Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΠΩΣ ΕΣΩΣΕ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ.ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΓΙΝΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ.
«Τά χρόνια μετά τόν πόλεμο ήταν πολύ δύσκολα κι οι άνθρωποι αγωνίζονταν γιά νά ζήσουν. Εγώ, όπως σάς είπα, τήν εποχή εκείνη ήμουν στήν Πολυκλινική. Πολλά περιστατικά θυμάμαι απ’ τά χρόνια εκείνα. Ακούστε ένα από αυτά.
Η Έφη ήταν δεκαοκτώ χρονών κι έμενε τό καλοκαίρι μέ τούς γονείς της καί τόν αδελφό της στό Μπογιάτι. Είχαν περιβόλι μέ κηπευτικά καί τά πουλούσαν. Ένα βράδυ η μητέρα τής Έφης τήν έστειλε σ’ ένα μαγαζάκι εκεί κοντά, ν’ αγοράσει πετρέλαιο γιά τή λάμπα. Σημειώστε ότι δέν είχαν τότε ρεύμα. Επιστρέφοντας πρός τό σπίτι, η Εφη συναντάει στό δρόμο ένα αγόρι, συμμαθητή της.
Μιλούσαν γιά τά μαθήματα. Τό σημείο, όμως, πού είχαν σταματήσει βρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Τή στιγμή εκείνη πέρασε ο αδελφός τής Έφης καί τούς είδε νά κουβεντιάζουν. Τό παρεξήγησε, γιατί πίστεψε ότι πονηρά κουβεντιάζουν καί τό είπε στή μητέρα τους.
-Η Έφη μάς ντροπιάζει, είπε, κουβεντιάζει στό δρόμο μ’ ένα αγόρι.
Όταν έφτασε στό σπίτι η Έφη, η μητέρα της τή μάλωσε πολύ καί τήν έδειρε. Τότε οι αρχές ήταν πολύ αυστηρές. Η Έφη πικράθηκε πολύ. Επαναστάτησε γιά τήν αδικία καί τήν καχυποψία τού αδελφού της.
Τήν άλλη μέρα γύρισε στό σπίτι ο πατέρας, πού έλειπε. Εκείνος τής φέρθηκε διαφορετικά, δηλαδή μέ κατανόηση καί καλό τρόπο.
-Εγώ, δέν τά πιστεύω αυτά, τής λέει. Έλα, πάμε νά ποτίσουμε τό περιβόλι. Εσύ θά κάθεσαι καί όπου βλέπεις πώς ποτίζεται μιά βραγιά θά μού λές νά γυρίζω τό νερό σ’ άλλη βραγιά.
Έτσι έγινε. Η Έφη, όμως, δέν είχε κοιμηθεί καθόλου τήν προηγούμενη νύχτα. Η στενοχώρια καί η αδικία τήν πνίγανε. Απελπίστηκε κι αποφάσισε νά θέσει τέρμα στή ζωή της. Τήν ώρα, λοιπόν, πού ξεκινούσαν μέ τόν πατέρα της γιά τό περιβόλι έκανε ένα σχέδιο. Νά πάρει ένα γεωργικό φάρμακο καί τό βραδάκι, μετά τό πότισμα, κρυφά νά τό πιεί καί νά πεθάνει. Σκεφτόταν: «Νά δώ τότε, θά μέ αγαπούν;» Πήρε λοιπόν τό φάρμακο, τό έβαλε στήν τσέπη της καί περίμενε νά βραδιάσει γιά νά τό πάρει. Δέν άργησε νά έλθει η δύσκολη ώρα. Ο πατέρας αμέριμνος τής λέει:
-Πήγαινε στήν άκρη τού περιβολιού νά κλείσεις τό νερό.
