TΙ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ
Τα καημένα τα ζώα θεό έχουν τον άνθρωπο. Όπως εμείς ζητούμε βοήθεια από τον Θεό, έτσι και αυτά ζητούν βοήθεια από τον άνθρωπο.
Στο Άγιον Όρος άκουγα για τον Γερο-Θεοφύλακτο από την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου ότι είχε μεγάλη φιλία με τα άγρια ζώα.
Αυτά διαισθάνονταν την αγάπη του και πήγαιναν στην Καλύβη του, όταν είχαν καμμιά ανάγκη. Κάποτε ένα ζαρκάδι που είχε σπάσει το πόδι του πήγε έξω από το Κελλί του και βέλαζε θλιμμένα. Βγήκε ο Γέροντας και το είδε να τεντώνη το σπασμένο του ποδαράκι σαν να του το έδειχνε. Εκείνος του έφερε λίγο παξιμάδι να φάη και πήρε δύο ξυλάκια, με τα οποία του έδεσε σταθερά το πόδι του . Μετά είπε στο ζαρκαδάκι: «Πήγαινε τώρα στο καλό και μετά από μια εβδομάδα να ξαναπεράσης να το δω». Ο καλός Γέροντας συνεννοήθηκε με το ζώο σαν γιατρός με πονεμένο άνθρωπο, επειδή είχε γίνει άνθρωπος του Θεού!
– Γέροντα, μου κάνει εντύπωση πως ο Όσιος Γεράσιμος δεν φοβήθηκε καθόλου το λιοντάρι που τον πλησίασε ,για να του βγάλη το αγκάθι.
– Ε, Άγιος ήταν, αλλά και τα ζώα ποτέ δεν κάνουν κακό στον άνθρωπο ,όταν βρίσκωνται σε ανάγκη. Μια φορά, που ήμουν με την κήλη, κάποιοι εργάτες κουβαλούσαν ξύλα με τα ζώα εκεί στην περιοχή του Καλυβιού. Βλέπω σε μια στιγμή ένα ζώο να πέφτη, το καημένο , κάτω και το σαμάρι με τα ξύλα να πέφτη από πάνω του. Διπλώθηκαν τα πόδια του και δεν μπορούσε να τα ισιώση. Εγώ ξέχασα ότι είχα κήλη, ξέχασα ότι δυσκολευόμουν ακόμη και να περπατήσω. Τρέχω, πετάω τα ξύλα. Πάω να σηκώσω το σαμάρι, δεν μπορούσα.
Δίνω μια, τραβάω τα σχοινιά και ελευθέρωσα το ζώο. Οπότε ένας Πατέρας που ήταν εκεί κοντά φώναζε: «Πρόσεχε ,έχεις κήλη, θα πάθης καμμιά ζημιά». Τότε θυμήθηκα ότι είχα κήλη. «Καλά, του λέω, εγώ έχω κήλη, εσύ που δεν έχεις κήλη, γιατί δεν έτρεξες;». «Φοβάμαι μήπως με κλωτσήση», μου λέει. «Ευλογημένε, του λέω, το ζώο, και λύκος να είναι, όταν το καημένο βρίσκεται σε ανάγκη, ζητάει βοήθεια και δεν κάνει κακό στον άνθρωπο».
Αλλά κι αν πεινούν κι αν διψούν τα ζώα, στον άνθρωπο καταφεύγουν, , γιατί ο άνθρωπος είναι το αφεντικό τους. Θυμάμαι, στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού, ένα καλοκαίρι, μια οχιά κατέβηκε από την λαμαρίνα της σκεπής και κουλουριάστηκε μπροστά μου. Σήκωνε το κεφάλι της ψηλά, έβγαζε τη γλώσσα της και σφύριζε. Διψούσε πολύ – είχε καή από τον πολύ καύσωνα- και με απειλούσε. Ζητούσε νερό, αλλά με επιτακτικό τρόπο, λες και ήμουν υποχρεωμένος να πάω να της φέρω νερό. «Βρε, της λέω, εσύ, έτσι που κάνεις, δεν συγκινείς τον άλλον!». Της έβαλα μετά νεράκι και ήπιε. Ενώ τα τσακάλια πολύ με συγκινούν, γιατί, όταν πεινούν, κλαίνε σαν μωρά παιδιά. Να δήτε τί έχω πάθει και με τα γατάκια τώρα στο Καλύβι. Πρόσεξαν πως, κάθε φορά που χτυπούσε το καμπανάκι έβγαινα έξω, και πότε-πότε τους έρριχνα κάτι να φάνε. Όταν λοιπόν πεινούν, τραβούν το σχοινί και χτυπάει το καμπανάκι. Βγαίνω και βλέπω να χτυπούν αυτά το καμπανάκι και τα ταΐζω. Πώς τα έχει κάνει όλα ο Θεός!
– Έρχονται, Γέροντα, ζώα στο Καλύβι σας;
– Πώς δεν έρχονται! Έρχονται τσακάλια, αγριόχοιροι… Έρχεται πού και πού και μια μικρή αλεπού. Όταν φεύγουν οι γάτες, έρχεται η αλεπουδίτσα. Οι αγριόχοιροι, το καλοκαίρι δεν εμφανίζονται, επειδή φοβούνται τους κυνηγούς ∙ τότε μόνο τα φίδια εμφανίζονται, γιατί τα φοβούνται οι άνθρωποι.
Έρχονται και πουλιά, κοπάδια, μικρά-μεγάλα . Τους βάζω βρεγμένο παξιμάδι και τρώνε. Το ινδοκάρυδο από τα λουκούμια το κρατώ ξεχωριστά για κάτι πουλιά που φέρνουν την άνοιξη. Τα καημένα κελαηδούν ανοιξιάτικα ακόμη από τον χειμώνα με τα χιόνια. Φέρνουν παρηγοριά δηλαδή. Αυτά πεθαίνουν για το ινδοκάρυδο!
– Γέροντα, στο Σινά, εκεί που μένατε είχατε ζώα;
– Στο Σινά, επειδή ήταν έρημος, πλησίαζαν πιο πολύ τα άγρια ζώα, καθώς και τα πουλιά. Είχε και πέρδικες, είχε και ορτύκια, σαν αυτά που έτρωγαν οι Εβραίοι στην έρημο. Είχε και κάτι όμορφα ποντίκια, σαν χελωνάκια, χωρίς ουρά, που είχαν επάνω στην ράχη τους ένα τρίχωμα σαν βούρτσα! Τα τάιζα όλα , τις πέρδικες, τα ορτύκια, τα ποντίκια! Έβαζα ότι είχα ξεχωριστά πάνω στις πλάκες , γιατί μάλωναν! Πήγαινε το πουλάκι να φάη, πήγαινε και το ποντίκι, οπότε σηκωνόταν το πουλάκι να φύγη.
Τα πουλιά ,όπου πήγαινα, με ακολουθούσαν. Όταν ανέβαινα πάνω στα βράχια και άρχιζα να ψάλλω, μαζεύονταν εκεί και στο τέλος τους έρριχνα λίγο ρύζι. Άμα ήθελα ησυχία ,δεν έπρεπε να ψάλω καθόλου, γιατί μαζεύονταν όλα γύρω μου! Θυμάμαι μια φορά που πιάστηκε η μέση μου και έμεινα μερικές μέρες ξαπλωμένος, ένα πουλάκι, το καημένο, μπήκε μέσα στο κελλί μου και ήρθε πάνω στο στήθος μου. Στάθηκε εκεί, με κοιτούσε στο πρόσωπο και κελαηδούσε, ώρες, πολύ γλυκά. Μου έκανε εντύπωση!