Τουρκία: Ως κοινωνία έχουμε δώσει απάντηση στο ερώτημα «πού το πάει η Τουρκία;»;
Του Μάκη Πολλάτου
Εχουμε αναρωτηθεί αν το καθεστώς Ερντογάν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να γίνει η μεγαλύτερη απειλή για την χώρα, επιδιώκοντας την γιγάντωση και επέκταση της Τουρκίας με τρόπο ώστε να περιορίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας;
Σύμφωνοι, εδώ αντιμετωπίζουμε μια πανδημία που ένα χρόνο μετά το ξέσπασμά της δείχνει ότι δεν θα είναι και τόσο εφήμερη, αντιλαμβανόμαστε ότι οι περιορισμοί με σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου Covid θα φέρουν και μια νέα οικονομική κρίση, έχουμε όμως ιεραρχήσει τις προτεραιότητές μας;
Για παράδειγμα, καταλαβαίνουμε ότι το δημογραφικό είναι μια διάσταση των ελληνοτουρκικών όχι και τόσο δευτερεύουσας σημασίας; Εχουμε άραγε συνειδητοποιήσει τους κινδύνους από την οικειοθελή διολίσθηση στην πολιτική του ενός παιδιού ανά οικογένεια; Αναμφισβήτητο είναι ότι με την επικρατούσα οικονομική κατάσταση οι οικογένειες δυσκολεύονται να προγραμματίσουν την αύξηση των μελών τους, μήπως έχει έρθει όμως η ώρα για να εκπονηθεί μια νέα εθνική στρατηγική για την αντιστροφή της τάσης μείωσης του πληθυσμού;
Είναι δυνατόν να μένει εκτός συζήτησης ο ελληνισμός ως όλον που θα μπορούσε να προσφέρει τον οβολόν του για να ενισχυθεί η εθνική άμυνα; Πέραν των σύγχρονων ευεργετών που προσφέρουν για την ενδυνάμωση του εθνικού συστήματος υγείας, για την ενίσχυση του στόλου, μήπως έχει έρθει η ώρα για ένα κάλεσμα σε όλες τις δυνάμεις του έθνους, στους Έλληνες και τις Ελληνίδες που ζουν στα γεωγραφικά όρια της επικράτειας, αλλά και στους Έλληνες παντού στον πλανήτη, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα ταμείο που θα χρηματοδοτήσει το σχέδιο ισχυροποίησης των ενόπλων δυνάμεων;
Η κρίση του τελευταίου έτους με την Τουρκία έδειξε ανάγλυφα ότι υπήρχαν τεράστια περιθώρια ανάπτυξης των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες που αντιλαμβάνονται ότι σταδιακά η Τουρκία μετατρέπεται στη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλειά τους και για την ευημερία των πολιτών τους. Αρκούν όμως αυτές οι συμμαχίες και η ανάπτυξη δεσμών συνεργασίας με επίκεντρο την οικονομία, το εμπόριο, την ενέργεια και τον τουρισμό ή χρειάζεται ένα συνολικό σχέδιο;
Μόνο την τελευταία τριετία, η Τουρκία έχει δαπανήσει 15 δισ.δολάρια για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, την ώρα που η Ελλάδα τα ίδια έτη 2018, 2019 και 2020 έχει διαθέσει μόλις 1,8 δισ. δολάρια για τις αμυντικές δαπάνες.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς ποσοτικό, αλλά και ποιοτικό. Μπορεί η ελληνική κοινωνία να διαθέσει τους αναγκαίους πόρους για να μην ανατραπεί ακόμη περισσότερο η ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία; Μπορούμε να περιμένουμε πρακτική βοήθεια από την ΕΕ και τους εταίρους μας ή θα είμαστε μόνοι μας; Μπορούμε να ελπίζουμε στην εξημέρωση του θηρίου και τον κατευνασμό της τουρκικής επιθετικότητας ή οφείλουμε να διαθέτουμε ισχυρότατη αποτροπή, παράλληλα με την εμβάθυνση των σχέσεων με τις φιλικές χώρες και τους συμμάχους που έχουν την ίδια αντίληψη με την Αθήνα για τον μακροχρόνιο τουρκικό σχεδιασμό;
Το δίλημμα δεν ήταν ποτέ «βούτυρο ή κανόνια». Μια κοινωνία δεν θα έπρεπε να βρίσκεται αντιμέτωπη με το ερώτημα «αναδρομικά στις συντάξεις» ή νέα όπλα. Ούτε θα έπρεπε να τίθεται ποτέ σοβαρά η λογική κάποιων που υποστηρίζουν ότι «πρέπει να το ρισκάρουμε». Επί 15 χρόνια αυτό ακριβώς πράττει η ελληνική κοινωνία. Με πρόσχημα τις αδιανόητες μίζες που διοχετεύθηκαν σε κάποιους επιτήδειους με αφορμή τα εξοπλιστικά προγράμματα που υλοποιήθηκαν μετά την κρίση των Ιμίων, πολλοί θεώρησαν ότι δεν πρέπει να μπλέξουν με τις αγορές όπλων, αρνούμενοι έστω να σχεδιάσουν τη διατήρηση της δύναμης πυρός των ενόπλων δυνάμεων.
Είναι όμως καθήκον μιας πολιτείας να έχει εκείνους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς που θα αποτρέπουν την καταλήστευση των δημόσιων οικονομικών, των χρημάτων που προέρχονται από το υστέρημα των φορολογούμενων πολιτών, προς όφελος όσων ντιλάρουν κάτω από το τραπέζι για να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι τον πατριωτισμό και την αφέλεια των πολλών.
Και είναι επίσης καθήκον των εκπροσώπων του λαού να λαμβάνουν εκείνες τις αποφάσεις που θα θωρακίσουν την εθνική κυριαρχία και την άμυνα της χώρας, δίνοντας πρώτοι εκείνοι το παράδειγμα, προσφέροντας από την αποζημίωσή τους, διασφαλίζοντας ότι το δημόσιο χρήμα δίνεται με λογική και σύνεση, ότι δεν γίνονται σπατάλες, ότι οι συμφωνίες είναι οι πλέον συμφέρουσες, ότι αξιοποιείται η εμπειρία από σωστές αποφάσεις του παρελθόντος και ότι οι κινήσεις είναι προς το συμφέρον της χώρας αφού θα δεσμεύσουν την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες. Το κόστος είναι μεγάλο, η απαίτηση είναι το όφελος να είναι ακόμη μεγαλύτερο.