Γέροντα, ο Αββάς Παμβώ λέει: «Ει έχεις καρδίαν, δύνασαι σωθήναι». Τι εννοεί με το «ει έχεις καρδίαν»;
– Πολλά μπορεί να εννοή. Πρώτον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν αγαπάς τον Θεό. Δεύτερον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης ευαισθησία και δεν είσαι αναίσθητος. Τρίτον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης καλωσύνη. Τέταρτον∙ αν έχης καρδιά ίσον αν έχης ανεκτικότητα. Πέμπτον∙ αν έχης καρδιά, ίσον αν έχης παλληκαριά. Όταν λέμε «καρδιά» δεν εννοούμε ένα κομμάτι σάρκα, αλλά την διάθεση για θυσία, την αρχοντική αγάπη.
Μεγάλο πράγμα η δύναμη της καρδιάς! Η καρδιά είναι σαν μια μπαταρία που συνέχεια φορτίζεται. Ούτε κουράζεται, ούτε γερνάει∙ η δύναμή της δεν εξαντλείται ποτέ. Αλλά πρέπει να δουλεύουμε την καρδιά. Γιατί κι εγώ έχω καρδιά κι εσύ έχεις καρδιά, αλλά τί το θέλεις ,αν δεν την δουλεύουμε; Αν δεν δουλεύη κανείς την καρδιά, μπορεί να είναι γίγαντας και να μην έχη κουράγιο να κάνη τίποτε.
Και άλλος μπορεί να είναι τόσος δα, αλλά επειδή ό,τι κάνει το κάνει με την καρδιά του, δεν κουράζεται καθόλου. Να, βλέπω κι εδώ μια αδελφή που δεν έχει αντοχή, αλλά, επειδή βάζει καρδιά σε ό,τι κάνει, δεν νιώθει κούραση. Δεν κοιτάζει να ξεφύγη την δουλειά∙ κοιτάζει πώς θα αναπαύση τον άλλον. Το καθετί το κάνει με αγάπη, γιατί το πονάει και όχι για να την δουν οι άλλοι και να της πουν «μπράβο». Δεν έχει φιλαυτία, ανθρωπαρέσκεια, κινείται στην αφάνεια, οπότε δέχεται την θεία Χάρη και βοηθιέται από τον Θεό.
Όταν ένας άνθρωπος είναι ασθενικός ή έχη γεράσει και το σώμα του δεν μπορεί να κοπιάση, αν έχη μάθει να δουλεύη την καρδιά, η καρδιά ζορίζει το σώμα, για να δουλεύη.
Είναι σαν ένα παλιό αυτοκίνητο με ρόδες ξεφουσκωμένες, με άξονες χαλασμένους, που η μηχανή του όμως είναι γερή και το σπρώχνει και τρέχει. Ενώ ένας άνθρωπος νέος και γερός, αν δεν δουλεύη την καρδιά, είναι σαν ένα καινούριο αυτοκίνητο που δεν έχει γερή μηχανή και δεν μπορεί να προχωρήση. Του φαίνεται βουνό να κάνη και τον πιο μικρό κόπο. Καμμιά φορά στο Καλύβι τυχαίνει να ξεχάση κανένα γεροντάκι την ομπρέλα του ή μια τσάντα και λέω σε κανένα νέο παιδί: «Άντε, παλληκάρι, τρέχα λιγάκι να προλάβης το γεροντάκι». Μόλις τ’ ακούη, αναστενάζει. «Δεν θα γυρίσει πίσω, Πάτερ;», λέει. «Άντε, βρε παλληκάρι, ξαναλέω, κάνε αγάπη». Πάλι αναστενάζει. Ε, αυτός μόνον που άκουσε: «τρέχα λιγάκι», κουράστηκε, πόσο μάλλον να πήγαινε!
Αν ο άνθρωπος δεν δουλεύη την καρδιά, δεν είναι ούτε σαν ζώο∙ άγαλμα γίνεται. Είναι άχρηστη η καρδιά του.
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»