Όταν ο Θεός δεν μας δίνει κάτι, που επίμονα του ζητούμε, τότε δύο πράγματα μπορούν να συμβαίνουν: Ή δεν μας το δίνει για το καλό μας, ή εμείς δεν ξέρουμε πως και πότε να του το ζητήσουμε, χωρίς να αποκλείεται να συμβαίνουν και τα δύο μαζί.
Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το γιατί. Καί τούτο, διότι είναι ανεξερεύνητες οι βουλές του Κυρίου! Γι’ αυτό σιωπώ.
Γιά την δεύτερη, όμως, περίπτωση, θα μπορούσα να σού πω πάρα πολλά. Πρώτα-πρώτα, όταν ζητάμε κάτι από τον Θεό δεν πρέπει να στυλώνουμε τα πόδια μας και να του λέμε: Τώρα θέλω αυτό. Διότι, κάτι τέτοιο, δεν είναι μόνον απαράδεκτον, αλλά αποτελεί και μεγάλη ασέβεια προς τον Δημιουργό μας. Ποιός είσαι εσύ, ή αν θέλεις, ποιός είμαι εγώ, που μπορώ να ζητήσω απαιτητικά κάτι από τον Θεό μας και μάλιστα να του προσδιορίσω και τον χρόνο χορηγήσεώς του;
– Μα, Παππούλη μου, εγώ ούτε απαιτητικά το ζήτησα, ούτε χρονικά όρια έθεσα. Αυτό το γνωρίζετε πολύ καλά. Γιατί το θέμα μου χρονίζει…
– Άκριβώς αυτό σού εξηγώ και εγώ.Την αίτία που χρονίζει. Όταν ζητάμε κάτι από τον Θεό, το ζητάμε παρακλητικά και ευγενικά, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Εάν δούμε, ότι ο Θεός μας το αρνείται τότε σταματούμε και εμείς να τον ενοχλούμε. Διότι, όσο επιζητούμε κάτι, τόσο απομακρύνεται. Γι’ αυτό παύουμε να το ζητάμε. Καί όταν πλέον, εμείς θα το έχουμε ξεχάσει, αυτό θα έλθει, χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί ο Θεός δεν ξεχνά. Έλαβε το μήνυμά μας! Το συγκρατεί και όταν εκείνος κρίνει, ότι επέστη ο καιρός, μας το χορηγεί! Γι’αυτό, δεν πρέπει να επιμένουμε στον Θεό, ντε και καλά, να μας κάνει αυτό που θέλουμε εμείς και μάλιστα, όποτε εμείς το θέλουμε. Η επιμονή σε αυτές τις περιπτώσεις αντενδείκνυται. Γιατί κάνει κακό, αντί για καλό. Καί όταν μάλιστα η επιμονή είναι έντονη και προέρχεται από άτομο ανυποχώρητο, όπως λ.χ. είσαι εσύ, τότε, μόνο καλό δεν φέρνει. Γενικά, παιδί μου, θέλω να καταλάβεις, ότι δεν πρέπει να επιμένουμε να αλλάξουμε την θέληση του Θεού, γιατί έτσι μας αρέσει εμάς και μάλιστα, όποτε θέλουμε εμείς αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου, όταν θέλουμε κάτι να αποκτήσουμε, δεν πρέπει να το κυνηγάμε, αλλά να το αφήνουμε στη θέληση του Θεού. Διαφορετικά, όσο κυνηγάμε κάτι, τόσο απομακρύνεται! Αυτό το κάτι, να το παρομοιάσεις με την σκιά σου. Όσο και να τρέξεις, δεν πρόκειται να την πιάσεις ποτέ. Γιατί όσο τρέχεις εσύ, τρέχει και αυτή! Τα κατάλαβες, παιδί μου, αυτά που σού είπα, για την επιμονή;
-Τα κατάλαβα, Παππούλη, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω…
