ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ – «Πηγα και επισκεφθηκα ενα μοναχο γείτονα μου. Δεν τον ειχα επισκεφθη καθολου. Ηταν καλος μοναχος και ασκητικος.
Μου ειπε: –Ειμαι γεροντακι, οπου να ‘ναι θα πεθανω και δεν εχω κανει τιποτε στην ζωη μου. Ολοι οι ανθρωποι κατι κανουν στην ζωη τους. Οταν θα παρουσιασθούν στον Θεο, κατι θα εχουν. Εγω ομως δεν εχω τιποτε. Ενω ελεγε αυτα, τα δακρυα ετρεχαν απο τα ματια του
–Ε, ολα οσα κανουμε, του απαντησα, τα κανουμε για να καταληξουμε σ’ αυτο το συμπερασμα, σ’ αυτο το τιποτε. Οση ασκηση και αν κατορθωσουμε, σ’ αυτο το τελος πρεπει να φθασουμε, οτι δεν ειμαστε τιποτε. Και αφού τωρα, ας υποθεσουμε, εφθασες σ’ αυτο το τελος, τι τα θελεις τα υπολοιπα; Και ηταν αγωνιστης».
σμζ’
«Οι γυμνοί ασκητες που ζούν στον Αθωνα ειναι οι ασυρματοι της γης προς τον Θεο».
σμη’
«Κάποιος μοναχος φεύγει για εικοσι μερες απ’ το Μοναστηρι του (ιδιορρυθμο) και λεει οτι θα παει Θεσσαλονικη. Αλλα αυτος πηγαίνει σ’ ενα παλαιο καμινι, κοβει δυο κλαδιά για σκεπη και καθεται μεσα εικοσι μερες τρωγοντας παξιμαδι και πινοντας νερο».
σμθ’
«Ηταν ενας μοναχος σ’ ενα ιδιορρυθμο μοναστηρι, που εδειξε πολυ ζηλο στην πνευματικη ζωη. Ο Γεροντας του βλεποντας τον ζηλο του για ασκηση του παρεχωρησε ενα ησυχαστικο κελλι για περισσοτερη ελευθερια. Αυτος ομως δεν χρησιμοποιουσε την ελευθερια αυτη καλως, αλλα νομιζοντας οτι ο Θεος δεν ανταποκρινεται στην ασκηση που εκανε, γρηγορα κουρασθηκε και τορριξε στην αμελεια. Αρχισε να ριχνη και καμμία ματιά στα περιοδικα που αφηναν οι ξενοι στο Αρχονταρικι, και με τις ασχημες εικονες που εβλεπε εγινε μπαρούτι. Μερα νυχτα αυτα σκεφτοταν και απεφασισε να τα πεταξη, για να γυριση στον κοσμο. Ειχε ενα φιλο του στην Θεσσαλονικη και του εγραψε οτι μετανοησε που εγινε μοναχος: “Τωρα θελω να γυρισω πισω και θα ‘ρθω σε σενα να μου βρης καμμία καλη κοπελλα να την παντρευτω”. Τα ειχε τακτοποιησει ολα καλα. Στο τελος ηρθε να με αποχαιρετηση, διοτι ήμασταν γνωστοί. Οταν τον ειδα, καταλαβα οτι κατι συμβαίνει. Τουκανα μερικες ερωτησεις και τον ξετιναξα. Μου τάπε ολα. Ειχε καταντησει και στους ψυχιάτρους, επαιρνε φαρμακα και τελικα απελπισμενος πηγαινε να παντρευτη, διοτι δεν μπορούσε να βρη πουθενα καμμία βοηθεια.
–Στασου, του ειπα, γιατι δεν κατεληξες σε ορθο συμπερασμα. Υπαρχει και η παρηγοριά στην μοναχικη ζωη, την οποίαν εσυ δεν ενιωσες.
–Εγω δεν ήθελα να γινω μοναχος, μου ειπε. Ηρθα εδω σαν ζαλισμενος και, χωρις να καταλαβω καλα–καλα, εγινα μοναχος. Αλλα εγω δεν ήθελα να γινω μοναχος.
–Ε, και δεν αισθανεσαι ιδιαιτερη τιμη στο γεγονος οτι, ενω εσυ δεν ήθελες να γινης μοναχος, ο Θεος σε εξελεξε γι’ αυτην την θεση; Εμείς ολοι μας για να γινουμε μοναχοί βαλαμε το μυαλο μας, τις ιδεες μας, τα ονειρα μας και τις επιθυμιες μας, ενω εσυ, ζούσες την ζωη σου και ο Θεος ειδε την καρδιά σου, σε αγαπησε και σ’ εφερε στο Μοναστηρι Του. Δεν νιωθεις ιδιαιτερη τιμη, διοτι σε αγαπησε ο Θεος τοσο πολυ; Μην απελπιζεσαι∙ υπαρχει επιστροφη. Του μιλησα πολλη ωρα. Στο τελος εβαλε τα κλαματα και μετανοησε γι’ αυτο που ήθελε να κανη.
»Αποφασισε να κανη μία καινούργια αρχη. Του ειπα να κανη τρεις μετανοιες και δωδεκα κομποσχοινια. Και σημερα κανει 700 μετανοιες σαν λαστιχο, χωρις να κουραζεται, και καθεται ωρες στην προσευχη. Και αισθανεται πολλη αγαλλιαση, οταν προσεύχεται. Μου λεει:
–Εαν αυτη η αγαλλιαση ειναι ο Παραδεισος, εγω δεχομαι να καθησω μία αιωνιοτητα ετσι.
–Τοχασες, βρε; Αυτος ειναι ο Παραδεισος; Εσυ έχεις ενα κοκκο αμμου μονο και μιλας για παραδεισενια χαρα;
»Και ντρεπεται παρα πολυ για εκείνο το γεγονος. Ερχεται καμμία φορα και μου μιλαει απ’ εξω απ’ εξω γι’ αυτο, να δη αν το θυμαμαι, και κοκκινιζει. Αλλα εγω του δείχνω οτι το ξεχασα τελείως και ποτε δεν το αναφερω. Και αν παη στο Μοναστηρι του κανείς και τον κοιταζη με επιμονη λιγο, αμεσως κοκκινιζει και κατεβαζει το κεφαλι, διοτι σκεφτεται “ο γερω Παϊσιος του ειπε το γεγονος και γι’ αυτο με κοιταζει επιμονα”. Και τωρα εχει ενα αριθμο ανθρωπων γυρω του, τους οποίους κατευθυνει και βοηθα· ο ιδιος ειναι μια σημαντικη προσωπικοτητα και φυσικα χρησιμος στο Μοναστηρι του».