Να ξέρετε, η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ, ακόμη και η αγανάκτησή τους. Και να μην το καταρασθή ο γονιός το παιδί, αλλά μόνο να αγανακτήση μαζί του, το παιδί δεν βλέπει άσπρη μέρα, η ζωή του είναι όλο βάσανα.
Ταλαιπωρείται πολύ σ’ αυτήν την ζωή. Φυσικά, στην άλλη ζωή ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει εδώ μερικά. Γίνεται αυτό που λέει ο Αββάς Ισαάκ: “Τρώει την κόλαση” (3), λιγοστεύει δηλαδή την κόλαση με τις ταλαιπωρίες εδώ, σ’ αυτήν την ζωή. Γιατί ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή τρώει την κόλαση. Δηλαδή, όταν λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, αφαιρείται λίγο από την κόλαση, από τα βάσανα.
Αλλά και οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους στον “έξω απ’ εδώ”, τα τάζουν στον διάβολο και έχει δικαιώματα μετά ο διάβολος. “Μου τό’ ταξες”, σου λέει.
Ήταν ένα ανδρόγυνο στα Φάρασα (4). Αυτοί είχαν ένα παιδάκι που έκλαιγε, και ο πατέρας συνέχεια το έστελνε στον “έξω απ’ εδώ”. Και να, τι έγινεΕπέτρεψε ο Θεός και, όταν το έστελνε στον “έξω απ’ εδώ”, εξαφανιζόταν το παιδί από την κούνια. Η φουκαριάρα η μάνα πήγαινε μετά στον Χατζεφεντή (5). “Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, το παιδί το πήραν οι δαίμονες”. Πήγαινε ο Χατζεφεντής, διάβαζε ευχές στην κούνια, επέστρεφε το παιδί. Αυτή η δουλειά γινόταν συνέχεια. Η καημένη έλεγε: “Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, πού θα πάη αυτό;” “Εγώ δεν κουράζομαι να έρχωμαι, της έλεγε, εσύ κουράζεσαι να έρχεσαι να με φωνάζης; Θα κουρασθή ο διάβολος και θα σου αφήση”. Από τότε δεν εξαφανιζόταν το παιδί. Όταν μεγάλωσε μετά, το έλεγαν “υπόδειγμα του διαβόλου”. Ανακάτευε όλο το χωριό, άνω-κάτω τους έκανε. Τι τραβούσε ο πατέρας μου (6)! Πήγαινε στον έναν και έλεγε: “Ο τάδε είπε αυτό για σένα”. Πήγαινε στον άλλο, έλεγε τα ίδια. Μετά πιάνονταν ο ένας με τον άλλον, χτυπιόνταν. Όταν το καταλάβαιναν, πήγαιναν σ’ αυτόν να τον πιάσουν, να τον λιντσάρουν. Αυτός τους κατάφερνε όμως να του ζητάνε και συγγνώμη! Τόσο διαβολεμένος ήταν! Υπόδειγμα του διαβόλου! Οικονόμησε ο Θεός να δουν και στην συνέχεια οι άλλοι το αποτέλεσμα, για να βάλουν μυαλό, να φρενάρουν τον εαυτό τους και να είναι πολύ προσεκτικοί, τώρα αυτόν πώς θα τον κρίνη ο Θεός, είναι άλλο θέμα. Φυσικά, έχει πολλά ελαφρυντικά.
Η μεγαλύτερη περιουσία για τον κόσμο είναι η ευχή των γονέων.
Όπως και στην μοναχική ζωή η μεγαλύτερη ευλογία είναι να πάρης την ευχή του Γέροντά σου. Γι’ αυτό λένε: “Να πάρης την ευχή των γονέων”.
Μια μάνα, θυμάμαι, είχε τέσσερα παιδιά και έκλαιγε η καημένη: “Θα πεθάνω με τον καημό, μου έλεγε, δεν παντρεύτηκε κανένα παιδί. Κάνε προσευχή”. Χήρα γυναίκα εκείνη, ορφανά αυτά, τους πόνεσα. Κάνω προσευχή, κάνω προσευχή, τίποτε. Λέω, “κάτι συμβαίνει εδώ”. “Μας έχουν κάνει μάγια”, έλεγαν τα παιδιά. “Δεν είναι μάγια, φαίνεται αυτό, όταν είναι από μάγια. Μήπως σας καταριόταν η μάνα σας;” τα ρωτάω. “Ναι, Πάτερ, μου λένε, η μητέρα μας, όταν ήμασταν μικρά, επειδή ήμασταν πολύ ζωηρά, μας έλεγε συνέχεια από το πρωί μέχρι το βράδυ: “Κούτσουρα να μείνετε, κούτσουρα να μείνετε””. “Πάτε να τραντάξετε την μάνα σας, τα λέω, και να της πήτε να μετανοήση, να εξομολογηθή και από ‘δω και πέρα να σας δίνει ευχές συνέχεια”. Μέσα σε ενάμισι χονο παντρεύτηκαν και τα τέσσερα. Εκείνη η καημένη ήταν χήρα γυναίκα, ήταν, φαίνεται, και στενόκαρδη, και εκείνα ζωηρά, την έσκαγαν, και έτσι τα καταριόταν.
– Αν οι γονείς καταρασθούν τα παιδιά και μετά πεθάνουν, πώς θα απαλλαγούν τα παιδιά από την κατάρα;
– Αν ψάξουν τα παιδιά στον εαυτό τους, θα βρουν ότι, για να τα καταρασθούν οι γονείς τους, φαίνεται θα ήταν παλαβά και θα τους βασάνιζαν. Οπότε, αν συναισθανθούν το σφάλμα τους και μετανοήσουν ειλικρινά και εξομολογηθούν, τακτοποιούνται. Και αν τα παιδιά κάνουν πνευματική προκοπή, θα βοηθηθούν και οι γονείς.
– Γέροντα, και εμένα, όταν έφευγα για το Μοναστήρι, οι γονείς μου με καταριόνταν.
– Αυτές είναι οι μόνες κατάρες που γίνονται ευχή.
3) Βλ. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΝΕ’, έκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 219
4) Το Κεφαλοχώρι έξι ελληνικών χωριών στην περιοχή της Καισαρείας της Καππαδοκίας, πατρίδα του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου και του Γέροντα.
5) Έτσι αποκαλούσαν οι Φαρασιώτες τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη.
6) Ο πατέρας του Γέροντα ήταν πρόεδρος του χωριού