Ένα ισχυρό άπλετο φως πλημμύρισε το δωμάτιό μου.
Ο Παππούλης προσευχόταν πολύ. Και ήθελε και τα δικά του πνευματικά παιδιά να κάνουν το ίδιο. Ιδιαίτερα σε μένα ήθελε, με κάθε τρόπο, να με πείσει να το κάνω.
Γι’ αυτό συνεχώς μου μιλούσε για τη δύναμη της προσευχής.
Προσευχή, παιδί μου, Ανάργυρε, έλεγε, σημαίνει συνομιλία με τον ίδιο το Θεό, που είναι ο Πλάστης, είναι ο Δημιουργός του σύμπαντος! Είναι Εκείνος που έπλασε τον ίδιο τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του.
Είναι Εκείνος που έφτιαξε αυτά που βλέπουμε, αλλά και εκείνα που δε βλέπουμε με τα ανθρώπινα μάτια μας. Τέλος, είναι Εκείνος που δεν αρνιέται ποτέ να συνομιλεί μαζί μας, αρκεί να Του το ζητήσουμε εμείς, όποτε θέλουμε και όσες φορές θέλουμε. Δεν πρόκειται ποτέ να μας πει όχι.
Αντίθετα, είναι πάντα πρόθυμος να μας ακούσει με προσοχή και με μεγάλη αγάπη, όπως κάνει κάθε καλός πατέρας, όταν το ζητά το παιδί του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να μας δώσει ό,τι του ζητήσουμε, αρκεί να είναι, αυτό που ζητάμε προς το συμφέρον της ψυχής μας.
Αλήθεια, αναλογίστηκες ποτέ, παιδί μου, να συνομιλήσεις, έστω και μια φορά, με κάποιον από τους σημερινούς άρχοντες της πατρίδας μας και να έγινε η επιθυμία σου; Αν όχι, σου συνιστώ να το τολμήσεις. Θα διαπιστώσεις ότι η επιθυμία σου θα παραμείνει απλώς επιθυμία.
Ουδέποτε θα δεχθούν να μιλήσουν μαζί σου. Το πολύ πολύ να σε παραπέμψουν σε κανένα παρακατιανό, για να σε ξεφορτωθούν…
Αντίθετα, ο Κύριός μας, που είναι ο Βασιλεύς των βασιλέων, δεν πρόκειται ποτέ να σε παραπέμψει σε κανέναν και δεν πρόκειται ποτέ να αρνηθεί να συνομιλήσει μαζί σου δια της προσευχής, και πρόσθεσε:
Τα καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω και γιατί σου τα λέω;
– Ασφαλώς ναι, Παππούλη μου, του απάντησα.
– Και όμως, εμένα κάτι μου λέει πως δε θέλεις να τα καταλάβεις. Γιατί, εάν τα καταλάβαινες, θα έκανες πιο πολλή προσευχή.
– Μα προσεύχεσθε εσείς για μένα, πρόσθεσα.
– Και όταν τρώγω εγώ, χορταίνεις εσύ; με ρώτησε! Οπότε με αφόπλισε τελείως!
– Άκουσε, Ανάργυρε, μου λέει. Θα σου κάνω μια πρόταση, αλλά θέλω εξ αρχής να μου υποσχεθείς ότι θα τη δεχθείς και θα την τηρήσεις.
– Σας το υπόσχομαι, Παππούλη. Είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι μου πείτε.
– Ε! τότε σου προτείνω να προσευχόμεθα την ίδια ώρα ακριβώς, και οι δυο μαζί. Κι ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλον.
Συμφωνήσαμε και υποσχεθήκαμε.
Καθορίσαμε, μάλιστα, και την ώρα της προσευχής. Ήταν η 10 μ.μ. Ο Παππούλης, όπως μου εξήγησε, πίστευε πάρα πολύ σ’ αυτό το είδος της προσευχής.
Τα αποτελέσματα, μου έλεγε, της κοινής προσευχής είναι καταπληκτικά.
Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου. Θέλω, όμως, ακριβώς στις 10 μ.μ. να είσαι πιστός στο ραντεβού μας. Να μην παραλείψεις ούτε μία φορά να τηρήσεις την υπόσχεσή σου. Κι εγώ θα κάνω το ίδιο.
