Ένας αγρότης είχε κάποια κουτάβια που τα πουλούσε. Έφτιαξε μια πινακίδα και την έβαλε στο φράχτη της αυλής του.
Καθώς χτυπούσε το τελευταίο καρφί, για να τη στερεώσει, ένιωσε κάποιο χέρι να του τραβάει τη φόρμα. Γύρισε και είδε ένα μικρό αγόρι.
«Κύριε, θέλω να αγοράσω ένα από τα κουτάβια σας» του είπε.
«Λοιπόν, είπε ο αγρότης, σκουπίζοντας με την παλάμη του τον ιδρώτα από το μέτωπό του, τα κουτάβια είναι από καλή ράτσα και κοστίζουν πολλά χρήματα».
[irp posts=”326668″ name=”Το μυστικό της συμβίωσης”]
Το αγόρι έσκυψε το κεφάλι για μια στιγμή. Στη συνέχεια έβαλε το χέρι του βαθιά στη τσέπη του και έβγαλε μια χούφτα κέρματα. Τα έδωσε στον γεωργό.
«Φτάνουν αυτά;» είπε.
Ο γεωργός δε μίλησε.
Έβαλε τη σφυρίχτρα στο στόμα, σφύριξε όπως ήξερε και ύστερα φώναξε:
«Έλα εδώ, Ντόλη.»
Από το σκυλόσπιτο ξεπρόβαλε η Ντόλη με τα τέσσερα κουταβάκια που έτρεχαν παιχνιδιάρικα ξοπίσω της. Σε απόσταση, ακολουθούσε ένα πέμπτο που με πολύ δυσκολία κατάφερνε να βαδίζει. Ο μικρός παρακολουθούσε με πολλή προσοχή τη σκηνή.
«Θέλω εκείνο», είπε το μικρό αγόρι, δείχνοντας το τελευταίο κουτάβι.
Ο αγρότης γονάτισε δίπλα του και του είπε:
«Αγοράκι μου, όχι αυτό. Αυτό ποτέ δεν θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου, όπως τα άλλα κουτάβια!»
Ο μικρός, χωρίς να πει λέξη, ανασήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του και φάνηκαν δυο λάμες που στήριζαν το πόδι του και κατέληγαν στο ειδικό παπούτσι που φορούσε. Κοίταξε στα μάτια τον αγρότη και του είπε:
«Βλέπετε, κύριε, και ’γω δεν τρέχω πολύ καλά και χρειάζομαι κάποιον που να με καταλαβαίνει».
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του γεωργού.
«Μικρέ μου, είναι δικό σου» και το ’βαλε στην αγκαλιά του μαζί με τα κέρματα. « Η αγάπη δεν αγοράζεται!» συμπλήρωσε.