Άγιος Παΐσιος – Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν θέλη να βοηθήση κάποιον, προσπαθεί να τον σύνδεση με τον Χριστό και όχι να τον δέση με τον εαυτό του.
Στην συνέχεια χαίρεται, όταν καταφέρη να τον σύνδεση με τον Χριστό, και ο άλλος αγωνίζεται προσβλέποντας στον Χριστό. Τότε και ο ένας και ο άλλος έχει τον μισθό του και τα πράγματα πάνε κανονικά. Όταν όμως ο άνθρωπος αγωνίζεται και κοιτάζη πως να ευχαρίστηση αυτόν που προσπαθεί να τον σύνδεση με τον Χριστό, αν δηλαδή μια ενέργεια του θα στενοχωρήση η θα χαροποίηση εκείνον, και δεν κοιτάζη πως ο Χριστός βλέπει αυτήν την ενέργεια του, τότε ούτε τον άνθρωπο που τον βοηθάει ευχαριστεί, ούτε τον Χριστό, άλλά ούτε ο ίδιος ωφελείται, γιατί δεν δέχεται θεική βοήθεια. Δηλαδή ούτε ο Χριστός ούτε ο πνευματικός χαίρεται γι’ αυτό το όποιο κάνει, άλλά ούτε ο ίδιος βοηθιέται, για να ξεπεράση μια δυσκολία. Ας υποθέσουμε ότι ψάλλει μια αδελφή και σκέφτεται: Άραγε ψάλλω καλά; Θα χαρή η Γερόντισσα;. Ε, αυτή δεν βοηθιέται. Ένώ, αν ψάλλη για τον Χριστό, τα πράγματα πάνε κανονικά και καλά θα ψάλη και την Γερόντισσα θα ευχαρίστηση.
– Γέροντα, όταν κανείς δεν καταλάβη σωστά αυτό που του είπε ο πνευματικός, φταίει;
– Κοίταξε, αν δεν κατάλαβε, επειδή είχε μια επιθυμία και ο νους του ήταν εκεί, πάλι φταίει. Μερικοί το θέλημα το δικό τους το κάνουν θέλημα του Θεού. Ρωτάει λ.χ. κάποιος τον πνευματικό του για ένα πρόβλημα του και έχει στον λογισμό του την λύση που θέλει, που τον αναπαύει. Ο πνευματικός του λέει τι πρέπει να κάνη και αυτός καταλαβαίνει ότι του είπε να κάνη αυτό που ήθελε, και το κάνει με χαρά, νομίζοντας κιόλας ότι κάνει υπακοή. Και αν του πη μετά ο πνευματικός γιατί ενήργησες έτσι;, του λέει: Έτσι δεν μου είπες να κάνω;. Άλλά και μερικές φορές, αυτό που λέει ο πνευματικός, δεν είναι να το πάρη κανείς κατά γράμμα. Μπορεί να είναι τρόπος του λέγειν. Θα σας πω μια περίπτώση, για να καταλάβετε. Μια σαρανταπεντάρα καθηγήτρια, που είχε και παιδιά, είχε μπλέξει έναν δεκαεξάχρονο μαθητή της. Το παιδί έφυγε άπό το σπίτι και συζούσε με την καθηγήτρια. Όταν ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του, του είπα να κάνη για το θέμα αυτό ο, τι του πη ο πνευματικός του. Πήγε λοιπόν ο καημένος στον πνευματικό και μετά ήρθε πάλι σ’ έμενα.
Έγώ είχα εκείνη την ήμερα την Εξαρχία του Πατριαρχείου, δεν μπορούσα να συζητήσω μαζί του και του είπα: Να κάνης ο, τι σου είπε ο πνευματικός σου. Αυτός δεν έφευγε – και ευτυχώς που δεν έφυγε και επέμενε. Κάποια στιγμή που εύκαίρησα, τον είδα λίγο και μου είπε: Γέροντα, αποφάσισα να την σκοτώσω αυτήν την γυναίκα, γιατί έτσι μου είπε ο πνευματικός μου. Για στάσου, καλέ μου άνθρωπε, του λέω, τι ακριβώς σου είπε ο πνευματικός;. Μου είπε: Αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα. Καταλάβατε; Ο πνευματικός είπε, τρόπος του λέγειν, αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα, όχι να την σκοτώση! Άπό τότε δεν λέω σε κανέναν: να κάνης ο, τι σου είπε ο πνευματικός, άλλά ρωτάω τι του είπε ο πνευματικός…
– Μπορεί, Γέροντα, να ζητάη κάποιος βοήθεια άπό τον πνευματικό του και συγχρόνως να προτείνη και την λύση;
– Εμ τότε, τι βοήθεια ζητάει; Άλλο είναι να πη ταπεινά σαν λογισμό στον πνευματικό του τι νομίζει ότι θα τον βοηθήση – αυτό επιβάλλεται – και άλλο είναι να έπιμένη ότι ο λογισμός του αυτός είναι σωστός. Τότε είναι που δεν κάνει ο άνθρωπος προκοπή. Είναι σαν να πηγαίνη στον γιατρό και να του λέη: Αυτό το φάρμακο να μου δώσης. Ο άρρωστος οφείλει να κάνη υπακοή στον γιατρό δεν θα του υπόδειξη τι είδους φάρμακα θα του δώση. Δεν είναι εδώ θέμα ορέξεως, όπως με τα φαγητά και τα γλυκά, για να πη κανείς: Θέλω μπακλαβά η θέλω κανταίφι. Ανάλογα με την πάθηση ο γιατρός δίνει και το φάρμακο.
gerontesmas.com