Για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, όποιος οδηγεί στην Route 16 της Δυτικής Βιρτζίνια, βλέπει μια πινακίδα με τις φωτογραφίες πέντε παιδιών…
Του 14χρονου Maurice, της 12χρονης Martha, του 9χρονου Louis, της 8χρονης Jennie και της 5χρονης Betty. Κάτω από τις φωτογραφίες είναι μια ιστορία με το τι μπορεί να τους συνέβη.
Το Fayetteville ήταν πάντα μια μικρή πόλη και ο κεντρικός της δρόμος δεν ξεπερνά τα 90 μέτρα. Οι φήμες δίνουν και παίρνουν και ποτέ οι κάτοικοι της δεν συμφώνησαν αν τα παιδιά είναι νεκρά ή ζωντανά.
Tο μόνο σίγουρο είναι πως, την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1945, ο George και η Jennie Sodder -Ιταλοί μετανάστες και οι δύο- και τα εννιά από τα δέκα παιδιά τους έπεσαν για ύπνο (ο ένας γιος ήταν στον Στρατό). Γύρω στη μια το πρωί ξέσπασε φωτιά. Ο George, η Jennie και τα τέσσερα παιδιά τους κατάφεραν να γλυτώσουν, αλλά τα άλλα πέντε δεν τα είδε ποτέ κανείς.
Ο George προσπάθησε να σώσει τα παιδιά του. Προσπάθησε να μπει από μια εξωτερική σκάλα στα πάνω δωμάτια που ήταν τα παιδιά, αλλά μυστηριωδώς αυτή έλειπε. Αποφάσισε να ανέβει με ένα από τα φορτηγά του, τα οποία ενώ την προηγούμενη δούλευαν κανονικά, εκείνη την ώρα δεν δούλεψαν. Προσπάθησε να ρίξει νερό από ένα βαρέλι, αλλά το βρήκε άδειο.
Η κόρη του Marion έτρεξε στους γείτονες να καλέσει την Πυροσβεστική, αλλά το κέντρο δεν απαντούσε. Ένας γείτονας από μια παρακείμενη ταβέρνα προσπάθησε να τηλεφωνήσει και αυτός αλλά ούτε αυτός κατάφερε να πάρει κάποια απάντηση. Ένας άλλος γείτονας πήγε και βρήκε τον επικεφαλής της Πυροσβεστική ο οποίος έβαλε μπρος τον συναγερμό για φωτιά. Ο ένας πυροσβέστης τηλεφωνούσε και ειδοποιούσε τον άλλο! Ενώ το κέντρο της Πυροσβεστικής ήταν μόλις 2,5 μίλια μακριά, η Πυροσβεστική έφτασε στις 8 το πρωί και αφού το σπίτι είχε γίνει στάχτες.
Ο George και η Jeannie υπέθεσαν πως τα παιδιά τους ήταν νεκρά αλλά μια σύντομη έρευνα στο έδαφος δεν έδειξε κανένα απομεινάρι. Ο αστυνόμος πρότεινε πως η φωτιά ήταν πολύ ισχυρή που έλιωσε τα κορμάκια τους. Ένας πολιτειακός επιθεωρητής της αστυνομίας απέδωσε την φωτιά σε ελαττωματική καλωδίωση. Ο George κάλυψε την περιοχή με μπάζα για να μην μετατραπεί σε μνημείο ο χώρος και εκδόθηκαν πέντε πιστοποιητικά θανάτου λόγω “φωτιάς ή ασφυξίας”.
Οι Sodder όμως άρχισαν να σκέφτονται αν τα παιδιά ζούσαν ή ήταν νεκρά.
Η οικογένεια του Sodder ήταν αξιοσέβαστη στην τοπική κοινωνία και ο George ήταν ισχυρογνώμων σε όλα ποτέ όμως δεν μιλούσε για το συνέβη και έφυγε από την Ιταλία.
Λίγους μήνες πριν το συμβάν είχε εμφανιστεί ένας άγνωστος ψάχνοντας για δουλειά. Έφερε μια βόλτα στο πίσω μέρος του σπιτιού και έδειξε δυο ασφάλειες λέγοντας, “Κάποια μέρα αυτές θα προκαλέσουν φωτιά” κάτι που πρόσφατα η τοπική εταιρία παροχής ρεύματος τις είχε κρίνει κατάλληλες. Την ίδια εποχή, κάποιος άλλος προσπάθησε να τους πουλήσει ασφάλειες ζωής και νευρίασε όταν ο George αρνήθηκε. “Το καταραμένο σπίτι σας θα γίνει καπνός και τα παιδιά σας θα καταστραφούν. Θα πληρώσετε για τις βρομιές σας με τον Μουσολίνι”, φώναξε. Ο μεγαλύτερος γιος θυμήθηκε κάτι ακόμα. Πριν τα Χριστούγεννα ένας άντρας είχε παρκάρει στον Αυτοκινητόδρομο 21 και παρακολουθούσε τα μικρά που επέστρεφαν από το σχολείο.
