Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στην Αίγυπτο είχε κατ’ιδίαν συνάντηση με τον Κόπτη Πατριάρχη Θεόδωρο και υπέγραψαν κοινό ανακοινωθέν στο οποίο υπάρχει ένα σημαντικό σημείο.
Οπως αναφέρεται, δε θα χρειάζεται να βαπτισθεί όποιος Κόπτης Χριστιανός ασπάζεται το Ρωμαιοκαθολικισμό και το αντίστροφο.
Διαβάστε τι αναφέρει το κοινό ανακοινωθέν, όπως δημοσιεύτηκε στο aktines.blogspot.gr…
Ημείς, ο Φραγκίσκος, επίσκοπος Ρώμης και Πάπας της Καθολικής Εκκλησίας, και ο Ταουάνδρος ο Β, Πάπας και Πατριάρχης του θρόνου του Αγίου Μάρκου, ευχαριστούμεν τον Θεόν εν Πνεύματι Αγίω, διότι μας εχάρισεν την ευτυχισμένην ευκαιρίαν να συναντηθώμεν εκ νέου, να ανταλλάξωμεν αδελφικόν ασπασμόν, και να ενωθώμεν εις κοινήν προσευχήν. Ημείς δοξάζομεν τον Θεόν τον Ύψιστον, λόγω των στενών αδελφικών και φιλικών δεσμών, οι οποίοι υφίστανται μεταξύ του Θρόνου του Αγίου Πέτρου και του Θρόνου του Αγίου Μάρκου. Η ευτυχία, την οποίαν αισθανόμεθα ένεκα της κοινής παρουσίας μας εδώ εις την Αίγυπτον, αποτελεί σημείον της στενής μας σχέσεως, η οποία αναπτύσσεται από χρόνον εις χρόνον με την κοινήν πίστιν και την αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ημείς αναπέμπομεν ευχαριστίας προς τον Θεόν διά την προσφιλή μας Αίγυπτον, «την πατρίδα, η οποία ζη εν ημίν», όπως συνήθιζε να λέγει ο Παναγιώτατος Πάπας Σενούντα Γ΄. Η Αίγυπτος είναι «ο ευλογημένος λαός» (βλ. Ησαίας 19, 25), με τον Φαραωνικό του πολιτισμόν, την Ελληνιστικήν και Ρωμαικήν κληρονομίαν του, την κοπτικήν παράδοσιν, αλλά και την Ισλαμικήν παρουσίαν. Η Αίγυπτος είναι ο μόνος τόπος, όπου εύρεν καταφύγιον η Αγία Οικογένεια, και συγχρόνως η γη των μαρτύρων.
Οι βαθείς δεσμοί, οι οποίοι μας συνδέουν, ευρίσκουν τας ρίζας των εν τη τελεία κοινωνία, η οποία ήνωσεν τας Εκκλησίας μας κατά τους πρώτους αιώνας, μία κοινωνία η οποία εξεφράσθη κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους διά μέσου των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, αρχής γενομένης από την Οικουμενικήν Σύνοδον της Νικαίας του 325 μ.Χ., με την πολύτιμον συμβολήν του γενναίου διακόνου και ενός εκ των Πατέρων της Εκκλησίας, του αγίου Αθανασίου, ο οποίος ηξιώθη του τίτλου του «φύλακος της πίστεως». Η κοινωνία αύτη ενεδυναμώθη διά της προσευχής, τας ομοίας λειτουργικάς πράξεις, την τιμήν εις τους ιδίους μάρτυρας και αγίους, την ανάπτυξιν του μοναχικού βίου και την διάδοσίν του, κατά το παράδειγμα του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, του αναγνωρισμένου ως «πατρός των μοναχών».
Η εμπειρία της ταιαύτης τελείας κοινωνίας μας, η οποία προηγήθη της εποχής του σχίσματος, λαμβάνει όλως ιδιαίτερον νόημα και θέσιν εις τας συγχρόνους προσπαθείας, αι οποίαι γίνονται με σκοπόν την αποκαταστάσιν της πλήρους κοινωνίας, διότι αι πλείσται των σχέσεων, αι οποίαι ήνωσαν τας Εκκλησίας μας, την καθολικήν και την κοπτορθοδόξον, κατά τους πρώτους αιώνας, συνεχίζονται και σήμερον, αντιθέτως προς τα σχίσματα. Η κοινωνία αύτη έλαβεν εκ νέου προσφάτως σάρκα και οστά, πράγμα το οποίον μας ωθεί και μας προκαλεί να εντείνωμεν τους κοινούς αγώνας μας, προκειμένου να εύρωμεν την ορατήν μας ένωσιν εν τη διαφορετικότητι, επί τη καθοδηγήσει του Αγίου Πνεύματος.
