Στην επιβολή νέων οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας με πρόσχημα την Ουκρανική κρίση προχώρησαν οι ΗΠΑ στοχεύοντας αυτή τη φορά τον πετρελαϊκό όμιλο Rosneft, την Gazprombank, (τράπεζα του κολοσσού του φυσικού αερίου Gazprom) καθώς και άλλες μεγάλες τράπεζες και επιχειρήσεις στον τομέα της ενέργειας και της άμυνας.
Τις ΗΠΑ αναμένεται να ακολουθήσει και η Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα που πρωτοστατεί με τις προκλητικές δηλώσεις του Ε. Βενιζέλου.
Η απάντηση της Μόσχας αναμένεται να είναι έντονη και σφοδρή ως φαίνεται από την πρώτη αντίδραση του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. «Οι νέες κυρώσεις που αποφάσισαν να επιβάλουν οι ΗΠΑ εναντίον της Μόσχας θα οδηγήσουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε αδιέξοδο», είπε ο Πούτιν κατά την επίσκεψη του στη Βραζιλία.
«Θα εξετάσουμε τις λεπτομέρειες των κυρώσεων ώστε να κατανοήσουμε πλήρως το πεδίο εφαρμογής τους και θα πράξουμε ανάλογα», επισήμανε ο Ρώσος Πρόεδρος, αφήνοντας να ξεκάθαρα να εννοηθεί πώς η Μόσχα σε αυτή τη νέα πρόκλησης κάθε άλλο παρά με σταυρωμένα χέρια θα μείνει.
Μπορεί να απαντήσει με έναν οικονομικό «Αρμαγεδώνα» που θα πλήξει τόσο την αμερικανική όσο και την Ευρωπαϊκή οικονομία δεδομένης της σύμπραξης με την Κίνα και τις ισχυρές οικονομίες (τα λεγόμενα BRICS). Ήδη, τα πέντε μέλη των BRICS αποφάσισαν επι της ουσίας να προσωρήσουν στην ίδρυση και λειτουργία μιας νέας Παγκόσμιας Τράπεζας και ενός νέου Παγκόσμιου Ταμείου. Κι αυτά φαίνεται πώς είναι μόνο η αρχή…
Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τις κυρώσεις τους εναντίον της Ρωσίας για τον ρόλο της στην κρίση στην Ουκρανία, περιλαμβάνοντας σε αυτές τον ρωσικό πετρελαϊκό όμιλο Rosneft, αλλά και τον αναπληρωτή πρόεδρο της Δούμας.
Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, βάσει των νέων κυρώσεων παγώνουν τα περιουσιακά στοιχεία της Rosneft, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες δεν μπορούν πλέον να έχουν συναλλαγές με τον ρωσικό όμιλό.
Η Ουάσινγκτον περιέλαβε επίσης στις κυρώσεις της την Gazprombank, την τράπεζα του ρωσικού ομίλου φυσικού αερίου Gazprom, τις αυτονομιστικές αρχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, τον αναπληρωτή πρόεδρο της ρωσικής Δούμας, τον υπουργό Κριμαϊκών Υποθέσεων, τον επικεφαλής της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών (FSB) και έναν σύμβουλο του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οι κυρώσεις αυτού του είδους αποσκοπούν στο να δημιουργήσουν πρόβλημα στις σχέσεις του προέδρου Πούτιν με επιχειρηματίες και εξ αυτού πιέσεις για υποχώρηση του Ρώσου Προέδρου στο θέμα της Ουκρανίας.
Στη ρότα των ΗΠΑ κινούνται και οι Ευρωπαίοι οι οποίοι χθες κατά την διάρκεια της έκτακτης Συνόδου Κορυφής συζήτησαν το θέμα της επιβολής νέων κυρώσεων στη Ρωσία. «Συζητήσουμε νέες κυρώσεις γιατί πιστεύουμε ότι η ρωσική συνεισφορά στην ειρήνη στην Ουκρανία δεν είναι επαρκής», σημείωσε η Μέρκελ προσερχόμενη στην Σύνοδο Κορυφής.
Οι Βρυξέλλες αποφάσισαν επίσης να παγώσει η χρηματοδότηση από τους ευρωπαϊκούς φορείς νέων δημόσιων έργων στη Ρωσία και γενικότερα τα σχέδια επενδυτικής συνεργασίας με τη Ρωσία, πλην όσων αφορούν κοινωνικά ζητήματα. Ιδιαίτερη επισήμανση γίνεται στην ανάγκη να αποκλειστούν επενδύσεις στην Κριμαία.
Φαίνεται λοιπόν πώς ένας νέος «ψυχρός πόλεμος» σε επίπεδο οικονομικό μαίνεται και κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα καταλήξει. Η Ελλάδα πάντως έχει διαλέξει στρατόπεδο, με τους κ.κ. Σαμαρά και Βενιζέλου να παραμερίζουν τα εθνικά συμφέροντα και να υπακούουν στις εντολές των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον.
Και αυτό τη στιγμή που ο τουρισμός βασίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό στους Ρώσους τουρίστες, που ξοδεύουν και τα περισσότερα χρήματα, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θέλει να προσελκύσει ρωσικά κεφάλαια για επενδύσεις σε διάφορους τομείς.