Ο Μάριο Μόντι, ο αυστηρός καθολικός καθηγητής, είναι σίγουρα ο “κρυφός” εκλεκτός τους. Ωστόσο το Βατικανό και η Εκκλησία δείχνουν επιφυλακτικοί για το μέλλον: η προοπτική της εξ ανάγκης συμμαχίας του με τη λαϊκιστική κεντροαριστερά τους φοβίζει.
Ενώ από την άλλη πλευρά του Τίβερη, το μικρότερο κράτος του κόσμου είναι σε αναβρασμό μετά την ανακοίνωση της παραίτησης του Πάπα Βενέδικτου ΧVI η ψήφος των καθολικών στην Ιταλία παραμένει για τα ιταλικά κόμματα μια μη αμελητέα μεταβλητή: μόνο ο κωμικός Μπέπε Γκρίγιο δηλώνει ανοικτά ότι δεν τον ενδιαφέρει διόλου η γνώμη της Εκκλησίας. Ολοι οι άλλοι ηγέτες εξέφρασαν το σεβασμό τους για τον Ποντίφικα.
Στη χώρα του Πεπόνε και του Δον Καμίλο, η ψήφος των καθολικών σκορπίζεται ανάμεσα στην κεντροδεξιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, στην κεντροαριστερά του Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι και στη λίστα “Επιλογή Πολιτών” του Μάριο Μόντι.
Η εφημερίδα του Βατικανού, η Osservatore Romano, ήταν αυτή που είχε εκφράσει εντυπωσιακά το Δεκέμβριο την υποστήριξη της Αγίας Έδρας την υποψηφιότητα στις εκλογές του Μάριο Μόντι, πιστού καθολικού.Πρόεδρος της ιταλικής Επισκοπικής Συνόδου, ο καρδινάλιος Αντζελο Μπανιάσκο, ιδιαίτερα επικριτικός επί πρωθυπουργίας Μπερλουσκόνι, είχε επίσης δηλώσει τη συναίνεσή του στο πρόγραμμα λιτότητας του πρώην ευρωπαίου επιτρόπου, υποστηρίζοντας δημόσια τη συνέχισή του.
Σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα του Βατικανού Σάντρο Ματζίστερ, ο Αντρέα Ρικάρντι, ο ιδρυτής της καθολικής κοινότητας του Αγίου Αιγιδίου και υπουργός διεθνούς συνεργασίας “είχε άμεση επιρροή στην επιλογή του Μάριο Μόντι” να θέσει υποψηφιότητα.
Ο Ρικάρντι είναι σήμερα ένας από τους πιο προβεβλημένους ηγέτες του κινήματος αυτού στα μέσα ενημέρωσης, ενώ αρκετά στελέχη του Αγίου Αιγιδίου θέτουν υποψηφιότητα στις εκλογές.
“Ο Ρικάρντι παίζει ρόλο συμβούλου του Μόντι” και “η κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου κατάφερε να δημιουργήσει με τον Ποντίφικα μια πραγματική σχέση εμπιστοσύνης” μέσω του αρχιεπισκόπου Γκέοργκ Γκανσβάιν, του προσωπικού γραμματέα του. Ο Μάριο Μόντι πήγε οκτώ φορές να συναντήσει τον Πάπα μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης των τεχνοκρατών το φθινόπωρο του 2011.
Ωστόσο, καθώς η προεκλογική εκστρατεία εξελισσόταν, η στήριξη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ήταν πιο συγκρατημένη απέναντι στο κίνημα του Μόντι.
“Οι επίσκοποι έκαναν ένα βήμα πίσω. Ο Μπανιάσκο έκρινε φρόνιμο να τηρηθεί μια ισαπόσταση απέναντι στα διαφορετικά κόμματα”, εκτιμά ο ειδικός επί θεμάτων Βατικανού Αντρέα Τορνιέλι στην ιστοσελίδα Vatican Insider.
Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο περιοδικό L’ Espresso, σε αντίθεση με τον πρόεδρο της Επισκοπικής Συνόδου, ο καρδινάλιος Ταρτσίζιο Μπερτόνε και γραμματέας του κράτους του Βατικανού, παραμένει υπέρ του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, καθώς είναι “ο μόνος που είχε το θάρρος να υπογράψει” μέτρα προς την κατεύθυνση της προάσπισης των “μη διαπραγματεύσιμων αξιών” όπως η απόλυτη άρνηση της ευθανασίας ακόμη και για τις πιο κρίσιμες περιπτώσεις.
Ορισμένοι πρελάτοι του Βατικανού, σύμφωνα με το L’ Espresso, δυσαρεστήθηκαν που το κεντρώο καθολικό στρατόπεδο του Μόντι παρουσιάζεται τόσο “χλιαρό” όσον αφορά τις παραδοσιακές χριστιανικές αξίες της οικογένειας και της ζωής. Η πιθανότητα μιας συμμαχίας με το Δημοκρατικό Κόμμα του Μπερσάνι, που είναι διατεθειμένο να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις για την εξέλιξη της κοινωνίας, τους έκαναν να περιορίσουν τη στήριξή τους.
“Η εξοχότητά του (Μπερτόνε) προτιμά να μιλά με έναν αμαρτωλό παρά με έναν φορτικό ηθικολόγο”, γράφει το ιταλικό περιοδικό.
Το 2011, το Βατικανό είχε αποφασίσει να αφήσει τον Μπερλουσκόνι, μετά τα σεξουαλικά του σκάνδαλα και την ανικανότητα της κυβέρνησής του. Πέρυσι η κυβέρνηση του Πάπα και η εκκλησία επέτρεψαν στην κυβέρνηση Μόντι να επιβάλει περισσότερη φορολόγηση στην τεράστια ακίνητη περιουσία της, ένα πρώτο βήμα.
Ορισμένοι καθολικοί είχαν θελήσει να δημιουργήσουν ένα νέο κόμμα καθολικής νοοτροπίας, διαφορετικό από την παλιά Χριστιανοδημοκρατία που εξαντλήθηκε από την κακοδιαχείριση της εξουσίας και τη διαφθορά. Η λεγόμενη διαδικασία “Τόντι” (πόλη της κεντρικής Ιταλίας) απέτυχε ελλείψει ενότητας και επιρροής δυνάμεων.
Επίσης, μελέτη του γνωστού ινστιτούτου Eurispes δείχνει ότι η Εκκλησία εισακούεται όλο και λιγότερο από τους Ιταλούς, λόγω της ριζικής αντίθεσής της στο διαζύγιο, στις αλλαγές της βιοηθικής, στο γάμο των ομοφυλοφίλων και στην ευθανασία.
Οι πολιτικοί εμφανίζονται πιο προσηλωμένοι στις απαγορεύσεις της Εκκλησίας συγκριτικά με το εκλογικό τους σώμα, επισημαίνει το Eurispes. Για παράδειγμα, οι υποστηρικτές στην Ιταλία ορισμένων μορφών ευθανασίας σε περιπτώσεις αφόρητων πόνων από 50,1% που ήταν 2011 ανήλθαν σε 64,6% το 2012.