Επικαλούμεθα μετά μεγάλης ευγνωμοσύνης την ιστορικήν συνάντησιν, η οποία επραγματοποιήθη προ τεσσαράκοντα τεσσάρων ολοκλήρων ετών μεταξύ του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ και του Πάπα Σενούντα Γ΄. Πρόκεται διά μίαν συνάντησιν, η οποία εγένετο εν ασπασμοίς και αδελφική ειρήνη, μετά από αιώνας, όπου οι δεσμοί της αμοιβαίας αγάπης μας δεν ηδυνήθησαν να εκφρασθούν, εξαιτίας της αποστάσεως. Το κοινόν ανακοινωθέν, το οποίον υπεγράψαμεν, αποτελεί τον ακρογωνιαίον λίθον της οικουμενικής μας πορείας. Αποτελεί επίσης και την αφορμήν προς την σύστασιν της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών μας. Επιτροπή, η οποία επέφερε πολλούς καρπούς και καλά αποτελέσματα. Επίσης, διήνοιξε την οδόν προς την διεύρυνσιν του διαλόγου, όχι μόνον μεταξύ της Καθολικής και της Κοπτικής Εκκλησίας, αλλά και ολοκλήρου της οικογενείας των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησίων. Αι δύο Εκκλησίαι μας, εις το κοινόν αυτών ανακοινωθέν, διεκήρυξαν, συμφώνως προς την αποστολικήν παράδοσιν, «την κοινήν πίστιν εις τον Ένα και Τρισυπόστατον Θεόν» και «την Θεότητα του Μονογενούς Υιού του Θεού, Θεού αληθινού κατά την Θεότητα και ανθρώπου αληθινού κατά την ανθρωπότητά Του». Συνωμολογήθη επίσης ότι η Θεία ζωή δίδεται υμίν διά των επτά μυστηρίων, με τα οποία τρεφόμεθα, και ότι «ημείς τιμώμεν την Παρθένον Μαρίαν, την μητέρα του Αληθινού Φωτός, την Θεοτόκον».
Επικαλούμεθα με μεγάλην ευγνωμοσύνην την αδελφικήν μας συνάντησιν εις την Ρώμην την 10ην Μαίου 2013, και τον ορισμόν της ημέρας της 10ης Μαίου ως ημέρας επετείου της ενδυναμώσεως της φιλίας και αδελφοσύνης μας, αι οποίαι ενώνουν τας Εκκλησίας μας. Το πνεύμα της ανανεωμένης προσεγγίσεως μας επέτρεψε να αντιληφθώμεν εκ νέου ότι ο δεσμός, ο οποίος μας ενώνει, προήλθε από τον Ένα Κύριόν μας, κατά την ημέραν του βαπτίσματός μας, διότι, χάρις εις το βάπτισμα, γινόμεθα μέλη του Σώματος του Ενός Χριστού, ο Οποίος είναι η Εκκλησία (βλ. Α΄ Κορινθίους 12, 13). Αύτη η κοινή κληρονομία αποτελεί το θεμέλιον της κοινής μας πορείας και του πόθου μας προς την τελείαν κοινωνίαν, ενώ την ιδίαν στιγμήν προοδεύομεν εις την αγάπην και την συμφιλίωσιν.
Αντιλαμβανόμεθα ότι ο δρόμος της πορείας μας είναι ακόμη μακρύς, αλλά φέρομεν εις την μνήμην μας εκείνο, το οποίον έγινε μέχρι τώρα. Ενθυμούμεθα ειδικώς την συνάντησιν μεταξύ του Πάπα Σενούντα Γ΄ και του Ιωάννου-Παύλου Β΄, ο οποίος ήλθεν ως επισκέπτης εις την Αίγυπτον κατά τον Ιούλιον του 2000. Ημείς είμεθα αποφασισμένοι να ακολουθώμεν τα βήματά των, οδηγούμενοι από την αγάπην του Χριστού, του Καλού Ποιμένος, και από την τελείαν πεποίθησιν ότι η ένωσις αυξάνεται, όταν πορευόμεθα μαζί και λαμβάνομεν δύναμιν από τον Θεόν, ο Οποίος αποτελεί την τελείαν πηγήν της κοινωνίας και αγάπης.
