ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ: Ξεφυλλίζοντας τον ελληνικό ή σωστότερα τον ελληνόφωνο τύπο του 19ου αιώνα, συναντάει κανείς συχνά άρθρα ή ακόμα και μικρές ανακοινώσεις που γνωστοποιούν την ίδρυση ορθόδοξου ναού ελληνικής κοινότητας στο εξωτερικό. Για τον Έλληνα, πατρίδα και θρησκεία είναι ή τουλάχιστον ήταν ταυτόσημα.
Τη δημιουργία οργανωμένης ελληνικής κοινότητας ακολουθούσε ταχύτατα η εύρεση κατάλληλου χώρου για τον εκκλησιασμό της. Κάποιες φορές, στις ευρωπαϊκές χώρες (Λονδίνο, Παρίσι, Βιέννη, στις πόλεις της Ρωσίας) οι κυβερνήσεις της νέας πατρίδας, παραχωρούσαν είτε προσωρινά είτε μόνιμα έναν ήδη υπάρχοντα χριστιανικό ναό (όχι πάντα του ίδιου δόγματος) για να μπορούν να τελούν τις λειτουργίες τους. Στόχος όμως της κοινότητας ήταν η ανέγερση νέου ευκτήριου οίκου, σύμφωνα με τα πρότυπα των ναών της πατρίδας. Με τη συνδρομή όλων των μελών της και κυρίως με τη χορηγία των περισσότερο οικονομικά εύρωστων, κατάφερναν να εκπληρώσουν το όνειρό τους.
Λείπει μία συστηματική ερευνητική εργασία πάνω στο ειδικό αυτό κεφάλαιο της ορθόδοξης ναοδομίας, που θα μας επέτρεπε να εντοπίσουμε κοινά στοιχεία και διαφορές στους ναούς αυτούς. Οι περισσότεροι φαίνεται να είναι χτισμένοι από αλλοδαπούς και αλλόδοξους αρχιτέκτονες, με βάση τις οδηγίες των προέδρων κυρίως της κοινότητος, και άλλοτε από Έλληνες αρχιτέκτονες, τους οποίους προσκαλούσαν από την πατρίδα. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της Αγίας Σοφίας του Λονδίνου, όπου εκεί η ελληνική κοινότητα ζήτησε από τον Σταμάτη Κλεάνθη και τον Λύσσανδρο Καυταντζόγλου να υποβάλουν σχέδια και που τελικά σχεδίασε ο τελευταίος, ή του Θεόφιλου Χάνσεν που σχεδίασε τη μετατροπή του κτιρίου που στέγασε την Αγία Τριάδα Βιέννης. Σημειώνουμε εδώ ότι και οι δύο αυτοί αρχιτέκτονες σχεδίασαν, εκτός από το κτίριο και τις διακοσμητικές του λεπτομέρειες, ξυλόγλυπτα τέμπλα, δεσποτικούς θρόνους, καθίσματα κλπ.
Η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε έντονη και στον 20ό αιώνα κυρίως στις πόλεις της Αμερικής, τα νέα κέντρα μετανάστευσης των Ελλήνων. Εντοπίζοντας μία τέτοια περίπτωση στο αρχείο ενός γνωστού Έλληνα αρχιτέκτονα, του Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ένοιωσα την περιέργεια αλλά και την ανάγκη να τη μελετήσω. Θεωρώ ότι έχει κάποια στοιχεία που αξίζει να γνωρίζουμε. Ταυτόχρονα ανοίγει νέους δρόμους έρευνας που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αφήνουν πολλές προεκτάσεις.
Ο Κωνσταντινοπολίτης Μανώλης Λαζαρίδης (1894-1961) σημάδεψε την ιστορία της αρχιτεκτονικής του ελληνικού μεσοπολέμου ως ο αρχιτέκτων του μνημείου του Aγνωστου Στρατιώτη (1928-1932). Από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, δουλεύει ασταμάτητα από το 1923 που αποφοιτά από την Ecole Nationale Supérieure des Beaux-Arts του Παρισιού μέχρι το θάνατό του, διαγράφοντας μία εξαιρετικά πλούσια επαγγελματική πορεία. Στην εργογραφία του, που περιλαμβάνεται στη μονογραφία του στο έργο «12 έλληνες αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου» των Ελ. Φεσσά-Εμμανουήλ και Μ. Μαρμαρά αναφέρονται πάνω από 180 έργα, τράπεζες, νοσηλευτικά ιδρύματα, σχολεία, ξενοδοχεία, δημόσια κτήρια, εργοστάσια, κατοικίες κλπ., καθώς και δύο ναοί, ο Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα της Νέας Υόρκης (1952-53) και ο Ναός της Αγίας Τριάδας Πειραιά (1952-53).