Προχωρώντας με τον Παππούλη, φθάσαμε στην αφετηρία των λεωφορείων του Πολυγώνου. Αυτή τη φορά δε με άφησε να τον ακολουθήσω μέχρι το σπίτι του, όπως συνήθως έκανα. Όχι, μου λέει, δε θα έρθεις μαζί μου. Θα πας σπίτι σου.
Προ ολίγου υποσχεθήκαμε κάτι. Πρέπει να αρχίσουμε αμέσως. Από απόψε. Το γοργόν και χάριν έχει. Υπάκουσα. Ο Παππούλης επιβιβάσθηκε στο λεωφορείο και εγώ περίμενα την αναχώρησή του. Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο, θυμάμαι καλά, μου κτύπησε το τζάμι και μου είπε: Στις 10 ακριβώς!
Νομίζω πως αυτή τη στιγμή βλέπω τη μορφή του και ακούω τη φωνή του! Το πρόσωπό του έλαμπε και έμοιαζε με αγγελικό! Ήταν, βέβαια, και κατά τριάντα χρόνια νεότερος. Στην πιο δημιουργική ηλικία.
Περίμενα στην αφετηρία μέχρι τη στιγμή, που το λεωφορείο χάθηκε μέσα στο χάος της απέραντης Αθήνας, κουβαλώντας μαζί του και έναν άγνωστο, μέχρι τότε, Άγιο της Εκκλησίας του Δεσπότου Χριστού, και αμέσως μετά έφυγα τροχάδην για το σπίτι μου, προκειμένου να είμαι απόλυτα συνεπής στο ραντεβού της προσευχής.
Πράγματι! Στις 10 μ.μ. κλείστηκα στο δωμάτιό μου και άρχισα να προσεύχομαι.
Όμως, από το πρώτο κιόλας λεπτό, άρχισαν να διαπερνούν το σώμα μου έντονα ρεύματα, που άρχιζαν από τα κάτω άκρα και έφθαναν μέχρι την κεφαλή μου και τ’ ανάπαλιν (!), ενώ ένα ισχυρό άπλετο φως ποημύρισε όλο το δωμάτιό μου και μου έδινε την εντύπωση ότι βρισκόμουν μέσα σε φλόγες, οι οποίες όμως δε με έκαιγαν!
Στην αρχή τρόμαξα πολύ, και λίγο έλειψε να καταληφθώ από πανικό! Αμέσως, όμως, συνειδητοποίησα, ότι όλα αυτά τα φαινόμενα απέρρεαν από τη δύναμη της προσευχής του Παππούλη και όχι μόνο ηρέμησα, αλλά καταλήφθηκα από μία πρωτοφανή αγαλλίαση, που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν πατούσα καθόλου στη γη!
Όλα αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της προσευχής. Την άλλη ημέρα, η πρώτη μου δουλειά ήταν να επικοινωνήσω με τον Παππούλη. Ήμουν αποφασισμένος να μην του πω τίποτε. Ήθελα πρώτα να μιλήσει ο Παππούλης.
Έτσι και έγινε. Μόλις ζήτησα την ευχή του, ο Παππούλης, με ιδιαίτερη ικανοποίηση και τρανταχτά γέλια, μου είπε:
“Τρόμαξες ε! Και λίγο έλειψε να το βάλεις στα πόδια… Όμως εγώ σε έβλεπα μέσα σε έντονο φως, που πλημμύριζε όλο το δωμάτιό σου και εσύ περιχαρής ανέβαινες, ανέβαινες σαν να ήθελες να φθάσεις στο θρόνο του Κυρίου! Βλέπεις τι δύναμη έχει αυτού το είδους η προσευχή; Συνέχισε και θα με θυμηθείς”.
Πράγματι! Τον θυμάμαι. Και θα τον θυμάμαι όχι μόνο σ’ αυτή, αλλά και στην άλλη ζωή. Γιατί τα φαινόμενα αυτά, προϊόντος του χρόνου, έγιναν τόσο έντονα, ώστε να μη μπορώ να τα περιγράψω!
Μακάρι να προσεύχεται και τώρα μαζί μου. Δε θα ήθελα τίποτε άλλο. Γένοιτο!
Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το βιβλίο του Ανάργυρου Καλλιάτσου “Ο Πατήρ Πορφύριος, ο Διορατικός, ο Προορατικός, ο Ιαματικός”, έκδοση 5η, σελ. 38-41