– Γέροντα, γιατί η Παναγία άλλοτε µού δίνει αµέσως αυτό πού τής ζητώ καί άλλοτε όχι;
– Η Παναγία, όποτε έχουµε ανάγκη, απαντά αµέσως στήν προσευχή µας• όποτε δέν έχουµε, µάς αφήνει, γιά νά αποκτήσουµε λίγη παλληκαριά. Όταν ήµουν στήν Μονή Φιλοθέου, µιά φορά, αµέσως µετά τήν αγρυπνία τής Παναγίας µέ έστειλε ένας Προϊστάµενος νά πάω ένα γράµµα στήν Μονή Ιβήρων. Ύστερα έπρεπε νά πάω κάτω στόν αρσανά τής µονής καί νά περιµένω ένα γεροντάκι πού θά ερχόταν µέ τό καραβάκι, γιά νά τό συνοδεύσω στό µοναστήρι µας – απόσταση µιάµιση ώρα µέ τά πόδια. Ήµουν από νηστεία καί από αγρυπνία.
Τότε τήν νηστεία τού Δεκαπενταυγούστου τήν χώριζα στά δύο• µέχρι τής Μεταµορφώσεως δέν έτρωγα τίποτε, τήν ηµέρα τής Μεταµορφώσεως έτρωγα, καί µετά µέχρι τής Παναγίας πάλι δέν έτρωγα τίποτε. Έφυγα λοιπόν αµέσως µετά τήν αγρυπνία καί ούτε σκέφθηκα νά πάρω µαζί µου λίγο παξιµάδι. Έφθασα στήν Μονή Ιβήρων, έδωσα τό γράµµα καί κατέβηκα στόν αρσανά, γιά νά περιµένω τό καραβάκι. Θά ερχόταν κατά τίς τέσσερις τό απόγευµα, αλλά αργούσε νά έρθη.
Άρχισα εν τώ µεταξύ νά ζαλίζωµαι. Πιό πέρα είχε µιά στοίβα από κορµούς δένδρων, σάν τηλεγραφόξυλα, καί είπα µέ τόν λογισµό µου: «Άς πάω νά καθήσω εκεί πού είναι λίγο απόµερα, γιά νά µή µέ δή κανείς καί αρχίση νά µέ ρωτάη τί έπαθα». Όταν κάθησα, µού πέρασε ο λογισµός νά κάνω κοµποσχοίνι στήν Παναγία νά µού οικονοµήση κάτι. Αλλά αµέσως αντέδρασα στόν λογισµό καί είπα: «Ταλαίπωρε, γιά τέτοια τιποτένια πράγµατα θά ενοχλής τήν Παναγία;». Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό.
Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµί, δύο σύκα καί ένα µεγάλο τσαµπί σταφύλι. «Πάρε αυτά, µού είπε, εις δόξαν τής Κυρίας Θεοτόκου», καί χάθηκε. Έ, τότε διαλύθηκα• µέ έπιασαν τά κλάµατα, ούτε ήθελα νά φάω πιά … Πά, πά! Τί Μάνα είναι Αυτή! Νά φροντίζη καί γιά τίς µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τί θά πή αυτό!
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου,
«ΛΟΓΟΙ, τόμ. Ϛ´, Περί Προσευχής»
έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012,
σελ. 90-91