Γύρω στις 12:30 το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και μια άγνωστη γυναικεία φωνή ζήτησε λάθος όνομα. Η Jennie που το σήκωσε άκουσε ένα τραχύ γέλιο και τσούγκρισμα ποτηριών στην άλλη άκρη της γραμμής. Ενώ γύριζε στο κρεβάτι, πρόσεξε πως όλα τα φώτα και οι κουρτίνες στον κάτω όροφο του σπιτιού ήταν ανοικτά και η πόρτα ξεκλείδωτη. Είδε τον Marion να κοιμάται στον καναπέ και υπέθεσε πως τα άλλα παιδιά είχαν πάει για ύπνο. Αφού έκλεισε τα φώτα και τις κουρτίνες και κλείδωσε έπεσε ξανά για ύπνο. Λίγο αργότερα άκουσε έναν δυνατό θόρυβο στη σοφίτα και μετά κάτι να κυλάει. Μια ώρα μετά το δωμάτιο της είχε γεμίσει καπνό.
Η Jennie δεν μπορούσε να καταλάβει πως δεν απέμεινε τίποτα από τα παιδιά της και έκανε μερικά πειράματα με κοτόπουλα, βοδινό και χοιρινό κρέας και κόκαλα. Πάντα κάτι έμενε. Ένας εργάτης σε κρεματόριο την ενημέρωσε πως ακόμα και αν καεί κάποιος στους 2000 βαθμούς για δυο ώρες τα κόκαλα παραμένουν. Το σπίτι κάηκε μέσα σε 45 λεπτά.
Ένας εργάτης στις τηλεπικοινωνίες τους είπε πως το καλώδιο του τηλεφώνου τους είχε κοπεί. Πως μπορεί να προκλήθηκε φωτιά από βραχυκύκλωμα, όπως ανέφεραν οι αρχές και όμως είχαν ρεύμα; Ένας μάρτυρας ανέφερε πως είδε κάποιον στην σκηνή της φωτιάς με κάτι σαν ανυψωτικό μηχανής. Μήπως γι’ αυτό δεν έπαιρναν μπρος τα φορτηγά του George; Μια μέρα που επισκέφτηκαν το μέρος, η Sylvia βρήκε κάτι λαστιχένιο. Αμέσως θυμήθηκαν τον θόρυβο και την κύλιση που άκουσε η Jennie. Ο George ανέφερε πως ήταν μια βόμβα ναπάλμ.
Μια γυναίκα ανέφερε πως την ώρα της φωτιάς είδε μέσα σε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο τα εξαφανισμένα παιδιά. Μια άλλη γυναίκα με κατάστημα είδε τα παιδιά την επόμενη μέρα 50 μίλια δυτικά της μικρής πόλης. “Τα σερβίρισα πρωινό. Υπήρχε ένα αυτοκίνητο με πινακίδες από την Φλόριντα”. Μια άλλη με ξενοδοχείο ανέφερε πως είχε δει τα τέσσερα από τα πέντε μια εβδομάδα μετά την φωτιά με δυο γυναίκες και δυο άντρες με ιταλική προφορά.
Το 1947, ο George και η Jennie έστειλαν επιστολή στο FBI και έλαβαν απάντηση από τον ξακουστό J. Edgar Hoover: “Αν και θα ήθελα να σας εξυπηρετήσουμε, το θέμα φαίνεται να είναι τοπικού χαρακτήρα και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ερευνών αυτού του γραφείου”. Οι πράκτορες του Hoover είπαν πως θα πηγαίναν αμέσως αν τους το επέτρεπαν οι τοπικές αρχές, κάτι που δεν έγινε.