Πράγματι στο αρχείο Λαζαρίδη στα ΑΝΑ υπάρχει σχετικός φάκελος με τον τίτλο Άγιος Σπυρίδων Ν. Υόρκης. Όπως προκύπτει όμως από την εξέταση του φακέλου, τον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα σχεδίασαν οι αρχιτέκτονες John M. Κοκκίνης και Stephen C. Lyras που διατηρούσαν γραφείο στο nο 4-6 της Plat Street της Ν. Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Το 1952, το Διοικητικό Συμβούλιο της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας του Αγίου Σπυρίδωνα αποφασίζει να προχωρήσει στα έργα της εσωτερικής διαρρύθμισης του ναού, κατασκευή τέμπλου, δεσποτικού θρόνου, άμβωνα κλπ. Το έργο ανατίθεται στον Λαζαρίδη, με τον οποίο, όπως φαίνεται από τη σχετική αλληλογραφία, ο πρόεδρος της Κοινότητας εφοπλιστής Κωνσταντίνος Γουλανδρής διατηρεί προσωπικές σχέσεις (Η οικογένεια Γουλανδρή υπήρξε από τους σημαντικότερους πελάτες του γραφείου Λαζαρίδη). Την περίοδο αυτή ο Λαζαρίδης έχει αναλάβει την εσωτερική διακόσμηση και αναδιαρρύθμιση του υπερωκεάνιου «Νέα Ελλάς» των Greek Lines της εφοπλιστικής οικογένειας Γουλανδρή. Πρέπει δε να έχει κάνει αρκετά ταξίδια για το σκοπό αυτό στη Ν. Υόρκη [στη συνέχεια θα προχωρήσει στο σχεδιασμό δύο ακόμη υπερωκεανίων της ίδιας εταιρείας, του Neptunia (1951) και του Olympia (1954)]. Παράλληλα λοιπόν με το υπερωκεάνιο, ο Λαζαρίδης θα αναλάβει και τη διακόσμηση του Αγίου Σπυρίδωνα.
Με επιστολή του στις 27 Ιουνίου 1952, ο εκ των αρχιτεκτόνων του Ναού John M. Κοκκίνης γράφει προς την ελληνική ορθόδοξη κοινότητα του Αγίου Σπυρίδωνα «Επισυνάπτουμε φωτοτυπίες των σχεδίων της κάτοψης και τομής του ναού καθώς και μία φωτοτυπία μιας νέας όψης που σχεδιάσαμε για την δυτική πλευρά του εκκλησιαστικού αμφιθεάτρου. Σε αυτήν την φωτοτυπία θα βρείτε όλες τις διαστάσεις που χρειάζεστε για το τέμπλο. Δεν είναι η πρόθεσή μου να επέμβω στα προνόμια της εκκλησιαστικής κοινότητας, όμως σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σας επισημάνω ότι ο σχεδιασμός του τέμπλου είναι ένα άλληλένδετο στοιχείο με το ναό και πρέπει να εναρμονίζεται με το υπόλοιπο σύνολο. Κατά την άποψή μου είναι ουσιώδες τα σχέδια του τέμπλου όπως και η επιλογή των υλικών να υποβληθούν στον αρχιτέκτονα προκειμένου να εκφράσει την κριτική του και την έγκρισή του. Προσπαθήσαμε να κάνουμε το καλλίτερο σύμφωνα με τις δυνατότητές μας ώστε να έχουμε ένα σωστό κτήριο εξωτερικά και εσωτερικά και φυσικά θα επιθυμούσαμε όλα τα σχέδια των στοιχείων τα οποία θα προστεθούν μελλοντικά να εναρμονίζονται με το έργο μας. Θα σας είμαστε υπόχρεοι χωρίς καμία πρόσθετη υποχρέωση από την πλευρά της εκκλησίας να μας παρέχετε τη δυνατότητα πριν από την τελική απόφαση αυτού του ειδικού τμήματος του ναού να εκφράσουμε τις απόψεις μας»
Η επιστολή αυτή που εναπόκειται στο αρχείο Λαζαρίδη πρέπει να του μεταβιβάστηκε από την ίδια την κοινότητα. Δυστυχώς στο σχετικό φάκελο με τον τίτλο «αλληλογραφία» περιέχονται μόνον οι επιστολές που έλαβε ο ίδιος και όχι οι απαντήσεις του. Οι επιστολές με τις οδηγίες, που υπογράφονται όλες από τον Κώστα Π. Γουλανδρή και απευθύνονται στον Μανώλη Λαζαρίδη έχουν ένα χαραχτήρα προσωπικό και ο διακανονισμός γίνεται μέσα σε φιλικά πλαίσια. Τα ονόματα πάντως των αρχιτεκτόνων που έκτισαν το ναό δεν επανέρχονται. Πιστεύω ότι οι περαιτέρω εργασίες της εσωτερικής διακόσμησης του ναού έγιναν με ευθύνη και πρωτοβουλία του Λαζαρίδη και μόνο.
