Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Το γραφικό Καντούνι της Καλύμνου είναι, ίσως, από τα ομορφότερα μέρη που μπορεί να επισκεφθεί κάθε λάτρης του ωραίου, κάθε πιστός που απολαμβάνοντας τα δημιουργήματα του πανσόφου Δημιουργού μας με κατάνυξη και σεβασμό ψάλλει: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 91, 5).
Στο σημείο αυτό ο πέτρινος όγκος της Καλύμνου με τις πορφυρόχρυσες αποχρώσεις που παίρνει την ώρα του ιλαρού φωτός, την ώρα του Εσπερινού, συναντάει το βαθυγάλαζο αιγαιοπελαγίτικο χρώμα μέσα από μια καταπράσινη κοιλάδα, που μοιάζει με όαση στη μέση της ερήμου. Καί η παραλία απλώνεται μαγευτική με ψιλόκοκκη άμμο, στα σπλαxνα της οποίας έρχονται οι θαλάσσιες χελώνες να αποθέσουν τα αυγά τους, για την αναπαραγωγή του είδους τους.
Όλο το τοπίο είναι σαγηνευτικό, είναι απείρου, μοναδικού φυσικού κάλλους. Εκεί, όμως, που ο νούς σταματάει και η γλώσσα δεν βρίσκει επιφωνήματα να εκφράσει τον ενθουσιασμό της, είναι η θέα ψηλά στο βουνό του ησυχαστηρίου του Τιμίου Σταυρού, της ασκητικής φωλιάς της σύγχρονης καλυμνιακής μορφής του Γέροντος Σάββα, του υποτακτικού. Όταν δείς από την παραλία την αετοφωλιά του Σταυρού πλημμυρίζεις από δέος και αισθήματα ψυχικής ανατάσεως, χαράς και φόβου σε συνεπαίρνουν. Καλότυχος αυτός που μπορεί να ανέβει το δυσκολοπροσπέλαστο μονοπάτι που οδηγεί στο Ησυχαστήριο του ουρανοπολίτου τώρα Γέροντος των δακρύων και της σιωπής, του μακαριστού Γέροντος Σάββα. Καλότυχος και ευλογημένος αυτός που πάτησε τα άγια χώματα του, αυτά τα λίγα που συγκολούν τους απόρρωγες βράχους του βουνού. Τούς βράχους που πότισαν και άγιασαν οι ιδρώτες και τα δάκρυα του ασκητού των ημερών μας Σάββα, που αν και σαρκοφόρος έζησε αγγελικά τη ζωή του.
Η ανάβαση στο ησυχαστήριο είναι δύσκολη, αλλά με συντροφιά τη μονολόγιστη ευχή φθάνουμε σ’ αυτό μετακινούμενοι επί πτερύγων ανέμων (Ψαλμ. 104, 3). Η θαλασσινή αύρα μας στεγνώνει τον ιδρώτα, που άφθονος ρέει σε όλο μας το σώμα. Τα μάτια, όμως, δεν χορταίνουν να βλέπουν. Στην απεραντοσύνη του ορίζοντα μετά το Καντούνι στα δεξιά μας φαντάζει ο Πάνορμος και πιο μέρα οι Μυρτιές και το Μασούρι με το θαλασσινό επιβλητικό όγκο της Τελένδου να παιχνιδίζει στα κύματα. Καί μπροστά μας στέκει το γλαρονήσι της Αγίας Κυριακής σαν κυματοθραύστης, για να προστατεύει την παραλία του Καντουνιού.
Όσο ανεβαίνω τόσο η καρδιά κτυπάει εντονότερα, οι σφυγμοί αυξάνουν, η αναπνοή επιταχύνεται. Αλλοίμονο, αν στις πρώτες αυτές σωματικές αντιδράσεις, σκέφθηκα, κλονισθώ και υποχωρήσω. Δεν θα επιτύχω του επιθυμητού. Άλλωστε ο επιμένων νικά. Μήπως όμως είμαι και μόνος; Δεν με συνοδεύει πάντοτε ως Κυρηναίος ο καλός μου Άγγελος και δεν με επευλογεί από τον ουρανό ο Εσταυρωμένος Χριστός και Λυτρωτής μας μαζί με το Γέροντα Σάββα; Το οφιοειδές μονοπάτι μετά από μισή περίπου ώρα με έφερε στην κάτασπρη αυλή του Ησυχαστηρίου του Τιμίου Σταυρού. Αυθόρμητα άρχισα να ψάλλω το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου…» και το Εξαποστελάριο «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης» με τα όμοιά του που πρόσφατα είχα συνθέσει:
Σταυρός, των κλονουμένων η βακτηρία,
Σταυρός, των θλιβομένων παραμυθία,
Σταυρός, χριστωνύμων το κραταίωμα,
Σταυρός, νοσούντων ίαμα,
Σταυρός, ισχύς των καμνόντων
και ρώσις των αδυνάτων.
Σταυρός, ο κατευθύντωρ της νεολαίας,
Σταυρός, σεπτός κοσμήτωρ τη Εκκλησίας,
Σταυρός, πενομένων η αντίληψις,
Σταυρός, γεγηρακότων στήριξις,
Σταυρός, φέγγος τετυφλωμένων
και τείχος κινδυνευόντων.
