Εικοσάχρονος εισήλθε στην ευαγή μάνδρα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, στη μονή Κωνσταμονίτου, από τη Φυτιά της Βέροιας το 1912. Εκάρη μοναχός το 1915. Η αυτογνωσία, αδελφογνωσία και θεογνωσία από νωρίς τον χαρακτήριζαν.
Δεν είχε κοσμική σοφία αλλά θείο φωτισμό. Καρπός του Αγίου Πνεύματος η πραότητά του, η μειλιχιότητα, η απλότητα, η σεμνότητα, η ταπεινότητα και γλυκύτητά του προς πάντες. Η ακακία του, η προσήνεια, η λιτότητα, η αοργησία και η καθαρότητά του τον στόλιζαν παντού και πάντοτε. Καθάρθηκε, φωτίσθηκε, τελειώθηκε.
Διήλθε διάφορα διακονήματα της μονής ως κελλάρης στα μετόχια, εκκλησιαστικός στο Καθολικό και όπου αλλού τον καλούσε η υπακοή. Πέντε δεκαετίες έζησε αθόρυβα και ησύχια στο κοινόβιο, τις τέσσερις από αυτές ως άοκνος και καθημερινός λειτουργός του Υψίστου. Ζούσε για να λειτουργεί. Χαιρόταν απεριόριστα τις καθημερινές θείες Λειτουργίες. Η καρδιά του σκιρτούσε από άφατη αγαλλίαση.
Ο ταπεινός παπάς της Κωνσταμονίτου ήταν ένας σπάνιος κι εξαιρετικός λειτουργός όλο φως, χαρά και ειρήνη ανεκλάλητη. Λειτουργούσε με δάκρυα κατανύξεως. Συλλειτουργούσε με αγγέλους. Δεν πατούσε στη γη. Τη Λειτουργία συνέχιζε στο κελλί του, πάλι με δάκρυα, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο, τον Ευεργετινό, τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο.
Ως ηγούμενος, από το 1949, διατήρησε τη φιλάρετη βιοτή του απαραχάρακτα. Με την καλοκαγαθία του έριχνε στο φιλότιμο τους μοναχούς του. Τους διόρθωνε με την υπομονή του και τη θερμή προσευχή του. Δεν δυσκολευόταν διόλου ως ηγούμενος συχνά να παίρνει τη θέση και του τελευταίου διακονητή. Διατήρησε έως του τέλους του αξιοθαύμαστη ακτημοσύνη. Πολλά περιστατικά του ένθεου βίου του πιστοποιούν το προορατικό του χάρισμα. Ιδιαίτερη αγάπη είχε στην Παναγία, προς την οποία πολλές φορές την ημέρα έλεγε τους Χαιρετισμούς της. Ευχόταν εγκάρδια στο κάθε παιδί του· «Η Παναγία να σ’ έχει κάτω από το φουστάνι της!». Όλο του τον βίο κάλυπτε μία μακαρία και απαράμιλλη απλότητα, μία σπάνια παιδική αθωότητα, που συγκροτούσε μία εξαιρετική πνευματικότητα. Τούτο φανερωνόταν στη διάκρισή του ως Πνευματικού, στην ελεημοσύνη στους αναγκεμένους, στην κατάνυξη στις θείες Λειτουργίες.
Ο παπα-Φιλάρετος υπήρξε ολιγογράμματος αλλά αληθινά σοφός, κοντός στο ανάστημα, υψηλός στο ταπεινό φρόνημα, απλός αλλά αγαθός, ισχνόφωνος αλλά γλυκόλογος, φιλάσθενος στο σώμα, υγιέστατος στην ψυχή, φτωχός στα υλικά, πλούσιος στα πνευματικά. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 29.1.1963. Ο ένθερμος φιλοαθωνίτης εκδότης Σωτήριος Σχοινάς έγραφε περί αυτού: «Ο μεταστάς αφήκεν εις την Μονήν κενόν δυσαναπλήρωτον, διότι ήτο ο αγιώτερος των αγιορειτών Πατέρων και κατά τινας αγιορείτας, σημειοφόρος. Ούτος διεκρίνετο διά την παιδικήν απλότητα και σεμνότητα και ως τοιούτος εξετιμάτο από όλην την αδελφότητα του Κωνσταμονίτου και από όλον το Άγιον Όρος. Οι πατέρες της Μονής του τον είχον ως πραγματικόν πατέρα και διά τούτο μετά πολλών δακρύων τον απεχωρίσθησαν». Γι’ αυτό στην ανακομιδή του τα οστά του ήταν κατακίτρινα σαν κεχριμπάρι και στην κάρα του είχε σχηματιστεί σταυρός, αναδίδοντας μία υπέροχη ευωδία. Έντονα τα στοιχεία της χάριτος του Θεού. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έτσι κοσμεί τους ουρανότρωτους δούλους του ο Πανάγαθος Θεός.
Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης (†1994) αναφέρει περί αυτού ότι με την καθαρότητά του έβλεπε το παρελθόν και το μέλλον, τις σκέψεις, τα διανοήματα και τους διαλογισμούς των ανθρώπων, ακόμη και τί είχαν στην τσέπη τους … Τις νοσοκόμες στο νοσοκομείο νόμιζε για αγγέλους … Την αγία ευχή του νά ’χουμε.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Σωτηρίου Σχοινά, Φιλάρετος Κωνσταμονίτης, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 321-322/1963, σ. 213. Ιωαννικίου Κοτσώνη ιερομ., Ανθοδέσμη από το Περιβόλι της Παναγίας, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1992, σσ. 103-169. Παϊσίου Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 19943, σσ. 62-64.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 691-693
Tα δύο συνεχόμενα έτη, 2012 και 2013, είναι για ένα άξιο τέκνο της Ημαθίας επετειακά.
Αναφερόμαστε στον Όσιο Γέροντα Φιλάρετο τον Κωνσταμονίτη, που γεννήθηκε στο χωριό που τότε ονομαζόταν Τσιόρνοβο, η σημερινή Φυτειά, το κεφαλοχώρι αυτό του Βερμίου.Το 1912, στις 26 Οκτωβρίου, την ημέρα του Μυροβλύτη πολιούχου της Συμβασιλεύουσας Θεσσαλονίκης, και ενώ η πόλη πανηγύριζε την απελευθέρωσή της από τον Οθωμανικό ζυγό, από τον αρχιστράτηγο και ελευθερωτή Κωνσταντίνο, διάδοχο τότε του βασιλικού θρόνου της φιλτάτης πατρίδας μας Ελλάδας, ο εικοσάχρονος περίπου Αντώνιος Μάστορας, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική με πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αναχωρούσε για το Περιβόλι της Παναγίας. Με το ίδιο καράβι επέστρεφαν στην πατρίδα Ελλάδα και άλλοι συνομήλικοι. Εκείνοι θα γύριζαν στην οικογενειακή θαλπωρή, αλλά ο Αντώνης από καιρό το σχεδίαζε και τώρα έβαζε σε εφαρμογή να φύγει στο Άγιο Όρος και να γίνει μοναχός. Πού έμαθε ο Αντώνης για τον ιερό Άθωνα και τι τον έκανε να αναχωρήσει για εκεί ποτέ δεν θα το μάθουμε πλέον. Ποτέ ο ίδιος δεν το φανέρωσε. Ήταν κάποιο όραμα, μήπως ήταν εμφάνιση της Θεοτόκου, γνώρισε κάποιον αγιορείτη γέροντα; Μόνο εκείνος το ήξερε. Ποτέ δεν αναφέρθηκε σε αυτό. Μεταφορικό μέσο για το Άγιο Όρος μέχρι την Αρναία της Χαλκιδικής δεν ξερουμε. Από εκεί και πέρα στοίχισε έναν χαλκιδικιώτη αγωγιάτη, φόρτωσαν την βαλίτσα του στο υποζύγιο, και ξεκίνησαν ένα ταξίδι, που για τον Αντώνη δεν θα είχε γυρισμό.Ήταν 26 Οκτωβρίου 1912 όταν ο Αντώνης εγκατέλειπε την επίγεια πατρίδα, για τον επίγειο Παράδεισο, το Περιβόλι της Παναγίας.
Στις 28 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1963 ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αναχώρησε για την αιώνια πατρίδα, τον ουρανό. Στα 51 αυτά έτη επίγειας βιοτής ένας ακόμα άγιος ανδρώθηκε στο Άγιο Όρος. Κατά το έτος 1890, στο χωριό του Βερμίου Τσιόρνοβο, ο Γεώργιος Μάστορας και η Αικατερίνη Στεργίου έφεραν στον κόσμο ένα αρσενικό παιδί, που έλαβε το όνομα Αντώνιος κατά το άγιο βάπτισμα. Στην ηλικία των 22 ετών, ο Αντώνης, με εντολή του μεγαλομάρτυρα στρατηλάτη της Συμβασιλεύουσας, του μυροβλύτη Αγίου Δημητρίου, εγγράφεται ως δόκιμος στο Μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου, στο άγιο όρος του Άθωνος.