Δυστυχώς από τον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος της Ν. Υόρκης έχω στη διάθεσή μου μόνον τρεις φωτογραφίες, μία της κυρίας όψης και δύο του εσω τερικού χώρου, που μόνο μία γενική ιδέα μπορούν να μας δώσουν γι’ αυτόν. Πρόκειται για έναν τρουλαίο ναό μεγάλων διαστάσεων, με δύο οκταγωνικούς πύργους (καμπαναριά) εκατέρωθεν της κυρίας εισόδου, κατασκευασμένο από μπετόν αρμέ. Η πλινθοδομή που διακρίνεται στις όψεις πρέπει να είναι επένδυση. Πρόκειται για ένα βαρύ και μάλλον άκομψο κτήριο, που προσπαθεί χωρίς επιτυχία να συνδυάσει στοιχεία μίας κάποιας βυζαντινής μορφολογίας με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Αντίστοιχα, το διπλανό του κοινοτικό κτήριο προσπαθεί κι’ αυτό να συνδυάσει το νεοκλασικό με το μοντέρνο. Δύο τάσεις επικρατούν στον απόδημο ελληνισμό: Νεοκλασικισμός – Σύνδεση με την Ελλάδα, Βυζάντιο – Σύνδεση με την Ορθοδοξία.
Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, οι απόψεις των αρχιτεκτόνων του ναού (οι οποίοι πρέπει να είναι Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής ), αν και απόλυτα ορθές, δεν φαίνεται να ελήφθησαν υπ’ όψιν από το Κοινοτικό Συμβούλιο που πρέπει να είχε ήδη αναθέσει στον Λαζαρίδη το έργο, έστω και ανεπίσημα.
Με την ίδια ημερομηνία με την επιστολή του Κοκκίνη υπάρχει στο φάκελο και επιστολή του αγιογράφου Γ. Ν. Γλιάτα από τη Ν.Υόρκη, που αναφέρεται στην αγιογράφηση των εικόνων του τέμπλου. Ο Γλιάτας, μαθητής του Κόντογλου με τον οποίο και συνεργάστηκε, διακόσμησε πολλές εκκλησίες στις ΗΠΑ και τον Καναδά, μεταξύ των οποίων και τον Καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδας της Ελληνικής Κοινότητας της Νέας Υόρκης. Φαίνεται λοιπόν ότι, καθώς βρισκόταν την περίοδο αυτή εκεί, του έγινε προφορική πρόταση για την αγιογράφηση του τέμπλου, η οποία όμως δεν ευοδώθηκε.
Ο Κώστας Γουλανδρής, έχοντας εμπιστοσύνη στον Λαζαρίδη, προτίμησε να αναθέσει το σύνολο του έργου σε αυτόν. Έτσι ξεκινά η συμβολή του Κωνσταντινοπολίτη αρχιτέκτονα στον συγκεκριμένο ναό.
Όπως προκύπτει από την εργογραφία του Εμμ. Λαζαρίδη, παρ’ όλο ότι αυτός δεν ήταν γνωστός ως ναοδόμος, εν τούτοις είχε ήδη ασχοληθεί την προπολεμική περίοδο με δύο ακόμη ναούς, τον Ι. Ναό του Αγίου Παντελεήμονος στο Μεσολλόγι (1926) και τον Ι. Ναό των Αγίων Αναργύρων (1933-1935). Έχει επίσης πραγματοποιήσει το οστεοφυλάκιο του Α’ Κοιμητηρίου Αθηνών Αττικής τη δεκαετία του ’20 και το βασιλικό ταφικό παρεκκλήσι των βασιλέων Κωνσταντί νου, Σοφίας και Αλεξάνδρου στο Τατόι τη δεκαετία του ’30. Ο Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος είναι το πρώτο έργο. ναοδομίας, όπου αναφέρεται το όνομά του μετα πολεμικά. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί ναοί στην Αθήνα επισκευάστηκαν και επεκτάθηκαν. Οι καταστροφές που είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και η αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας συνετέλεσαν σ’ αυτό. Την ίδια πάντα περίοδο, οι ελληνικές κοινότητες της Αμερικής που έχουν αυξήσει σημαντικά το δυναμικό τους αλλά και την οικονομική τους ευρωστία προχωρούν στην ανέγερση κοινοτικών ναών. Το 1953, οι ελληνικοί ναοί στην Αμερική, Βόρεια και Νότια, και στον Καναδά ξε περνούν τους 300 (330). Δεκαεννέα από αυτούς βρίσκονται στη Νέα Υόρκη. Αμέσως μετά την ανάθεση της μελέτης της εσωτερικής διακόσμησης του Ναού στο Λαζαρίδη, αυτός έρχεται σε επαφή με τον ξυλογλύπτη Θεοφάνη Σ. Νομικό, απόφοιτο της Βιομηχανικής Σχολής του Ρουσόπουλου, όπου σπούδασε γλυπτική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική και ρυθμολογία. Ο Νομικός είχε ήδη στο ενεργητικό του το τέμπλο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη στην Αθήνα, καθώς και το Δεσποτικό θρόνο, τα εικονοστάσια και τα παγκάρια της Μητρόπολης. Ο Νομικός καταθέτει την προσφορά του για την κατασκευή του τέμπλου του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνα στις 5 Αυγούστου, του ’52 και δύο μέρες αργότερα, στις 7 Αυγούστου καταθέτει αντίστοιχη προσφορά-προϋπολογισμό για την αγιογράφηση των εικόνων του τέμπλου (τα δύο βημόθυρα με τους αρχαγγέλους, τις τέσσερις μεγάλες και τις τέσσερις μικρές εικόνες – προσκυνητάρια του Ι. Χριστού, της Πλατυτέρας, του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και του αγίου Σπυρίδωνος, τις εικόνες του Μυστικού Δείπνου, του Δωδεκάορτου και της Ωραίας Πύλης) από τον αγιογράφο Νικόλαο Στρατούλη (1906-1973). Γεννημένος στην Ζάκυνθο ο Στρατούλης, με σπουδές στη Φλω ρεντία και στη συνέχεια με τους Γερανιώτη, Βικάτο και Πελεκάση, ήταν ήδη καταξιωμένος αγιογράφος. Οι αγιογραφίες του, μνημειακού συνήθως χαρακτήρα, έχουν ως πρότυπα την κρητική και επτανησιακή σχολή με ξεκάθαρα σχήματα και χρώματα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες μικρές λεπτομέρειες στις δύο αυτές προ σφορές. Έτσι πχ. ο Νομικός αναφέρει ότι, αν το έργο κατασκευαστεί από φλαμουριά θα χρειαστεί τέσσερις μήνες για να αποπερατωθεί, ενώ, αν κατασκευαστεί από καρυδιά, πέντε. Αντίστοιχα, ο Στρατούλης μειώνει κατά το ένα τρίτο περίπου την τιμή της αγιογράφησης των τεσσάρων εικόνων του τέμπλου, στην περίπτωση που η Θεοτόκος και ο Ιησούς θα απεικονίζονται όρθιοι και όχι «επί θρόνων διακοσμημένων διά χρυσοκονδυλιάς, όπως απαιτεί η βυζαντινή παράδοση».
Στις 5 Σεπτεμβρίου υπογράφεται τελικά το συμφωνητικό για το τέμπλο του ναού, μεταξύ του Κ. Γουλανδρή, ως προέδρου της Κοινότητας, και του Εμμ. Λαζαρίδη, αντί αμοιβής 20.500 δολαρίων. Στην τιμή συμπεριλαμβάνονται οι εργασίες των εργαζομένων καλλιτεχνών (ξυλογλυπτών, ζωγράφων, σιδηρουρ γών κλπ.) «μεθ’ ένα έκαστον των οποίων ο Εμμ. Λαζαρίδης έχει ιδιαιτέρως συμβληθή», καθώς και τα έξοδα μεταφοράς τους στην Αμερική. Ακολουθεί μία πυκνή αλληλογραφία που θα κρατήσει τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό, ο Λαζαρίδης θα κάνει κάποιες επαφές με τον Φ. Κόντογλου και τον Α. Αστεριάδη που δεν θα προχωρήσουν, θα ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να δει από κοντά τον χώρο και να επιβλέψει το στήσιμο του τέμπλου, θα αναλά βει την παραγγελία των πολυελαίων, του επιταφίου, του βελούδου της ωραίας πύλης, των προσκυνηταρίων και των φορητών εικόνων τους, του άμβωνα, του δεσποτικού θρόνου, των κηροστατών, των καντηλιών, του παγκαριού και γενι κά όλου του εξοπλισμού του ιερού ναού.
Το 1952 ο Λαζαρίδης θα επισκεφθεί την Ν. Υόρκη, προκειμένου να επιβλέψει επί τόπου την εγκατάσταση των πρώτων αποστολών. Οι μεταφορές πραγματοποιούνται με το πλοίο «Νέα Ελλάς» του γραφείου Γουλανδρή. Το 1953 πρόεδρος της κοινότητας αναλαμβάνει ο Τσολαινός με αντιπρόεδρο τον Κ. Γουλανδρή. Η επικοινωνία του Λαζαρίδη με τον Γουλανδρή εξακολουθεί. Ο Λαζαρίδης προτείνει ο Γουλανδρής αποδέχεται, τονίζει όμως συνέχεια ότι το ταμείο της Κοινότητας λόγω «παντελούς σχεδόν ελλείψεως χρημάτων» δυσχεραίνεται να δώσει αμέσως νέες παραγγελίες,
Σε επιστολή του, με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1953, ο Κ. Γουλανδρής γράφει «Διά τα πράγματα της εκκλησίας σου επαναλαμβάνω και πάλιν ιδιαιτέρως, να βάλης το χέρι σου στην συνείδησίν σου και να κοιτάξης να επιτύχης αφ’ ενός μεν καλήν εργασίας και καλόν υλικών αφ’ ετέρου δε όσον το δυνατόν οικονομικότερες τιμές, διότι, όπως καταλαβαίνεις, και τα είδη αυτά πολύ φοβούμαι τελικώς θα τα πληρώσωμεν ο κ. Τσολαινός και εγώ».
Το έργο προχωρεί με δυσκολία. «Διά τα είδη ταύτα, άτυχώς» γράφει και πάλι ο Γουλανδρής «παρ’ όλες τις προσπάθειές μας δεν κατέστη δυνατόν εισέτι να ευρεθώσιν δωρηται οίτινες έκαστος να ανελάμβανε εξ ολοκλήρου την δαπάνην κατασκευής ενός εκάστου των ανωτέρω ειδών. Το μόνος που επετεύχθη είναι ότι μερικοί ελπίζομεν ότι βλέποντες χαραγμένα τα ονόματά τους θα φιλοτιμηθούν και ίσως τελικά θα καταβάλουν και την υπόλοιπον άξίαν του είδους. Δια τον λόγον αυτόν σε παρακαλώ όπως μεριμνήσης να χαραχθώσιν τα κάτωθι αφιερώματα» και αναφέρει τα ονόματα των οικογενειών Γ. Μ. Τσουκαλά, Ι. Μύλλερ (Μυλωναδάκη), Ν. Ι. Μποτσάκου, Σ. Κ. Κουμαντάρου, Δ. Γ. Ζίκου, Β. Γεωργοπούλου, Ιασ. Δ. Χίου. Ταυτόχρονα υπογράφει το συμφωνητικό της νέας Ανάθεσης (Ιούλιος 53).
Ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Μιχαήλ, που διαδέχθηκε τον Αρχιεπίσκοπο και μετέπειτα οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, επισκέπτεται τον Ι. Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και ενθουσιάζεται. «Ήθέλησα να δω εκ του πλησίον τα νέα έργα Έκκλησιαστικής Τέχνης τα οποία μετεφέρθησαν προ ολίγου εκ της γενέτειράς μας Ελλάδος. Και εύρον ότι και τα νέα τοιαύτα είναι κατά πάντα εφάμιλλα προς το θαυμάσιον ξυλόγλυπτον εικονοστάσιον (εννοεί το τέμπλον) το προ τινών μηνών τοποθετηθεν εν τω ως άνω Ιερό Ναό και εν Ελλάδι ωσαύτως παρ’ υμών φιλοτεχνηθέν. Αμφότερα τα εικονοστάσια τα εν τώ Νάρθηκι του Ναού τοποθετηθέντα, ως και ο Δεσποτικός θρόνος είναι από πάσης απόψεως εξαιρετικής ωραιότητος και χάριτος. Αι επ’ αυτών εικό νες υπέροχα προϊόντα της περιφήμου Βυζαντινής μας αγιογραφίας. Ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος της Ν. Υόρκης αποβαίνει τοιουτοτρόπως είς των ωραιοτέρων Ναών της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, με “Έργα ξυλόγλυπτα και εικόνας μοναδικάς μεταξύ όλων των εν Αμερική Ναών μας. Εκφράζομεν τα εγκάρδια και ολόψυχα συγχαρητήρια ήμών κλπ. κλπ.»
Από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας, σχέδια σε μεγάλη κλίμακα, ακόμη και 1:1 και φωτογραφίες, μπορούμε πράγματι να διαπιστώσουμε τη θαυμάσια δουλειά του Εμμ. Λαζαρίδη. Δυστυχώς δεν υπάρχει στο αρχείο του το σύνολο των σχεδίων του. Θα πρέπει να παραδόθηκαν στον Θεοφάνη Νομικό, προκειμένου αυτός να προχωρήσει στην εκτέλεση των ξυλόγλυπτων. Αλλά και από το μικρό αριθμό αυτών που διασώθηκαν είναι εμφανής η ποιότητα της δουλειάς του, καθώς και η ικανότητά του στο σχέδιο. Ο Λαζαρίδης ακολουθεί το τυπικό της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, σχεδιάζοντας άνθη, παγώνια, περιστέρια, κλήματα αμπέλου με δεξιοτεχνία και ταλέντο. Ιδιαίτερα χαριτωμένη είναι μία μικρή αγγελική μορφή στο πλάι του ξυλόγλυπτου δεσπο τικού θρόνου. Ορισμένα θυμίζουν τα επτανησιώτικα ξυλόγλυπτα με τις πλούσιες διακοσμήσεις.
Φαίνεται όμως ότι η εκκλησιαστική κοινότητα του Αγίου Σπυρίδωνα επέλεξε τις πιο αυστηρές και περισσότερο γεωμετρικές προτάσεις του, πιθανότατα γιατί αυτές ήταν φθηνότερες σε εκτέλεση. Αντίθετα, όσον αφορά την αγιο γράφηση, παρόλο ότι οι παραστάσεις του ένθρονου Χριστού και της ένθρονης Θεοτόκου ήταν κατά πολύ ακριβότερες, από την περίπτωση που αυτοί θα α πεικονίζονταν όρθιοι, λόγω του κόστους του διακοσμημένου με χρυσοκοντυλιά θρόνου, η κοινότητα επιλέγει τις πρώτες. Στα σχέδια του Λαζαρίδη όμως και οι δύο μορφές είναι όρθιες και σχεδιασμένες με μία περισσότερο σύγχρονη από δοση, που γίνεται περισσότερο φανερή στο προσκυνητάρι της Παναγίας, όπου μάλιστα αναγράφει αφιέρωμα: Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Τελικά το προσκυνητάρι πραγματοποιήθηκε ελαφρά τροποποιημένο ως αφιέρωμα της οικογένειας Μποτσάκου.
