Το θέμα της ταπεινώσεως δεν μπορούμε να το περιγράψωμεν, έφ’ όσον δεν μπόρεσαν νά το περιγράψουν κορυφαίοι Πατέρες.
Αλλά αμυδρώς αναφέρομε ελάχιστα ψήγματα, πού να μπορέσουν αυτά τα λίγα να μας βοηθήσουν στον στόχο αυτό.
Ο μοναχός και κατ’επέκταση ο κάθε χριστιανός που θα χάση το νόημα της ταπεινοφροσύνης, αμφιβάλλω αν θα επιτύχη τον σκοπό του.
Τώρα όμως εκείνο το ελάχιστο θα όναφέρωμε, ξεκινώντας από την προσωπικότητα του Δεσπότου μας Χριστού, ο όποιος «κλίνας ουρανούς κατέβη, έκένωσεν εαυτόν και φόρεσε την ήμετέραν φύσιν», όντας «ο λόγος του Θεού», στον όποιον «εδόθη πάσα εξουσία έν ούρανω και επί γής».
Παρ’ όλα όμως αυτά, αρκέστηκε να ονομάζεται «ταπεινός τη καρδία»· οπόταν το «ταπεινός τη καρδία» στην θεοπρεπή μεγαλοσύνη δεν είναι ένα διακοσμητικό επίθετο, αλλά μία οντολογική πραγματικότης, κάτι το όποιο σαφώς δείχνει το τί σημαίνει Θεός και άνθρωπος μαζί. Άρα η ταπείνωση είναι τρόπον τινά η βάση της πραγματικότητος.
Διότι μόνο στην ταπείνωση υπάρχει η αληθινή προσωπικότης, η σταθερότης, η βεβαιότης, η ακινησία, η αλήθεια. Εκεί πού δεν υπάρχει η ταπείνωση, υπάρχει η φοβία και το άβέβαιον. Αυτό πού χαρακτηρίζει κυρίως τον διάβολον, είναι το άταπείνωτο καί, έξ αιτίας αύτού, είναι συνεχώς ταραγμένος, ασταθής και αβέβαιος, συνεχώς δε αμφιβάλλει. Τίποτε δεν κατέχει και για τίποτε δεν μπορεί να όμεριμνήση, πάντοτε φοβάται.
Την ταπείνωση είναι αδύνατον να την περιγράψωμε, διότι τώρα έγινε στολή της θεότητος. Το κέντρο της αγάπης μας, ο Ιησούς μας, την έφόρεσε και μέσω αυτής μας εξεδήλωσε τον χαρακτήρα Του. Λέγοντας το «μάθετε απ’ έμού ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία», είναι σαν να μας χάραξε την μορφή Του εξωτερικά, για να μπορέσωμε στα κτιστά και ταπεινά μας περιθώρια να τον αντιγράψωμε.
Τώρα λοιπόν τί άλλο έχομεν εμείς να κάνωμε; Αφού το κέντρο της αγάπης και της προσπάθειας μας, το κέντρο ολοκλήρου του ενδιαφέροντος μας είναι Αυτός τούτος ο «ταπεινός τη καρδία», άρα δεν είναι πλέον καθήκον σε μας το θέμα της ταπεινοφροσύνης;
Στην ταπεινοφροσύνη δεν επειγόμεθα, όπως στις υπόλοιπες αρετές τις όποιες ασκούμε ανάλογα με την πίεση της αντίστοιχης κακίας, αλλά βαδίζομε προς αυτήν, θέτοντας την ως κύριο στόχο και σκοπό της ζωής μας. Γιατί μέσω αυτής θα ανακτήσωμε και ‘μείς μία προσωπικότητα πού ακριβώς να είναι Ίδια με το πρότυπο μας, το κέντρο του είναι και της αγάπης μας.
Αν λοιπόν ο Ιησούς μας έχει αυτόν τον χαρακτήρα και ‘μείς τον στερούμεθα, τότε θα κριθούμε με το φοβερό εκείνο απειλητικό ρήμα του Παύλου, «άρα νόθοι έστέ και ούχ υιοί».
Όποιος λοιπόν θέλει να απόκτηση τον χαρακτήρα του Πατρός του, ελεύθερα δε να είσέλθη και να γίνη κληρονόμος με αυτόν πού επικαλείται ως Θεό και Πατέρα, πρέπει να έχη πάνω του χαραγμένη ακριβώς αύτού του είδους την μορφή- και όταν τον αντικρύσουν οι Άγγελοι στην ώρα του θανάτου και στην ώρα της κρίσεως και της παλιγγενεσίας, τότε, κρατώντας πάνω του αυτή την μορφή, θα είναι βέβαιος ότι θα είσέλθη ελεύθερα, γιατί έσφραγίσθη και απεδείχθη γνήσιος υιός του Πατρός του.