Ήρθε εδώ κάποιος, καθηγητής Πανεπιστημίου, και μού λέει ότι σκέφτονται στα σοβαρά να καίνε τα οστά των νεκρών, γιατί δεν υπάρχει χώρος.
Βρε, τού λέω, τι δεν υπάρχει χώρος; Τόσα ρουμάνια έχει η Θεσσαλονίκη!! Ολόκληρος Χορτιάτης! Γέμισε ένα νεκροταφείο, μετά 3-4 χρόνια, φτιάχνεις άλλο ένα πιο πέρα. Τι γέμισαν τα βουνά παντού με πολυκατοικίες;
Μού λέει και εξ απόψεως υγιεινής! Τι εξ απόψεως υγιεινής, που έχετε βρωμίσει όλο τον κόσμο, που βρωμίσατε τη θάλασσα στη Θεσσαλονίκη και άλλου, ενώ τα οστά είναι πλυμένα, καθαρισμένα! Λίγο σεβασμό.
Αλλά αυτοί πάνε να εξευτελίσουν τον άνθρωπο, να τον κάνουν να μην αξίζει τίποτα. Να τον ξεκόψουν από τη ρίζα του, από τους προγόνους του, από την παράδοση του, να τον αφήσουν μόνο και έρημο, να καταστρέψουν τη μνήμη του, τη σύνδεση του με τους προηγούμενους, με τις αξίες και τη ζωή των προγόνων, για να τον κάνουν μετά ό,τι θέλουν με διάφορες θεωρίες να τον τραβάν από δω και από κει. Πάνε να σκορπίσουν την αθεΐα. Πέθανε; πάει χάθηκε ο άνθρωπος!
Να μην μπορεί να πάει στο κοιμητήριο, να φέρει στη μνήμη του το νεκρό, να αποδώσει κάποιο σεβασμό, κάποια τιμή. Να σκεφτεί σοβαρά πάνω στη ζωή, να καταλάβει ότι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, ότι έχει αξία η δικαιοσύνη και η τιμημένη ζωή. Λυτοί θέλουν να κρατούν το νου τού ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή συνέχεια, χωμένο μέσα στην ύλη.
Μετά μέσα σ’ αυτά τα οστά υπάρχουν και τόσοι Άγιοι, που δεν τους γνωρίζουμε. Όταν είχα πάει ένα ταξίδι στο Σινά, στη Ραϊθώ, πήγα στο νεκροταφείο τού Αγίου Γεωργίου και βρήκα τα οστά ενός μικρού παιδιού που είχαν πολλή χάρη …; Ήταν σαν Άγια λείψανα, είχε περάσει η μπουλντόζα και τα είχε ξεθάψει – μάζεψα ό,τι μπόρεσα. Μετά από τόσα χρόνια!!! Τι αισθάνθηκα τότε!!! ενώ αν δεν υπήρχε το κοιμητήριο; Τίποτα, θα ήταν χαμένα.
Παλιά είχαν τόσο σεβασμό στους νεκρούς, αφού δεν έπαιρναν τίποτα από νεκρό. Μια φορά στον πόλεμο, μας είπε ο ταγματάρχης: οποίος έχει παλιά παπούτσια, άμα θέλει μπορεί να πάρει από τους νεκρούς. Κανείς δεν πήρε. Τώρα τους καίνε στη Δύση και θέλουν και εδώ να κάνουν τέτοια.
Πηγή: “Ο Πατήρ Παϊσιος μου είπε” Αθανασίου Ρακοβάλη. Έκδοση 10η. Θεσσαλονίκη.