Είναι φανερό άλλωστε από την αρχή ότι ο Γουλανδρής επιθυμεί κάτι περισσότερο συντηρητικό, όταν επιλέγει τον Στρατούλη, έναντι του Κόντογλου και του Αστεριάδη. Σε ένα μικρό πολύπτυχο πάντως που κυκλοφόρησε ο Λαζαρίδης, πιθανότατα το 1954, και στο οποίο θα επανέλθουμε, αναφέρεται ότι οι εικόνες του τέμπλου είναι των κορυφαίων αγιογράφων Ν. Στρατούλη, Δ. Πελεκάση και Ν. Εγγονόπουλου. Όσον αφορά τον Πελεκάση, αυτό δεν ξαφνιάζει, εφόσον γνωρίζουμε ότι ήταν δάσκαλος και συνεργάτης του Στρατούλη. Και ο Νίκος Εγγονόπουλος όμως, ο μεγάλος μας ζωγράφος, γνωρίζουμε ότι είχε μαθητεύσει κοντά στον Παρθένη στα χρόνια των σπουδών του στην ΑΣΚΤ και ότι αργότερα, τρέφοντας ιδιαίτερο θαυμασμό για τη βυζαντινή τέχνη, μαθή τευσε στο εργαστήρι του Φ. Κόντογλου, με θεωρητική καθοδήγηση από τον Α. Ξυγγόπουλο. Με την αγιογραφία ασχολήθηκε μία μεγάλη περίοδο της καριέρας του, που εκτείνεται μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Δυστυχώς ο Λαζαρίδης δεν αναφέρει τι ακριβώς ζωγράφισε ο καθένας. Ένα μικρό σκίτσο όμως του Αρχάγγελου Γαβριήλ, κάρβουνο και μολύβι σε χαρτί του Εγγονό πουλου, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι ο ζωγράφος των βημόθυρων του τέμπλου του Αγίου Σπυρίδωνα. Αντίστοιχα ο Πελεκάσης πρέπει να εί ναι ο δημιουργός της Σταύρωσης πάνω από την Ωραία Πύλη.
Το Δεκέμβριο του 1953, ο Λαζαρίδης υπογράφει ένα ακόμη συμφωνητικό με την εκκλησιαστική κοινότητα, όπου, εκτός των άλλων, του ανατίθεται η με τασκευή του άμβωνα (τελικά μάλλον σχεδιάστηκε από την αρχή ένας δεύτε ρος άμβωνας) και κάποια άλλα μικρότερα έργα (ξυλόγλυπτα κηροπήγια θύ ρες μονόφυλλες και δίφυλλες). Στις αρχές του 1954, τον Γουλανδρή απασχο λεί η διακόσμηση των πλαισίων των παραθύρων με ψηφιδωτά και των υαλο στασίων με έγχρωμα τζάμια και το κατά πόσον αυτά μπορούν να πραγματο ποιηθούν από τεχνίτες που βρίσκονται στην Αμερική, βάσει των σχεδίων του Λαζαρίδη, ή πρέπει να έρθουν ειδικοί τεχνίτες από την Ελλάδα. Επισημαίνει ε πίσης στον Λαζαρίδη ότι πρέπει να τοποθετηθούν στον ναό δύο μαρμάρινες πλάκες, όπου θα αναγράφονται τα ονόματα των Ιωάννου Π. Γουλανδρή και Βασιλείας Π. Τσολανού ολογράφως, και τέσσερις ακόμη πλάκες με φύλλο χρυσού εικοσιτεσσάρων καρατίων με τα ονόματα των μεγάλων δωρητών, των ευεργετών και των δωρητών.
Τέλος, στα τέλη Ιουνίου του 1954 τα τελευταία γράμματα του Γουλανδρή αναφέρονται στο θέμα της ορθομαρμάρωσης, για το οποίο, σύμφωνα με το συμφωνητικό, ο Λαζαρίδης είναι υπεύθυνος προσωπικά για την εργασία αυτή. Η ιστορία ξεκινά από το ότι ο Λαζαρίδης ζητά τη μετάβαση στη Νέα Υόρκη ειδικών μαρμαράδων από την Ελλάδα, ενώ οι Ελληνοαμερικάνοι θεωρούν ότι η εργασία μπορεί να γίνει από ντόπιους τεχνίτες. Επειδή όμως για τη μετάβαση μαρμαροτεχνιτών από την Ελλάδα απαιτείται ειδική πρόσκληση και εγγύηση από την Εκκλησία, η οποία δε δέχεται να το κάνει «ήδη έχομεν αντιμε τωπίσει διαφόρους πιέσεις από αυτόν τούτον τον Αρχιεπίσκοπον τον οποίον συνεχώς περιστοιχίζουν διάφοροι μαρμαράδες», ο Γουλανδρής προτείνει στον Λαζαρίδη, αν θεωρεί απαραίτητο, να χρησιμοποιηθούν τεχνίτες από την Ελλάδα. Αυτοί θα πρέπει να ναυτολογηθούν στο «Νέα Ελλάς» της Greek Line, να απολυθούν κανονικά όταν φθάσουν στην Αμερική, να μείνουν όσο διάστημα χρειαστεί για την εκτέλεση της εργασίας και στη συνέχεια να ναυτολογηθούν και πάλι και να επιστρέψουν με το επόμενο ή μεθεπόμενο δρομολόγιο στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό, θα καταφέρουν να παρακάμψουν τη θεώρηση του διαβατηρίου και την αντίδραση της Εκκλησίας, καθώς υπάρχουν πιέσεις από τον Αρχιεπίσκοπο, τον οποίο συνεχώς περιστοιχίζουν διάφοροι εντόπιοι μαρμαράδες. «Γι’ αυτό σου επαναλαμβάνω», γράφει ο Γουλανδρής στον Λαζαρίδη, «είς περίπτωσιν καθ’ ην τελικώς αποφασίσης να θέσης εις ενέργειαν την ως άνω ιδέαν ήμεϊς ουδεμίαν θέλομεν να έχωμεν ανάμιξιν και ουδέν γνωρίζομεν επί του προκειμένου. Πιστεύω να έχω εξηγηθή αρκετά σαφώς». Δεν γνωρίζω αν τελι κά πήγαν, με την περίεργη αυτή μέθοδο, μαρμαροτεχνίτες από την Ελλάδα στη Νέα Υόρκη.