-Ε, τότε θα σού πω ένα απλό παράδειγμα και θα δείς πως θα συμφωνήσεις μαζί μου .Εάν πάρουμε ένα μεγάλο μπουκάλι, του οποίου το στόμιο να έχει τόσο άνοιγμα, όσο να χωράει να μπεί μέσα το χέρι σου και επομένως και να βγεί και αφού βάλεις μέσα στο μπουκάλι το χέρι σου το κλείσεις γροθιά και προσπαθήσεις να τα βγάλεις, θα διαπιστώσεις, ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, όσο και εάν επιμένεις. Μπορείς να επιμένεις μέρες, μήνες, χρόνια χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Μόλις, όμως αφήσεις το χέρι σου ελεύθερο, πάψεις, δηλαδή, να το σφίγγεις σε πηγμή (μπουνιά),αυτό θα βγεί με την ίδια ευκολία που μπήκε! Το ίδιο, ακριβώς συμβαίνει και με το πρόβλημά σου. Όσο επιμένεις να έλθει η λύση του, τόσο αυτή απομακρύνεται. Καί να με θυμάσαι. Εάν θέλεις, να επιτύχεις την επίλυση του προβλήματός σου, σταμάτα να επιμένεις. Ο Θεός γνωρίζει το πρόβλημά σου. Εσύ έκανες την αίτησή σου. Εκείνος θα αποφασίσει. Περίμενε την απάντησή του με ηρεμία και πίστη. Εάν ενεργήσεις έτσι, θα έχεις θετικό αποτέλεσμα. Εάν εξακολουθείς να επιμένεις, με τον τρόπο που εσύ επιμένεις, τότε θα έχεις το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε συμβουλεύω, να πάψεις να ασχολείσαι με το πρόβλημά σου, εάν θέλεις να ασχοληθεί με αυτό ο Θεός!
-Καί το «κρούετε και ανοιγήσεται και αιτήτε και δοθήσεται» τι γίνεται Παππούλη; Δεν ισχύει για την περίπτωσή μου; Εάν πάψω να χτυπώ την πόρτα του Θεού, πως θα μου την ανοίξει; Καί εάν, πάλι, πάψω να του το ζητώ, πως θα μου το δώσει;
-Εξαρτάται πως θα χτυπήσεις μία πόρτα, για να σού ανοίξει και εξαρτάται, πάλι, πως θα ζητήσεις κάτι για να σού δοθεί. Εάν π.χ. τολμήσεις να χτυπήσεις μία πόρτα με τρόπο αναιδή και απειλητικό, να είσαι βέβαιος, πως η πόρτα αυτή δεν θα σού ανοίξει ποτέ! Αλλά και εάν σού ανοίξει, να μην περιμένεις να δεχθείς την φιλοξενία του ιδιοκτήτη, αλλά το ξυλοφόρτωμα! Αντιθέτως, εάν χτυπήσεις την πόρτα ευγενικά και παρακλητικά, αυτή θα σού ανοίξει διάπλατα και ο οικοδεσπότης θα σού παράσχει κάθε είδους φιλοξενία! Το ίδιο, ακριβώς, θα συμβεί και στην περίπτωση, που θα ζητήσεις κάτι, από κάποιον. Εάν το ζητήσεις με αναίδεια και απειλή, δεν θα το λάβεις ποτέ! Ενώ, εάν το ζητήσεις με ευγένεια και παρακλητικά, θα το λάβεις αμέσως. Κατά μείζονα λόγο αυτά ισχύουν για τον Θεό, ο Οποίος ούτε πιέσεις, ούτε αναίδειες και πολύ περισσότερο, ούτε απειλές δέχεται από κανέναν. Αλοίμονον, εάν συνέβαινε το αντίθετο. Βλέπεις, λοιπόν, ότι δεν φθάνει μόνο να χτυπάμε την πόρτα του Θεού, αλλά να ξέρουμε και τον τρόπο, πως να την χτυπάμε, εάν θέλουμε κάποτε να μας ανοίξει. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ζητάμε κάτι από τον Θεό. Καί σ’ αυτή την περίπτωση, εκείνο που μετράει δεν είναι ο αριθμός των αιτήσεων, αλλά ο τρόπος υποβολής τους».