές των αρχών μιλούν για δύο ανθρώπινες απώλειες, αριθμός που μπορεί να φαίνεται μικρός σε σύγκριση με τις θυσίες που έχει προκαλέσει η κλιματική κρίση σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ιδιαίτερα οι Πολιτείες που πλήττονται συχνά από τυφώνες, έχουν αναπτύξει μια «κανονικότητα» σχετικά με τις φυσικές καταστροφές, όπου οι αριθμοί των θυμάτων και των ζημιών επαναλαμβάνονται με σχετική σταθερότητα. Εδώ, η ανάλυση των γεγονότων πρέπει να συνδυαστεί με την κριτική σκέψη, αποφεύγοντας την ενοχοποίηση του καιρού και της κλιματικής αλλαγής ως μοναδικές αιτίες για την καταστροφή.
Αντί να αναγνωρίσουμε ότι οι ανθρώπινες δράσεις και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν έχουν συμβάλει στην επιδείνωση της κατάστασης, συχνά στρεφόμαστε στην ανάγκη να βρούμε έναν «κακό» – στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη φύση και τους καταιγισμούς της. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει σε κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες να προωθούν τη βιομηχανία της προστασίας και της ασφάλισης, ενώ παράλληλα καλλιεργεί έναν κύκλο φόβου που ενισχύει την εξάρτηση από το κράτος και τους μηχανισμούς του.
Τα μέσα ενημέρωσης, ως βασικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης, συντελούν στην αναπαραγωγή αυτής της τρομοκρατίας. Οι εικόνες των κατεστραμμένων σπιτιών, οι συνεντεύξεις με τους πληγέντες και οι στατιστικές των θανάτων προβάλλονται με τρόπο που ενισχύει την αίσθηση ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια αδιαμφισβήτητη απειλή που απαιτεί επείγουσα δράση. Αν και αυτή η αφήγηση περιέχει αλήθειες, παραλείπει να αναδείξει τις θεσμικές ευθύνες που οδηγούν σε αυτές τις καταστροφές. Στην πραγματικότητα, πολλές περιοχές των ΗΠΑ έχουν υποφέρει από τις συνέπειες των πολιτικών που ενθαρρύνουν την κατασκευή σε περιοχές υψηλού κινδύνου.
Η αναγνώριση των φυσικών καταστροφών ως όπλων που χρησιμοποιούνται κατά της κοινής λογικής προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας κριτικής σκέψης γύρω από τις πολιτικές του φόβου και την οικολογία. Η κλιματική αλλαγή είναι πραγματικότητα, αλλά η διαχείρισή της πρέπει να περιλαμβάνει τις φωνές των πολιτών και τις πραγματικές ανάγκες τους. Η επένδυση σε υποδομές ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή, η ενίσχυση των κοινοτήτων και η ευαισθητοποίηση γύρω από την προετοιμασία για φυσικές καταστροφές είναι κρίσιμες για την αποδοχή της πραγματικότητας, χωρίς να παραβλέπεται η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη.
Εν κατακλείδι, η κατάσταση που διαμορφώνεται από τον τυφώνα «Μίλτον» μας καλεί να αναστοχαστούμε το ρόλο του κράτους και των πολιτών στην πρόληψη και την αποκατάσταση. Η οικοτρομοκρατία, με την έννοια του φόβου που επιβάλλεται από τις φυσικές καταστροφές, δεν πρέπει να μας απομακρύνει από την αναζήτηση ουσιαστικών λύσεων, αλλά αντιθέτως να μας ενδυναμώσει να απαιτήσουμε την καλύτερη προστασία των κοινοτήτων μας και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με θάρρος και στρατηγική.