Οπωσδήποτε πάντως ο ναός ολοκληρώθηκε. Η επιτυχία του εγχειρήματος έχει ως αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει ο Λαζαρίδης ένα πολύπτυχο με εννέα επιστολικά δελτάρια, ένα από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, με τον πρό εδρο των ΗΠΑ Στρατηγό Αϊζενχάουερ να καταθέτει στεφάνι στο μνημείο, και οκτώ από τον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Νέας Υόρκης (την πρόταση του για την αγιογράφηση, το τέμπλο, τον άμβωνα, τον δεποτικό θρόνο, το προσκυ νητάρι της Θεοτόκου, μανουάλια και θύρες και δύο αγιογραφίες του Στρατού λη) με τον τίτλο: «Έκκλησιαστικαι διακοσμητικαι μελέται Εμμ. Λαζαρίδη αρχιτέκτονος, Συγγρού 4, Αθήναι».
Το πολύπτυχο συνόδευε επιστολή προς τους προϊσταμένους των Ιερών Ναών Ελλάδος και Αμερικής, όπου, αφού επισημαίνει ότι το γραφείο Εμμανουήλ Λαζαρίδη είναι «Δημιουργός του Εν Αθήναις Εθνικού Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου», αναφέρει ότι αναλαμβάνει: «Α) Την αρχιτεκτονικής μελέ την ανεγέρσεως ή μεταρρυθμίσεως ή επεκτάσεως Ι. Ναών. Β) Την μελέτης και εκτέλεσιν Τέμπλων Αγίας Τραπέζης, Ωραίας Πύλης, “Άμβωνος, Δεσποτικού, Προσκυνηταρίων, Κηροστατών, Κολυμβηθρών, Κανδυλίων και λοιπών Εκκλησιαστικών σκευών. Τα σκεύη ταύτα, ξυλόγλυπτα, μαρμάρινα, αργυρά ή μετάλλινα θα είνε αμιγούς Βυζαντινής τέχνης και έργα Μουσειακής αξίας. Γ) Την μελέτης και εκτέλεσιν παντός Χρυσοκεντήτου είδους αφορώντας το λειτουργικόν μέρος της Εκκλησίας ως Μιτρών, Λαβάρων, Σινδονών, Αγίων Τραπεζών, Παραπετασμάτων Ωραίας Πύλης, Επιταφίων κλπ. Δ) Την Διακόσμησιν και Αγιογράφησιν του εσωτερικού συνόλου των Ναών. Όλα τα άνω τέρω εκτελούνται υπό του Γραφείου Αρχιτέκτονος κ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, το οποίον διαθέτει το τελειότερον συγκρότημα εκ των αρίστων καλλιτεχνών της Βυζαντινής αγιογραφίας και των εκ παραδόσεως ειδικευμένων ξυλογλυπτών και χρυσοκεντητών της Βυζαντινής Τέχνης. Το Γραφείον του κ. ΕΜΜ. ΛΑΖΑΡΙΔΗ είναι πρόθυμον να σας εξυπηρετηση και να σας δώση τάς συμβουλές του διά τον καλλίτερον και επί τη βάσει των διατιθεμένων πόρων σας, οικονομικώτερον τρόπον της εκτελέσεως της εργασίας σας».
Στην επιστολή, εκτός από το πολύπτυχο, επισυνάπτεται και φωτοτυπημένο αντίγραφο της επιστολής του Αρχιεπισκόπου Αμερικής. (Στον φάκελο 137 του Αρχείου Λαζαρίδη των ANA υπάρχει υποφάκελος με τον τίτλο αποστολή πολύπτυχων, είναι όμως κενός). Ήδη από την αρχή της συνεργασίας τους, ο Γουλανδρής είχε επισημάνει στον Λαζαρίδη ότι, μετά από την αποπεράτωση του Αγίου Σπυρίδωνα, θα έχει προτάσεις συνεργασίας και από άλλες ελληνορθόδοξες κοινότητες των Ηνωμένων Πολιτειών, που θα θελήσουν να εξωραΐσουν τους Ναούς, τα κοινοτικά τους κέντρα και τα σχολεία τους γιατί «η άμιλλα αποτελεί το χαρακτηριστικό παράδειγμα του τόπου αυτού» και ότι δεν πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα ανάληψης και άλλων έργων παρόμοιας φύσης. Πράγματι, στον ίδιο φάκελο υπάρχει μία επιστολή από τον ιερέα του Ναού του Αγίου Νικολάου του Michigan σχετικά με την αγιογράφηση του ναού και μία πι θανή πρόταση για τον δεσποτικό θρόνο της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητος στο Charleston. Δεν γνωρίζουμε αν τελικά πραγματοποιήθηκαν τα σχετικά έργα.