Η αγάπη αυτή ευρίσκει την βαθυτέρα έκφρασίν της εις την κοινήν προσευχήν. Όταν συμπροσεύχονται οι Χριστιανοί, αντιλαμβάνονται ότι αυτά, τα οποία τους ενώνουν, είναι μεγαλύτερα από εκείνα, τα οποία τους χωρίζουν. Ο πόθος μας διά την ένωσιν είναι έμπνευσις, προερχομένη από την ευχήν του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσι» (βλ. Ιωάννη 17, 21). Ας εμβαθύνομεν τας κοινάς μας ρίζας εις την μοναδικήν Αποστολικήν Πίστιν, μέσω της κοινής προσευχής, αναζητούντες κοινάς μεταφράσεις του «Πάτερ ήμών», αλλά και την κοινήν ημερομηνίαν του εορτασμού της εορτής της Αναστάσεως.
Βαδίζοντες προς ταύτην την ευλογημένην ημέραν, κατά την οποίαν θα ευρεθώμεν γύρω από την αυτήν αγίαν ευχαριστιακήν τράπεζαν του Κυρίου, δυνάμεθα να συνεργασθώμεν εις πολλούς τομείς, διά να φανερωθή, με μεγαλυτέραν σαφήνειαν, ο πλούτος, ο οποίος μας ενώνει. Δυνάμεθα να προσφέρωμεν μίαν κοινήν μαρτυρίαν σχετικώς με τας βασικάς αξίας, όπως η αγιότης, η αξία της ανθρώπινης ζωής, η ίερότης του μυστηρίου του γάμου και της οικογενείας, ο σεβασμός εις την κτίσιν, την οποίαν ο Θεός μας ενεπιστεύθη. Έχομεν έμπροσθεν ημών πολλάς συγχρόνους προκλήσεις, όπως είναι η παγκοσμοποίησις και η παγκόσμιος επικράτησις της αδιαφορίας και καλούμεθα να δώσωμεν κοινάς απαντήσεις, αι οποίαι να βασίζωνται εις τας αξίας του Ευαγγελίου και εις τους θησαυρούς των ειδικών παραδόσεων των Εκκλησιών μας. Σχετικώς με αυτά, είμεθα ενθουσιασμένοι με την σκέψιν να επιχειρήσωμεν να μελετήσωμεν εις βάθος τους Ανατολικούς, αλλά και τους Λατίνους πατέρας, να προβώμεν εις καρποφόρον ανταλλαγήν εις τον τομέα της ποιμαντικής ζωής, ειδικώς της χριστιανικής κατήχησεως, και εις την ανταλλαγήν του πνευματικού πλούτου μεταξύ των μοναστικών συνάξεων και των αφοσιωμένων κοινοτήτων.
[irp posts=”350328″ name=”Υποδοχή του Κόπτη Πατριάρχη στη Μόσχα (ΦΩΤΟ)”]
Η κοινή μας χριστιανική μαρτυρία αποτελεί εν σημείον συμφιλιώσεως, αλλά και ελπίδος πλήρους χάριτος δι’ όλην την Αιγυπτιακήν κοινωνίαν. Είναι και φύτευμα, το οποίον εφυτεύθη, διά να δώση καρπούς δικαιοσύνης και είρήνης. Πιστεύομεν ότι όλα τα ανθρώπινα όντα εδημιουργήθησαν «κατ’ εικόνα του Θεού» και αγωνιζόμεθα όπως επιτευχθή η γαλήνη και η αδελφοσύνη, μέσω της ειρηνικής συμβιώσεως μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Αυτό μαρτυρεί και αποδεκνύει την επιθυμίαν του Θεού να ενωθή και να εναρμονισθή ολόκληρος η ανθρώπινη οικογένεια. Συνεργαζόμεθα διά την φροντίδα της ευημερίας της Αιγύπτου και του μέλλοντός της. Πιστεύομεν ότι όλα τα μέλη της κοινωνίας έχουν το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον, της τελείας συμμετοχής εις την ζωήν του έθνους.