Σταυρός, αδικουμένων η παρρησία,
Σταυρός, πολεμουμένων η προστασία,
Σταυρός, αθλουμένων νίκος πάγχρυσον,
Σταυρός, πιστών το τρόπαιον,
Σταυρός, δαιμόνων ολέτης
και τρυχομένων προστάτης.
Προσκύνησα τον ιερό σπηλαιώδη Ναό και έφερα στο νού μου το μακαριστό οικιστή του ησυχαστηρίου, τον ασκητή Σάββα, τον υποτακτικό δύο μεγάλων ασκητών, του Οσίου Σάββα της Καλύμνου, για τον οποίο και πήρε το μοναχικό όνομα Σάββας, και του Οσίου Γέροντος Αμφιλοχίου της Πάτμου. Έβλεπα μπροστά μου το Γέροντα λουσμένο στο άκτιστο φως της χάριτος και θυμήθηκα τη βοήθεια που του παρείχαν οι Άγιοι Άγγελοι στις δυσκολίες του, ιδίως στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Τότε που για να τον υπηρετήσει ήλθε από την Αυστραλία η αδελφή του, επειδή ήταν εξασθενημένος από ασθένειες και την μακρόχρονη κακοπάθειά του.
Την τελευταία φορά που ήθελε να κατέβει στην πόλι ο Γέροντας Σάββας η αδελφή του τον εμπόδισε λέγοντας ότι ο γιατρός απαγόρευε τις μετακινήσεις του. Εκείνος, όμως, επέμενε και αναχώρησε. Μη αγωνία η αδελφή του πήγε στην άκρη της αυλής και παρακολουθούσε την οδοιπορία του. Ξαφνικά με αίσθημα θαυμασμού και δέους τον είδε να μην αγγίζει στη γη και σε δευτερόλεπτα να φθάνει στο τέρμα της κατηφόρας.
Όταν υπολόγισε το χρόνο της επιστροφής του πήρε τα κιάλια και παρακολουθούσε το δρόμο. Τότε είδε τον Γέροντα να φθάνει στην άκρη της παραλίας, όπου άρχιζε η ανηφόρα, συνοδευόμενος από δύο νέους λευκοφορεμένους νέους οι οποίοι τον υποβάσταζαν. «Δόξα Σοι, ο Θεός», είπε μέσα της με ανακούφιση, που βρέθηκαν αυτά τα δύο παλληκάρια, για να τον βοηθήσουν. Παρατηρούσε τη γρηγοράδα στην πορεία τους μέχρι που πλησίασαν στο Ησυχαστήριο και εξεπλάγη. Έτρεξε στην άκρη της σκάλας να τους υποδεχθεί. Εκεί, όμως, έκπληκτη αντίκρυσε μόνο του τον Γέροντα. Στην ερώτησή της, που ήταν η συνοδεία του εκείνος με αυστηρό ύψος της είπε:
– Σιωπή, μην ξαναπείς τίποτα!
Ο καλός Θεός μας είχε στείλει τους Αγγέλους Του να συνοδεύσουν τον ισάγγελο δούλο Του.
Δίπλα στο σπηλαιώδη Ναό ο Γέροντας είχε κτίσει μικρό ναΰδριο τον Άγιο Ιωσήφ, το Μνήστορα, για να θυμάται το Κάθισμα του Κουβαρίου, της Πάτμου, στο οποίο πέρασε πολλά χρόνια υποτασσόμενος στον Άγιο Γέροντα Αμφιλόχιο, καθώς και βοηθητικούς χώρους με ένα μικρό ολοσκότεινο κελλάκι, στο οποίο ζούσε ενωμένος προσευχητικά με τον αγαπημένο του Ιησού. Κρίμα που σήμερα αυτά τα οικήματα παραμένουν κλειστά και κλειδωμένα στους προσκυνητές-πεζοπόρους, αφού η εποχή μας δεν αφήνει περιθώρια αναπτύξεως του ησυχασμού. Ο υλισμός και η καλοπέραση καταστρέφουν κάθε ευγενική επιθυμία αναβάσεως πιστών στις επάλξεις της αγιότητος μέσα από τον ησυχασμό, τη σιωπή, τα δάκρυα, τη σκληραγωγία της σάρκας. Μάταια κοπιάζει προς τούτο και ο ταπεινός και ησύχιος και τρέμων τους λόγους του Κυρίου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλύμνου, Λέρου και Αστυπαλαίας κ. κ. Παΐσιος. Ο Γέροντας, όμως, πιστεύουμε, Σάββας, από τον ουρανό θα μεριμνήσει για την πνευματική συνέχεια του Ησυχαστηρίου του. Μήπως η κρίση των ημερών μας ξυπνήσει συνειδήσεις και αλλάξει γραμμή πλεύσεως της φιλόχριστης νεολαίας μας;
Την ευχή του Γέροντος Σάββα να έχουμε και εμείς, οι σταυροφόροι χριστιανοί του αιώνος τούτου, του απατεώνος, για να πιστώνεται ο λόγος, ότι όπου επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε΄ 20).