Πήγε γρήγορα. Ήταν αθέατη. Κανείς δέν υπήρχε γύρω της. Ο πατέρας αρκετά μέτρα μακριά κι εκείνη τρέχοντας έβαλε τό χέρι στήν τσέπη. Εκείνη ακριβώς τή στιγμή ακούει βήματα. Δέν πρόλαβε νά κουνηθεί κι εμφανίζεται μπροστά της κάποιος άγνωστος ιερέας. Τήν χαιρετάει καί τής λέει:
-Εφη μου, ξέρεις πόσο ωραίος είναι ο Παράδεισος! Φώς, χαρά, αγαλλίαση. Ο Χριστός είναι όλος φώς καί σκορπάει τή χαρά καί τήν αγαλλίαση σέ όλους. Μάς περιμένει στήν άλλη ζωή, γιά νά μάς χαρίσει τόν παράδεισο. ῾Υπάρχει όμως κι η κόλαση, πού είναι όλο σκοτάδι, λύπη, στενοχώρια, αγωνία, κατάθλιψη. Αν πάρεις αυτό πού έχεις στήν τσέπη σου, θά πάς στήν κόλαση. Πέταξέ το, λοιπόν, γιά νά μήν χάσουμε τήν ομορφιά τού Παραδείσου.
Η Έφη τά έχασε στήν αρχή, αλλά μετά από λίγο λέει στόν ιερέα, αφού, χωρίς νά τό καταλάβει, είχε πετάξει τό φάρμακο:
-Περιμένετε νά φωνάξω καί τόν πατέρα μου νά σάς δεί.
Τρέχει μές στό περιβόλι. Χάθηκε περνώντας τίς ψηλές καλαμποκιές, γιά νά βρεί τόν πατέρα της. Τόν ηύρε καί τού λέει:
-Πατέρα, έλα γρήγορα νά δείς έναν ιερέα, πού ήλθε στήν άκρη τού περιβολιού μας.
Όταν, όμως, φτάσανε στό σημείο πού έπρεπε νά περιμένει ο ιερέας, δέν υπήρχε κανείς εκεί.
Γιά πολύ καιρό η Έφη δέν μπορούσε νά εξηγήσει όλα όσα τής συνέβησαν εκείνο τό βράδυ. Δέν μπορούσε νά εξηγήσει τήν εξαφάνιση τού ιερέα. Επιθυμούσε νά τόν ξαναβρεί. Τής είχε σώσει τή ζωή.
Εν τώ μεταξύ, κάθε χειμώνα κατέβαιναν στήν Αθήνα όλη η οικογένεια. Η Έφη πήγαινε πολλές φορές στή νονά της, πού ήταν πολύ θρήσκα, κι έμενε μεγάλο διάστημα κοντά της. Η νονά της συνήθιζε νά δέχεται στό σπίτι της καί νά φιλοξενεί θεολόγους, ιερείς, μοναχούς. Κάποια φορά, λοιπόν, πού η Έφη πήγε στή νονά της, στό σαλόνι είχε μιά επίσκεψη. Η Έφη δέν γνώριζε ποιός ήταν. Η νονά σέ μιά στιγμή έρχεται στήν κουζίνα καί λέει τής Έφης:
-Έφη, ετοίμασε γλυκό καί καφέ καί φέρτα στό σαλόνι γιά τόν επισκέπτη.
Η Έφη τά ετοίμασε. Καθυστέρησε, όμως, λίγο καί τήν ώρα πού τά πήγαινε, η νονά τήν πρόλαβε. Τής λέει λοιπόν:
-Όχι αυτό τό δίσκο. Βάλε τόν ασημένιο, γιατί η επίσκεψη είναι επίσημη.
Γύρισε η Έφη στήν κουζίνα, άλλαξε τό δίσκο καί τόν πήγε στό σαλόνι. Αλλά τί νά δεί! Πήγε νά τής πέσει ο δίσκος απ’ τά χέρια. Βλέπει μπροστά της τόν ιερέα πού είχε εμφανιστεί εκείνο τό δύσκολο γι’ αυτήν βράδυ στό περιβόλι τους.
-Είμαι ο πατήρ Πορφύριος, τής λέω χαμογελώντας.
Έτσι γνωριστήκαμε μέ τήν Έφη κι από τότε έχουμε μεγάλη φιλία. Έκανε οικογένεια μέ πολλά παιδιά. Τήν ευλόγησε ο Θεός. Βλέπετε τί τρόπους μπορεί νά μεταχειριστεί ο Θεός, όταν θέλει νά σώσει έναν άνθρωπο»;
Πηγή:Βιβλίο΄΄Βιος και λόγος΄΄
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου