ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ: Μέχρι να εγκατασταθεί και επίσημα ο νέος Πρόεδρος στο Λευκό Οίκο, στο τιμόνι των ΗΠΑ παραμένει ο Τραμπ και το διάστημα αυτό είναι ισχυρός ο κίνδυνος η Τουρκία να κάνει κάποια απελπισμένη κίνηση.
Ο πλανήτης ανέπνευσε με ανακούφιση με την (πύρρειο) νίκη του Τζο Μπάιντεν στις αμερικανικές εκλογες μετά από μια καταμέτρηση- θρίλερ, το ερώτημα όμως για την Ελλάδα είναι τι σημαίνει η αλλαγή φρουράς στο Λευκό Οίκο για τα εθνικά θέματα, την ώρα που η Τουρκία συνεχίζει τα επικίνδυνα παιχνίδια.
Και το βασικό ζήτημα είναι ότι μέχρι να παραδώσει και επίσημα ο Ντόναλντ Τραμπ στο νέο Αμερικανό Πρόεδρο, μεσολαβούν δύο μήνες, κατά τους οποίους αυξάνεται ο κίνδυνος ο Ερντογάν να θεωρήσει ότι αυτή είναι η κατάλληλη και τελευταία του ευκαιρία για μία θεαματική κίνηση.
Ως γνωστόν, στις ΗΠΑ οι προεδρικές εκλογές πραγματοποιούνται Νοέμβριο, όμως ο απερχόμενος Πρόεδρος ασκεί τα καθήκοντα του μέχρι και τα τέλη Ιανουαρίου. Είθισται βεβαίως αυτή να αποτελεί μία μεταβατική περίοδο και όσοι Πρόεδροι ηττήθηκαν στο παρελθόν σέβονται το γεγονός ότι είναι απερχόμενοι.
Δεν είναι και πολύ βέβαιο όμως ότι ο Τραμπ, που μέχρι την ύστατη στιγμή επέμενε ότι είχε κερδίσει και δη με μεγάλη διαφορά, θα κάνει το ίδιο. Επίσης μία δικαστική αμφισβήτηση του αποτελέσματος, θα φέρει μία πολιτική αβεβαιότητα και αναταραχή στις ΗΠΑ που θα εστιάσουν στα του οίκου τους.
Και κυρίως το ζήτημα είναι μήπως ο Ερντογάν, που πιέζεται από την κατρακύλα της τουρκικής λίρας και από το χρονοδιάγραμμα της ΕΕ για το Δεκέμβριο, ενώ ταυτόχρονα έχει ήδη προχωρήσει πολύ για να κάνει απλά πίσω, αποφασίσει να ρίξει μία επικίνδυνη ζαριά, ποντάροντας ακριβώς στο ουσιαστικό κενό εξουσίας στην Ουάσινγκτον.
Οι περισσότεροι διπλωμάτες και αναλυτές για αυτό το λόγο θεωρούν ότι η πιο επικίνδυνη περίοδος στα ελληνοτουρκικά τώρα ξεκινά και ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου αυξάνεται μέχρι τουλάχιστον να εγκατασταθεί και επίσημα ο νέος Πρόεδρος στο Λευκό Οίκο.
Κανείς βεβαίως δεν πρέπει να περιμένει κάποια θεαματική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, όποιος και να είναι ο νέος Πρόεδρος, είτε προέρχεται από τους Δημοκρατικούς είτε από τους Ρεπουμπλικάνους, καθώς πάντα η Τουρκία, παρά τις όποιες διακυμάνσεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, παραμένει σημαντική για τους αμερικανικούς σχεδιασμούς και βασικά για τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ στην περιοχή και θα παραμείνει όσο υπερτερεί ο φόβος για διείσδυση της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η αμερικανική διπλωματία κινείται εν πολλοίς σταθερά και ανεξάρτητα από τους ευκαιριακούς στόχους της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.
Τα πρόσωπα όμως παίζουν το ρόλο τους, όπως αποδείχθηκε και στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο στήριξε σε σημαντικό ποσοστό η ελληνοαμερικανική κοινότητα, ενώ και πολλοί στην εγχώρια ακραία δεξιά βαυκαλίζονταν ότι θα τα έβαζε με την Τουρκία λόγω της αντι-μουσουλμανικής ρητορικής του. Στην πραγματικότητα βέβαια ο απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ είχε θερμές προσωπικές σχέσεις με το Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και λόγω και της άγνοιας του για τα λεπτά διπλωματικά ζητήματα είχε προβεί σε “χοντράδες”, προδίδοντας για παράδειγμα ουσιαστικά τους Κούρδους συμμάχους των ΗΠΑ στη Συρία.
Ενώ παρά τις πιέσεις γερουσιαστών όπως ο Μπομπ Μενέντεζ και την ανησυχία των στρατιωτικών για τους S-400, οι ΗΠΑ αποφάσισαν μεν να μην πουλήσουν F35 στην Τουρκία, αλλά δεν προχώρησαν και σε κυρώσεις.
Η ανάληψη της εξουσίας στις ΗΠΑ εκ νέου από τους Δημοκρατικούς αναμένεται να σημάνει και μεγαλύτερη ενεργοποίηση στη διεθνή διπλωματική σκηνή.
Ο Τραμπ επίσης εκπροσωπούσε μία τάση απόσυρσης των ΗΠΑ από το διεθνές πολιτικό παιχνίδι και σε ένα βαθμό μία λογική απομονωτισμού. Αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι υπήρξε ένα “κενό εξουσίας” στην Ανατολική Μεσόγειο και οι ΗΠΑ άργησαν να αντιδράσουν στην αρχή της ελληνοτουρκικής κρίσης, ένα κενό που επιχείρησε να καλύψει η Γερμανία- άλλοτε αποτελεσματικά και άλλοτε όχι.
Η όποια αμερικανική ανάμειξη δε οφείλεται στον Μάικ Πομπέο και τη διαπίστωση δυσαρέσκειας από τους Ελληνοαμερικανούς ψηφοφόρους, τους οποίους είχε αρχίσει να προσεγγίζει ο Μπάιντεν, ο οποίος έχει και παλιούς λογαριασμούς με τον Τραμπ- όχι ότι αυτό θα σημαίνει και πολλά από την ώρα που θα καθίσει στο Οβάλ Γραφείο, αν και ο 46ος Προεδρος των ΗΠΑ έχει τελείως διαφορετική λογική από τον Τραμπ και σίγουρα θα είναι μία νέα εποχή για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Ο Τραμπ θαύμαζε τους αυταρχικούς ηγέτες και είχε χημεία μαζί τους. Ο Μπάιντεν εκπροσωπεί μία λογική διαφορετική, εξ ου και λίγο πριν πάρει το χρίσμα είχε προβεί σε δηλώσεις επιθετικές για τον Σουλτάνο και είχε εκφράσει την άποψη οτι οι ΗΠΑ πρέπει να ενθαρρύνουν τους πολιτικούς αντιπάλους του Ερντογάν, εξοργίζοντας την Άγκυρα. Αυτό δε σημαινει όμως κατ ανάγκην ότι ο Μπάιντεν θα υποστηρίξει την Ελλάδα, απλώς ότι δεν θεωρεί πως τα συμφέροντα των ΗΠΑ εξυπηρετούνται με τον Τραμπ και το κυριότερο σε αντίθεση με τον απερχόμενο Πρόεδρο δεν εχει προσωπικα επιχειρηματικα συμφέροντα στην Τουρκια.
Το πιθανότερο είναι ότι σε αρχική τουλάχιστον φάση θα επιχειρήσει μία επανεκκίνηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, με καρότο αλλά και μαστίγιο. Ο Μπάιντεν δηλαδή πιθανόν να σταματήσει να βάζει βέτο στην επιβολη κυρώσεων που ζητά διακομματικά το Κογκρέσο και τις οποιες μπλοκαρε ο Τραμπ και επίσης δεν θα παρεμβει υπέρ του Ερντογάν στην υπόθεση της Halkbank στα αμερικανικά δικαστήρια, οπως έκανε ο Τραμπ. Υπό μία έννοια, το μπαλάκι θα ειναι στα χέρια της Τουρκίας, η οποία θα κληθεί να επιλεξει εάν θα συνεχίσει την πορεία που έχει χαράξει το τελευταίο διάστημα ή εάν θα παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο.
Η ανάληψη της εξουσίας στις ΗΠΑ εκ νέου από τους Δημοκρατικούς αναμένεται να σημάνει και μεγαλύτερη ενεργοποίηση στη διεθνή διπλωματική σκηνή.
Είναι γεγονός βέβαια ότι εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον των ΗΠΑ έχει μετατοπιστεί απο τη Μέση Ανατολή στην Ανατολική Ασία, λόγω της όλο και μεγαλύτερης οικονομικής απειλής της Κίνας. Και αυτό είχε ξεκινήσει ήδη επί Ομπάμα, αν και εντάθηκε επί Τραμπ, και σε σημαντικό βαθμό δε θα αλλάξει.
news247.gr