ΑΓΓΛΙΑ: Από 70% του πληθυσμού το 2001, εμειώθησαν σήμερα στο 46,2% – Ραγδαία αύξησις της αθείας και των μουσουλμάνων – Τι δείχνει η απογραφή της Στατιστικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου
ΜΕΣΑ ΣΕ μία δεκαετία, οι άθρησκοι ηυξήθησαν στην Αγγλία και την Ουαλλία κατά 12%, φθάνοντας το συνολικό ποσοστό του 37,2%. Έτσι, ενώ οι Χριστιανοί παραμένουν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάς με ποσοστό 46,2%, παύουν να αποτελούν πλειοψηφία, αφού έχουν πέσει κάτω από το 50%. Αυτό προκύπτει από την τελευταία απογραφή της Στατιστικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου (Office of National Statistics). Να σημειωθεί ότι προ δεκαετίας οι Χριστιανοί ανήρχοντο στο 59,3% και το 2001 στο 71%. Δηλαδή μόνον την τελευταία δεκαετία εμειώθησαν κατά 13,1 ποσοστιαίες μονάδες και στην εικοσαετία κατά 25! Μάλιστα ειδικώς στο Λονδίνο, Χριστιανοί δηλώνουν μόλις το 25,3% των κατοίκων.
Οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 6,5% του πληθυσμού παρουσιάζοντας αύξηση από το 4,9% που ήσαν προ δεκαετίας. Οι ινδουιστές, τέλος, έφθασαν το 1,7% από 1,5% που ήσαν το 2011. Και όμως σήμερα ο Πρωθυπουργός της χώρας προέρχεται από αυτό το 1,7%, ο δε δήμαρχος του Λονδίνου από 6,5%. Τα ποσοστά δεν είναι τέτοια που να πείθουν ότι τα κόμματα επιλέγουν μέλη των μειονοτήτων ως υποψηφίους για να κερδίσουν το εκλογικό σώμα. Μάλλον συμβαίνει το αντίστροφο. Αυτοί επιβάλλονται από επάνω προς τα κάτω, σε συνδυασμό με την προβολή (έως και επιβολή) απόψεων περί αντιρατσισμού και ανεξιθρησκίας που αμβλύνουν τα αντανακλαστικά της μεγάλης πλειονότητος των κατοίκων της χώρας. Μιάς χώρας, ο ανώτατος άρχων της οποίας φέρει τον τίτλο του «Προστάτου της Θρησκείας» (Protector of the Faith). Και φυσικά εννοείται η χριστιανική θρησκεία. Η γενική άμβλυνσις και η υποχώρησις των χριστιανικών αισθημάτων όμως καθιστούν τον τίτλο αυτό κενό περιεχομένου.
Συνεπώς, μία πρώτη παρατήρησις είναι ότι έχουμε μία προιούσα απώλεια του εθνικού χαρακτήρος, σημαντικό μέρος του οποίου είναι η χριστιανική πίστις. Μάλιστα η απώλεια αυτή σημειώνεται σε μια χώρα με έντονη αίσθηση παραδόσεων και διατηρήσεως ηθών και συνηθειών. Η διαπίστωσις αυτή πρέπει να αποτελέσει κώδωνα κινδύνου για ολόκληρη την Ευρώπη, διότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στις βρεταννικές νήσους. Εν σπέρματι υπάρχει και στην Ελλάδα.
Η δεύτερη διαπίστωσις είναι ότι οι μουσουλμάνοι αυξάνονται μεν, δεν αποτελούν δε σημαντικό μέρος του βρεταννικού πληθυσμού. Ο θόρυβος όμως τον οποίο κάνουν και οι απαιτήσεις τις οποίες προβάλλουν, είναι δυσανάλογα μεγάλοι για το ποσοστό που πληθυσμού που εκπροσωπούν.
Είναι προφανές ότι μεταξύ των μουσουλμάνων, ακόμη και των θεωρουμένων «μετριοπαθών», υπάρχει ένας δυναμισμός, ο οποίος έχει ελλείψει από τους Χριστιανούς. Οι αντιλήψεις που επιβάλλονται θεωρούν «ρατσιστική» ακόμη και την αναφορά στην χριστιανική θρησκεία, ενώ το Ισλάμ «πρέπει» να γίνεται αποδεκτό, διότι ακόμη και η αδιάφορη προσέγγισις σε αυτό έχει φθάσει να θεωρείται «ρατσισμός».
