Απεβίωσε σήμερα το πρωί σε ηλικία 87 ετών μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, όπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπός της.
Το πατρικό της όνομα ήταν Margaret Hilda Roberts. Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925 και μεγάλωσε στην πόλη Grantham της κομητείας Λίνκολνσάιρ. Ο πατέρας της ήταν παντοπώλης και αναμιγνυόταν στην τοπική πολιτική ζωή, ενώ ήταν και ιερέας εκκλησίας Μεθοδιστών. Η οικογένειά της ανήκε στο Εργατικό Κόμμα. Είχε και μια μεγαλύτερη αδερφή, την Muriel (1921-2004). Ανατράφηκε ως ευσεβής Μεθοδίστρια.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε Πρωθυπουργός στις 4 Μαΐου 1979, με βασικό καθήκον την αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και την ανάδειξη του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, ο οποίος έδινε την εντύπωση ότι συνεχώς έφθινε, από την εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Ιδεολογικά βρισκόταν πολύ κοντά με τον Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος το 1980 εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1988. Μαζί, οι δυο ηγέτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές του οικονομολόγου Milton Friedman – διδάγματα τα οποία είχε ακολουθήσει μοναχά ο δικτάτορας της Χιλής και μετέπειτα φίλος της Μ. Θάτσερ, Αουγκούστο Πινοσέτ.
Η Θάτσερ ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Έδειξε προτίμηση προς την έμμεση φορολογία, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Οι αποφάσεις αυτές αύξησαν πολύ την ανεργία, η οποία διπλασιάστηκε ξεπερνώντας τα 2 εκατομμύρια. Το 1982, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 8,6% από 18%, αλλά οι άνεργοι είχαν ξεπεράσει τα 3,6 εκατομμύρια.
Στις 2 Απριλίου 1982, η δικτατορική Κυβέρνηση της Αργεντινής εισέβαλε στα Νησιά Φώκλαντ, τα οποία αποτελούσαν έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας, επί του οποίου όμως η Αργεντινή ήγειρε αξιώσεις ήδη από το 1830. Ξεκίνησε έτσι ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντ», καθώς η Μάργκαρετ Θάτσερ αντέδρασε σθεναρά, στέλνοντας επιτόπου ναυτική δύναμη για να επανακαταλάβει τα νησιά. Η επιχείρηση, παρά τη μεγάλη απόσταση, στέφθηκε από επιτυχία, προκαλώντας πατριωτική έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία.
Ο Πόλεμος των Φώκλαντ, μαζί με μια οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στις αρχές του 1983, ανέβασαν τη δημοτικότητα της Κυβέρνησης. Εκμεταλλευόμενοι το διχασμό του Εργατικού Κόμματος της εποχής εκείνης, οι Συντηρητικοί πέτυχαν νέα νίκη στις εκλογές του Ιουνίου 1983, κερδίζοντας 42,4% των ψήφων, έναντι 27,6% των Εργατικών. Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ θέλησε να εφαρμόσει τις νεοφιλελεύθερες/νεοσυντηρητικές της αντιλήψεις και για να γίνει αυτό έπρεπε να μειώσει τη δύναμη των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων.
Ακολούθησαν απεργίες, με σημαντικότερη την απεργία των ανθρακωρύχων, η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού η Κυβέρνηση παρέμεινε ανυποχώρητη και τα περισσότερα ανθρακωρυχεία έκλεισαν. Η ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος των ανθρακωρύχων, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τις ιδιωτικοποιήσεις πάρα πολλών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, για τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών, τη δραματική συρρίκνωση του κράτους Πρόνοιας κλπ.
Τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου 1984 από τύχη διέφυγε τραυματισμό, καθώς η παράνομη οργάνωση των Ιρλανδών εθνικιστών IRA επιτέθηκε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του κόμματός της στην πόλη Μπράιτον (Brighton). Από την επίθεση εκείνη σκοτώθηκαν πέντε άτομα και τραυματίστηκαν πολλά άλλα. Η ίδια, σε μια επίδειξη ψυχραιμίας δεν άλλαξε καθόλου το πρόγραμμά της και την άλλη μέρα εκφώνησε κανονικά την προγραμματισμένο της ομιλία στο Συνέδριο.
Η οικονομική της πολιτική σημαδεύτηκε από τη ριζική μείωση του κρατικού παρεμβατισμού, την απελευθέρωση των αγορών, την προώθηση της επιχειρηματικότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν, με πρώτη την εταιρία τηλεπικοινωνιών British Telecom, η οποία ήταν κρατική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Από την άλλη πλευρά, το 1985, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αποφάσισε να μην ανακηρύξει τη Μάργκαρετ Θάτσερ επίτιμο διδάκτορά του (όπως συνέβη με όλους τους Βρετανούς Πρωθυπουργούς που ήταν απόφοιτοί του), σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την περικοπή των δαπανών προς την ανώτατη εκπαίδευση
Οι Συντηρητικοί κέρδισαν και τις βουλευτικές εκλογές του 1987. Το 1988 εκφώνησε ομιλία με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη, την καταστροφή του όζοντος και την όξινη βροχή. Την ίδια χρονιά αντιτάχθηκε σθεναρά στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κατά τη γνώμη της θα οδηγούσε σε ομοσπονδιακές δομές, ενώ η ίδια υποστήριζε ότι ο ρόλος της ΕΕ έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού. Η αντιευρωπαϊκή της πολιτική άρχισε να διχάζει το κόμμα της, δημιουργώντας δύο αντίπαλες τάσεις, μια φιλοευρωπαϊκή και μια αντιευρωπαϊκή. Ο διχασμός αυτός έμελλε να αποβεί μοιραίος και για την ίδια.
Από το 1989, η δημοτικότητά της έφθινε πάλι, λόγω των υψηλών επιτοκίων που έπλητταν την βρετανική οικονομία. Η θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ άρχισε και τελείωσε με βία. Το 1990 το Λονδίνο γνώρισε τις μεγαλύτερες ταραχές που είδαν πολλές γενιές στο κέντρο του, εξαιτίας του απεχθούς φορολογικού σχεδίου της. Στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου έτους η Θάτσερ διαβαίνει για τελευταία φορά το κατώφλι του Μπάκινγχαμ ως πρωθυπουργός της χώρας. Συνεργάτες της της έθεταν όρους για την προσχώρηση της στερλίνας στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ενώ ένας βουλευτής έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Η υποψηφιότητα δεν είχε επιτυχία, αλλά 60 βουλευτές ψήφισαν τον αντίπαλό της ή απείχαν, πράγμα που χαρακτηρίστηκε πρωτοφανές. Άλλοι συνεργάτες της επέμεναν ότι μετά από 10 χρόνια πρωθυπουργίας, ακόμη και αυτό ήταν επιτυχία
Την ίδια χρονιά η Μάργκαρετ Θάτσερ πολέμησε με σφοδρότητα την ταχύτατη Επανένωση της Γερμανίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Πτώση
Στην εκλογή νέου προέδρου του, το 1990, το κόμμα των Συντηρητικών ήταν βαθιά διχασμένο, τόσο για το θέμα της Ευρώπης, όσο και για θέματα εσωτερικής φορολογικής πολιτικής. Με αντίπαλο τον πρώην Υπουργό της, Michael Heseltine, η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και, κατόπιν διαβούλευσης με συνεργάτες της, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Στήριξε τον Τζων Μέιτζορ, ο οποίος και εξελέγη. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.
Μετά την παραίτησή της, δημοσκόπηση έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα», ενώ το 48% διαφωνούσε.