Έπειτα οι Sodder προσέλαβαν τον ιδιωτικό ντετέκτιβ C.C. Tinsley, ο οποίος ανακάλυψε ότι ο ασφαλιστής που απείλησε τον George ήταν μέλος της επιτροπής του ιατροδικαστή, που θεώρησε την πυρκαγιά ατύχημα. Επίσης άκουσε μια περίεργη ιστορία για τον επικεφαλής της Πυροσβεστικής, F.J. Morris. Αν και ο Morris δήλωσε πως δεν υπήρχαν απομεινάρια, υποτίθεται ότι εκμυστηρεύτηκε ότι είχε βρει “μια καρδιά” στις στάχτες, την έβαλε σε ένα κουτί και την έθαψε στις στάχτες. Ο Tinsley έπεισε τον Morris να βρουν το κουτί. Πήγαν την “καρδιά” σε έναν νεκροθάφτη, που δήλωσε πως ήταν η “καρδιά” ήταν ένα άκαο βοδινό συκώτι. Οι Sodder άκουσαν κάποιες φήμες πως ο πυροσβέστης το έκανε αυτό για να σταματήσει η οικογένεια τις έρευνες.
Αργότερα ο George είδε μια φωτογραφία ενός παιδιού σε μια εφημερίδα της Νέας Υόρκης και ήταν σίγουρος πως ήταν Betty. Πήγε στο Μανχάταν να βρει την μικρή αλλά οι γονείς της δεν τον δέχτηκαν. Τον Αύγουστο του 1949, έκαναν νέα έρευνα στον τόπο της καταστροφής με τη βοήθεια του παθολόγου Oscar B. Hunter, ο οποίος βρήκε πολλά θραύσματα σπονδύλων. Στην αναφορά του έγραψε, “Τα ανθρώπινα οστά αποτελούνται από τέσσερις οσφυϊκούς σπονδύλους που ανήκουν σε ένα άτομο. Ταιριάζουν σε άτομο ηλικίας 16 ή 17 χρονών. Τα οστά δείχνουν μεγαλύτερη σκελετική ωρίμανση από ό, τι θα περίμενε κανείς από ένα 14χρονο αγόρι (το μεγαλύτερο αγόρι των Sodder). Μπορεί όμως ένα αγόρι γύρω στα 14 1/2 να δείχνει με 16χρονο ή 17χρονο”.
Τα οστά δεν φαίνεται να έχουν εκτεθεί σε φωτιά και είναι παράξενο που δεν βρέθηκαν άλλα κόκαλα. Τίποτα δεν το δικαιολογεί αυτό μιας και το σπίτι κάηκε μέσα σε μισή ώρα. Τα κόκαλα μάλλον προήλθαν από τα μπάζα που έριξε ο George”.
Ο George και η Jennie έστισαν την ταμπέλα στην Route 16, μοίρασαν φυλλάδια και πρόσφεραν 5.000 δολάρια αμοιβή για πληροφορίες. Σύντομα ανέβασαν την αμοιβή στα 10.000 δολάρια. Ένα γράμμα από μια γυναίκα από το St. Louis έφτασε λέγοντας πως το μεγαλύτερο κορίτσι, η Martha, ήταν σε μια μονή στην περιοχή. Ένας ιδιοκτήτης μπαρ ανέφερε μια ιστορία που κάποιος ανέφερε μια φωτιά παραμονή Χριστουγέννων στη Δυτική Βιρτζίνια. Κάποιος στη Φλόριντα είπε πως τα παιδιά ζουν με έναν συγγενή της Jennie. Ο George πήγε μέχρι εκεί αλλά χωρίς αποτελέσματα.
Το 1968, η Jennie βρήκε ένα γράμμα χωρίς αποστολέα από το Kentucky. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία ενός 20χρονου. Από πίσω χειρόγραφα έγραφε “Louis Sodder. Σ’ αγαπώ αδερφέ Frankie. Ilil Boys. A90132 ή 35.” Ο νεαρός έμοιαζε με τον Louis. Προσέλαβαν ξανά ντετέκτιβ και τον έστειλαν στο Kentucky. Δεν είχαν ποτέ νέα του.
Οι Sodder φοβούμενοι μην πάθει τίποτα ο γιος τους δεν ανέφεραν τίποτα. Αντ’ αυτού έβαλαν την νέα φωτογραφία του στην πινακίδα.
Ο George πέθανε το 1968 και η Jennie το 1989. Η πινακίδα τελικά κατέβηκε. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους συνέχισαν τις έρευνες και βρήκαν νέες θεωρίες. Η τοπική μαφία προσπάθησε να στρατολογήσει τον George που αρνήθηκε. Προσπάθησαν να του πάρουν χρήματα και αρνήθηκε. Τα παιδιά απήχθησαν από κάποιον γνωστό —μπήκε από την πόρτα, είπε για την φωτιά και “προσφέρθηκε” να τα σώσει. Μπορεί να μην ήρθαν σε επαφή με τους γονείς τους για να τους σώσουν.
Η Sylvia, σήμερα 69 χρονών, δεν πιστεύει πως τα αδέρφια της χάθηκαν στη φωτιά…