Είναι ενδεικτικό ένα φαινόμενο των τελευταίων ετών, το οποίο θα το δεί ο επισκέπτης του Λονδίνου ήδη από αυτές τις ημέρες. Η βρεταννική πρωτεύουσα έχει στολισθεί, αλλά δεν υπάρχει τίποτε στους δρόμους ή τις βιτρίνες των πολυκαταστημάτων που να παραπέμπει σε Χριστούγεννα. Αδιάφορα φώτα και αόριστα σχέδια «στολίζουν» τους δρόμους. Ούτε ένας σταυρός, ούτε καν κάτι που να παραπέμπει σε καμπάνα. Οι δε απεικονίσεις φάτνης εν κρυπτώ και παραβύστω μέσα στις εκκλησίες. Πουθενά αλλού. Θα προσέβαλλε τους μη χριστιανούς! Αντιστοίχως η ευχή «Καλά Χριστούγεννα» έχει αντικατασταθεί από το «Καλές γιορτές» (Season’s Greetings), η οποία επιβάλλεται πλέον και στις εταιρικές εορταστικές συγκεντρώσεις, και ακόμη περισσότερο σε αυτές των δημοσίων υπηρεσιών.
Το 6,5% προσβάλλεται αν ακούσει τους διπλανούς του να ανταλλάσσουν ευχές για τα Χριστούγεννα. Και θα μπορούσε να τους καταγγείλει. Την ίδια στιγμή, ο μουεζίνης έχει στήσει τον πάγκο του στην πλατεία Λέστερ και απαγγέλλει το Κοράνι μοιράζοντας κιόλας δωρεάν αντίτυπα του βιβλίου του Μωάμεθ. Αυτό δεν θεωρείται ότι προσβάλλει κανέναν…
Βλέπουμε λοιπόν ότι η μείωσις των Χριστιανών δεν είναι τυχαία. Καλλιεργείται από ετών και στηρίζεται σε έναν κακώς εννοούμενο «φιλελευθερισμό», ο οποίος έχει μετατραπεί σε καταπάτηση των δικαιωμάτων της μεγάλης πλειονότητος προς όφελος των μειοψηφιών και μειονοτήτων. Αυτό βεβαίως ούτε φιλελεύθερη πολιτική συνιστά ούτε διασφαλίζει την αρχή της ισότητος. Το αντίθετο μάλιστα.
Θα υπογραμμίσουμε ακόμη ότι και ο τρόπος διά του οποίου τίθενται τα ερωτήματα αποστασιοποιεί στην πραγματικότητα τον ερωτώμενο από την θρησκευτικότητα. Τονίζεται ότι του ζητείται να δηλώσει την θρησκεία με την οποία συνδέεται ως μέρος «της ταυτότητός του» παρά την πίστη του και την συμμετοχή του σε θρησκευτικές πράξεις. Αυτά έχουν ήδη καταστεί «παρωχημένα». Δεν είναι τυχαίο ότι μια επίπτωσις η οποία δεν έχει καταγραφεί στατιστικώς, είναι η μείωσις των βαπτίσεων. Οικογένειες αγγλικανών και καθολικών προτιμούν την ονοματοδοσία και δεν βαπτίζουν τα παιδιά τους.
Από την άλλη πλευρά, αν ένα ποσοστό 37,2% αρνείται την θρησκεία και ως στοιχείο της ταυτότητός του ακόμη, ευρισκόμεθα σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς. Και το χειρότερο, οι υπερβολές περί «αντιρατσισμού» και «ανεξιθρησκίας» έχουν εμφιλοχωρήσει σε όλες τις ευρωπαικές κοινωνίες. Και τούτο οδηγεί σε σταδιακή, πλην βεβαία απώλεια της ευρωπαικής ταυτότητος. Η οποία –επαναλαμβάνουμε– δεν προέρχεται από τα αισθήματα ή τις αποφάσεις των πολιτών. Επιβάλλεται από κάποιες ύποπτες «ελίτ».