Αντίστοιχα, ο Θεοφάνης Νομικός ανέλαβε στη συνέχεια την εκτέλεση των τέμπλων του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Ν. Υόρκη (Annunciation 325 W 85 St), του Αγίου Δημητρίου στο Illinois (2704 West Carmen Ave), του Α γίου Τρένιου-Αγίου Γεωργίου στο New Jersey (106 Jackson St) και της Επι σκοπής του Σικάγου, ενώ ο Νικόλαος Στρατούλης ανέλαβε και την αγιογρά φηση του τέμπλου του Αγίου Γεωργίου στη Νέα Υόρκη (140E 103St).
Στο φάκελο 137 του αρχείου Λαζαρίδη των ANA, που αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν επίσης κάποια σχέδια εκκλησιαστικών ειδών, όπως δε σποτικοί θρόνοι, άμβωνες , κολυμπήθρα κλπ., δεν γνωρίζουμε όμως για ποιούς ναούς σχεδιάστηκαν. Υπάρχουν επίσης διακοσμητικά μοτίβα για την αγιο γράφηση ναού, που προορίζονταν επίσης για το Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα (φακ. 44) και που τελικά όμως δεν πραγματοποιήθηκαν.
Ξεκίνησα, όπως είπα και στην αρχή, την έρευνα στο Αρχείο Λαζαρίδη με την πρόθεση να ερευνήσω ένα μέρος ενός μεγάλου κεφαλαίου που αφορά την εκτός Ελλάδος ναοδομία των ορθόδοξων εκκλησιών, που μου είχε κινήσει το εν διαφέρον μελετώντας την αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα. Φοβάμαι όμως ότι στο θέμα αυτό, πέρα από τη μελέτη και παρουσίαση μιας πολύ συγκεκριμένης περίπτωσης, όπου επιβεβαιώνεται βέβαια η άποψη ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο κύριος λόγος επιλογής ύφους αρχιτεκτονικού και εσωτερικής διακόσμησης οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στον χορηγό και στο προεδρείο της εκκλησιαστι – κής κοινότητας, και επομένως στο προσωπικό τους γούστο, ή στην καλλίτερη περίπτωση στον σύμβουλο αρχιτέκτονα (η περίπτωση του Αγίου Σπυρίδωνα εί ναι σίγουρα μία από τις καλλίτερες), δεν μπόρεσα να προχωρήσω πολύ περισ σότερο. Μελετώντας όμως τον Άγιο Σπυρίδωνα προέκυψε από μόνο του ένα άλλο θέμα, που παρουσιάζει εξίσου σημαντικό ενδιαφέρον και που αφορά την εσωτερική διακόσμηση και τον σχεδιασμό των ξυλόγλυπτων κινητών και μη στοιχείων του ναού.
Με αφορμή λοιπόν τον σχεδιασμό των ξυλόγλυπτων αλλά και των ορθομαρμαρώσεων, των πλακοστρώσεων και των ψηφιδωτών του Αγίου Σπυρίδω να Νέας Υόρκης από τον Λαζαρίδη, και κυρίως του πολύπτυχου στο οποίο ή δη αναφέρθηκα, άνοιξα και τον φάκελλο της Αγίας Τριάδας Πειραιώς και στη συνέχεια αντίστοιχους φακέλλους των αρχείων Αθ. Δεμίρη, Σ. Κυδωνιάτη, Τ. Νομικού και διαπίστωσα ότι όλοι σχεδίαζαν μόνοι τους τα τέμπλα, τους άμβωνες, τα εικονοστάσια (ξύλινα ή μαρμάρινα) τους πολυελαίους κλπ. και οι ξυλογλύπτες εκτελούσαν τα σχέδια που τους έδιναν. Συχνά μάλιστα καθόριζαν και τις ζωγραφικές διακοσμήσεις του ναού. Από ό,τι γνωρίζω και το θέμα αυ το είναι στο σύνολό του αμελέτητο και θα άξιζε ίσως να μελετηθεί, πιθανότα τα σε συνεργασία αρχιτέκτονα και ιστορικού της τέχνης. Ίσως το σημερινό Συνέδριο να δώσει την ευκαιρία στη Θεολογική Σχολή να οργανώσει ένα παρόμοιο ερευνητικό πρόγραμμα με την οικονομική υποστήριξη της Εκκλησίας της Ελλάδας.
Ανάτυπο από τον τόμο «Β’ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικής Εκκλησιαστικής Τέχνης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 26-27 Νοεμβρίου 2010).
*Της Μάρως Καρδαμιτση-Αδάμη
https://www.helleniscope.com