Η θρησκευτική ελευθερία, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερίαν της συνεδήσεως, η οποία είναι ριζωμένη εις την ιδίαν την τιμήν και αξιοπρέπειαν του προσώπου, αποτελεί τον ακρογωναίον λίθον όλων των ελευθεριών. Πρόκειται περί δικαιώματος ιερού, σχετικώς με το οποίον δεν χωρεί ουδεμία συζήτησις.
Ας επεκτείνομεν τας προσευχάς μας υπέρ όλων των χριστιανών της Αίγύπτου και του κόσμου άπαντος, ειδικώς υπέρ των χριστιανών της Μέσης Ανατολής. Αι αιματηραί και τραγικαί εμπειρίαι και το χυθέν αίμα των διωκομένων αδελφών μας, οι οποίοι εφονεύθησαν διά τον ένα και μοναδικόν λόγον ότι είναι χριστιανοί, μας υπενθυμίζουν, τώρα περισσότερον από ποτέ άλλοτε, ότι η οικουμενικότης των μαρτύρων μας ενώνει και μας ενθαρρύνει να βαδίζωμεν την οδόν της ειρήνης και της συμφιλιώσεως, όπως έγραψε ο Άγιος Παύλος «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη» (βλ. Α΄ Κορινθίους 12, 26).
Η καρδιά της πορείας μας προς την τελείαν κοινωνίαν ευρίσκεται εις το μυστήριον του Ιησού, ο Οποίος απέθανεν και ανέστη εκ των νεκρών από αγάπην διά την ανθρωπότητα. Οι μάρτυρες διά ακόμη μίαν φοράν είναι οι οδηγοί μας. Όπως εις την πρώτην Εκκλησίαν το αίμα των μαρτύρων αποτελούσε την ρίζαν της πίστεως, ας γίνη και σήμερα το αίμα τούτο των μαρτύρων η ρίζα της ενώσεως μεταξύ των μαθητών του Χριστού και ένα εργαλείον επικοινωνίας και είρήνης του κόσμου. Η υπακοή εις το έργον του Αγίου Πνεύματος αγιάζει την Εκκλησίαν ανά τους αιώνας και την καθοδηγεί εις την επίτευξιν της τελείας ενώσεως, διά την οποίαν προσευχήθη ο Χριστός.
Σήμερον ημείς, ο Πάπας Φραγκίσκος και ο Πάπας Ταουάνδρος Β΄, διά να χαροποιήσωμεν την καρδίαν του Ιησού και να ενισχύσωμεν τας καρδίας των υιών και των θυγατέρων μας εις την πίστιν, ανακοινώνομεν αμοιβαίως ότι απεφασίσαμεν την μη επανάληψιν του μυστηρίου του βαπτίσματος, το οποίον είχε τελεσθή εις κάθε μίαν από τας Εκκλησίας μας, δι’ όποιον επιθυμεί να γίνη μέλος της άλλης Εκκλησίας. Ημείς δεχόμεθα τούτο χάριν υπακοής εις την Αγίαν Γραφήν, αλλά και την πίστιν των τριών Οικουμενικών Συνόδων, αι οποίαι συνεκλήθησαν εις Νίκαιαν, Κωνσταντινούπολιν και Έφεσον. Ζητούμεν από τον Πατέρα και τον ικετεύομεν όπως καθοδηγήση ημάς εις χρόνους και με τρόπους, τους οποίους θα επιλέξη το Άγιον Πνεύμα, προς επίτευξιν της τελείας ενώσεως εις το μυστικόν σώμα του Χριστού.
Ας οδηγηθώμεν, λοιπόν, από την διδασκαλίαν του διδασκάλου μας Αποστόλου Παύλου, ο οποίος έγραψε˙ «σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης, εν σώματι και εν Πνεύματι, καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών. Εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα, εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων και διά πάντων και εν πάσιν υμίν» (βλ. Εφεσίους 4, 3-6).
(Το κοινό ανακοινωθέν, το οποίον εδημοσιεύθη προσφάτως (28-4-2017) εις την επίσημον ιστοσελίδα της «Καθολικής Εκκλησίας» εν Αιγύπτω (Facebook), μετέφρασε από τα Αραβικά στα Ελληνικά ο εφημέριος του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Παλαιός Ναός, οδός Θηβών, Παλαιά Κοκκινιά, Πειραιεύς) Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Αθανάσιος Χενείν).