Γεννήθηκε το έτος 1906 σ’ ένα προάστιο του Βελιγραδίου της Σερβίας, το Ουμτσαρι, του Δήμου Γκρόκα, δίπλα στις όχθες του ποταμού Ράλια.
Μετά το τέλος του σχολείου, άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα. Ό Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε αυτοεξόριστο στην Ιταλία, στη Γερμανία και την Αγγλία. Στην Αγγλία παντρεύτηκε, σύντομα όμως έμεινε χήρος και από τότε αφιερώθηκε πιο πολύ στον Θεό.
Επισκεπτόμενος ως ταπεινός προσκυνητής το υπερθαύμαστο Περιβόλι της Παναγίας αποφάσισε να μείνει μόνιμος οικήτοράς του. Δεν απομακρύνθηκε ποτέ από αυτό. Την αγαπητή του Σερβία δεν την ξαναεπισκέφθηκε, ούτε για να συναντήσει αγαπητά του πρόσωπα, συγγενείς, φίλους και γνωστούς.
Πίστευε πώς δεν θα ήταν ή Σερβία πού γνώριζε και δεν θα του θύμιζε τ’ αθώα παιδικά του χρόνια και θα λυπόταν πολύ. Ήθελε να έχει αγαθές και ωραίες μνήμες από την αγαπητή πατρίδα του, καθώς έλεγε.
Στο αρχαίο σερβικό μοναστήρι του Χιλανδαρίου όλοι τον γνώριζαν. Οι Σέρβοι προσκυνητές ήθελαν πάντοτε να τον συναντήσουν και να βγάλουν μία φωτογραφία μαζί του. Ή ιστορία του όλους τούς συγκινούσε. Τα τελευταία του χρόνια επαναλάμβανε πώς αναμένει να τον παραλάβει ό Θεός πλησίον του.
Τον περισσότερο χρόνο της ημέρας του τον αφιέρωνε στη γλυκεία προσευχή. Έβρισκε όμως χρόνο να πηγαίνει και στους κήπους της μονής του, των οποίων την ευθύνη είχε. Αρέσκονταν να φορά κάτι παράξενα γάντια και τσουβάλια στα πόδια του, για τη φροντίδα των κηπευτικών, με κάθε υπομονή και πολλή αγάπη, αφού, όπως συνήθιζε να λέει, όλα είναι δημιουργήματα του καλού Θεού. Εντύπωση έκανε στους πατέρες, πού στα 103 χρόνια του, του προμήθευσαν ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ώστε να καταγράφει τα ποιήματα του. Στη μεγάλη πυρκαγιά της μονής του, του 2004, πήρε μέρος στην κατάσβεση της κι έσωσε πολλές πολύτιμες εικόνες.
Άνεπαύθη εν Κυρίω σε ηλικία 106 ετών ό κατά κόσμον Βίτο Ράντονιτς στις 29.7.2012 ημέρα Κυριακή. Ό π. Ιωάννης Χιλανδαρινός κηδεύθηκε το πρωί της 1.8.2012. Ήταν ό μακροβιότερος Αγιορείτης ασκητής.