π. Δημήτριος Μπόκος
Μία διδακτική ιστορία του π. Δημήτριου Μπόκου και το μήνυμα που στέλνει για το Τριώδιο.
Ο λαός του Θεού έχει μόλις διασωθεί από την αιγυπτιακή απειλή, διαβαίνοντας θαυματουργικά την Ερυθρά θάλασσα. Μπροστά του απλώνεται τώρα η απέραντη έρημος. Αρχίζει μια επίπονη πορεία
δύο περίπου μηνών, μέχρι να φτάσουν στο όρος Σινά. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Η πορεία μέσα στην άνυδρη καυτή άμμο είναι πραγματικό μαρτύριο. Περισσότερο για τους γέρους, τα μικρά παιδιά, τις γυναίκες. «Ουαί ταίς εν γαστρί εχούσαις και ταίς θηλαζούσαις…». Οι δυσκολίες τους ταλαιπωρούν αφάνταστα.
Πιο έντονα απ’ όλα αισθάνονται την έλλειψη του νερού. Είναι το πρώτο που κάνει αισθητή την απουσία του μέσα στην καυτή, φονική έρημο. Και τότε αρχίζουν οι γογγυσμοί και τα παράπονα. Εναντίον του Θεού και του πιστού του δούλου Μωυσή.
Αναχωρώντας λοιπόν ο Μωυσής από την Ερυθρά θάλασσα, «ήγαγεν αυτούς εις την έρημον Σούρ». Τρεις ολόκληρες μέρες βάδιζαν μέσα στην έρημο αυτή, χωρίς να βρίσκουν πουθενά νερό. Η δίψα,όταν προστίθεται στην κοπιαστική οδοιπορία, συνθέτει εφιαλτικό σενάριο. Επιτέλους φτάνουν στην τοποθεσία Μερρά, όπου υπήρχε νερό. Μα όταν διψασμένοι έσκυψαν να πιούν, είδαν πως το νερό, γεμάτο από τα νιτρικά άλατα που σε μεγάλες ποσότητες βρίσκονται στην περιοχή του Σινά, ήταν πικρό και δεν πινόταν. Γι’ αυτό και ονόμασαν τον τόπο εκείνο Πικρία.
[irp posts=”331158″ name=”Από το Τριώδιο στην Ανάσταση και την Πεντηκοστή”]
Στις νέες διαμαρτυρίες τους ο Θεός υπέδειξε στον Μωυσή να ρίξει στο νερό ένα κλαδί από κάποιο δέντρο και το νερό γλύκανε, έγινε πόσιμο. Στη συνέχεια τους οδήγησε στην Αιλείμ, δέκα χιλιόμετρα νοτιότερα της Μερράς, όπου στρατοπέδευσαν για αρκετές μέρες και ξεκουράστηκαν. Γιατί η Αιλείμ ήταν μια δροσερή όαση εν μέσω της ερήμου. Δώδεκα κρυστάλλινες πηγές και εβδομήντα θαλεροί φοίνικες χάριζαν την πολύτιμη δροσιά τους στους καταπονημένους οδοιπόρους (Εξ. 15, 22-27).
Με αυτά και άλλα πολλά ο Θεός έδειξε ότι δεν εγκαταλείπει ποτέ τον λαό του. Έχει την έγνοια του και το σχέδιό του γι’ αυτόν. Ενεργεί όμως με τον τρόπο του. Όχι όπως σκέφτονται και θέλουν οι
άνθρωποι. Φροντίζει για όλα, αλλά θέτοντας συνεχώς υπό δοκιμασία την πίστη τους απέναντί του. Δεν τους καλομαθαίνει με το κουταλάκι στο στόμα. Τους εκπαιδεύει να αγωνίζονται, να υπομένουν, να έχουν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του, να υπακούουν στις εντολές του. Δεν το κάνει αυτό, επειδή του αρέσει να τους ταλαιπωρεί. Αλλά για να προοδεύουν, να γυμνάζονται πνευματικά, να αναπτύσσουν στο έπακρο όσες ικανότητες τους έχει δώσει. Ο δάσκαλος που δεν αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες του μαθητή, τον ζημιώνει. Είναι κακός δάσκαλος. Και ο προπονητής κάνει καλά τη δουλειά του, όταν «ταλαιπωρεί» με σκληρή προπόνηση τον αθλητή του, αντί να τον αφήνει να τεμπελιάζει.
«Εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» πορευόμαστε όλοι οι άνθρωποι, αναζητώντας με αγωνία μιάν όαση. Τα χρόνια της ζωής μας μοιάζουν συνήθως με πορεία στην καυτή άμμο. «Το πλείον αυτών κόπος και πόνος» (Ψαλμ. 89, 10). Όμως ο Θεός δεν θέλησε να είναι άχαρος μόνο ο βίος μας και ανεόρταστος, μια «μακρά οδός απανδόκευτος», χωρίς πανδοχείο (Δημόκριτος). Σκόρπισε και οάσεις δροσερές, αναζωογονητικά νάματα μέσα στις άνυδρες ερήμους της ζωής μας.
Μια τέτοια υπέροχη όαση μέσα στην κόπωση του χρόνου είναι και το κατανυκτικό Τριώδιο. Έρχεται να αναζωογονήσει τον φλογισμένο απ’ την κακία οδοιπόρο, τον «πεφορτισμένο» από την αμαρτία άνθρωπο. Είναι η χρονική περίοδος που μας αναψύχει από τον κόπο όλου του χρόνου. Που ευλογεί και αγιάζει το υπόλοιπο έτος.
Και στην αρχή μεν φαίνεται λίγο πικρή, με τη νηστεία και τον αγώνα κατά των παθών που απαιτεί. Όμως γρήγορα με την ευλογία του Σταυρού γλυκαίνει, όπως τα ύδατα της Μερράς, και γίνεται η άσκηση τρυφή και ευχαρίστηση. Και η πορεία μας γίνεται όντως σταυροαναστάσιμη. Ο σταυρός μας εκβάλλει στην πανευφρόσυνη Ανάσταση, που σαν άλλη πνευματική όαση Αιλείμ, δροσίζει και χαρίζει νέα ζωή σε όσους σκύβουν να πιουν από το νάμα της ζωοδόχου πηγής της.
Στην πνευματική όαση του Τριωδίου, του Σταυρού και της Ανάστασης, ας φέρουμε κι εμείς τα διψασμένα χείλη μας να δροσιστούν, γιατί είναι «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον»
(Ιω. 4, 14).