Το μοναστήρι του Κωνσταμονίτου, τα χρόνια εκείνα δεν μπορούμε να πούμε. ότι περνούσε και την καλύτερη πνευματική του περίοδο. Οι αγιορείτες πατέρες, με τον χαρακτηριστικό ευφυή και εκφραστικότατο τρόπο τους, απέδιδαν την κατάστασή του με φράσεις που δανείζονταν από τους κατ’ ήχον αναβαθμούς του κυριακάτικου όρθρου. «Τι γίνεται στού Κωνσταμονίτου;» ρωτούσε ο ένας, για να απαντήσει ο άλλος «επί οίκον Δαβίδ φόβος μέγας» ή, σε άλλη περίπτωση, «επί οίκον Δαβίδ τα φοβερά τελεσιουργείται».
Ήταν οι εποχές δύσκολες. Τα μοναστήρια τα κουμάνταραν οι προιστάμενοι – ισόβιοι ηγουμενοσύμβουλοι – ενώ οι ηγούμενοι περιορίζονταν σε ελάχιστα λειτουργικά καθήκοντα, «για το μπαστούνι», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν στο Άγιο Όρος. Ακόμα και για την εξομολόγηση των μοναχών, καλούσαν εξωτερικούς πνευματικούς – εξομολόγους, ασκητές από τις αγιορειτικές σκήτες, εγνωσμένης και γνωστής παναγιορειτικά πνευματικότητος. Όλη η διοίκηση, αλλά και το ταμείο, βρισκόταν στα χέρια του πιο ισχυρού προισταμένου, ο οποίος μπορούσε να αλλάξει τον ηγούμενο, όποτε ήθελε, αν δεν υπήκουε!; Νόμος στο μοναστήρι ήταν το δικό του θέλημα. Παράδοξη, για τα μοναστικά δεδομένα, και τραγική για μοναχό κατάσταση! Ο μοναχός, που οφείλει να υπακούει στον γέροντα και ηγούμενο του, να διατάζει και να έχει αυτός τον πρώτο λόγο. Αυτά γινόταν και στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου, όπου «κυβερνούσε» ο μοναχός που το όνομά του υποκρύπτεται μέσα στα λόγια των αντιφώνων.
Όμως εκείνες οι εποχές ανέδειξαν αγίους ηγουμένους, τον Γέροντα Ιερώνυμο στην Σιμωνόπετρα, τον Αρχιμανδρίτη Αθανάσιο στην Μονή Γρηγορίου, τον ηγούμενο Κοδράτο στην Μονή Καρακάλλου. Καί φυσικά, τον αγίας μνήμης γέροντα Φιλάρετο. Ο ηγούμενος, στα αγιορειτικά μοναστήρια, έχει το πρώτο στασίδι στο Καθολικό, δίπλα ακριβώς στον ηγουμενικό θρόνο. Εκεί ήταν και η θέση του πατρός Φιλαρέτου. Και στις επίσημες ημέρες, εορτές και πανηγύρεις, και Κυριακές, ο ηγούμενος ενδύεται τον επίσημο, πορφυρό συνήθως ή μέλανα, μανδύα του και ανεβαίνει στον θρόνο του. Στου Κωνσταμονίτου όμως, ο παπα-Φι-λάρετος πότε δεν φόρεσε τον ηγουμενικό μανδύα, παρά μόνον την ημέρα που ενθρονίστηκε από την Ιερά Κοινότητα στον θρόνο του Αγίου Στεφάνου. Και για «στασίδι του» είχε επιλέξει μία γωνία μέσα στο ιερό βήμα, πίσω από την τεμπλαία εικόνα της Θεοτόκου. Λειτουργούσε απλά, σαν ιερομόναχος, κάθε ημέρα, όλα τα χρόνια της επίγειας ιερωσύνης του, και όταν δεν είχε εκφωνήσεις, στεκόταν όρθιος στην ίδια πάντα θέση. Ρωτήσαμε στο μοναστήρι του και ζητήσαμε να δούμε τον ηγουμενικό μανδύα του ηγουμένου Φιλαρέτου, αλλά στο Κωσταμονίτου δεν υπήρχε καν μανδύας. Όταν τον χρειαζόταν, δανείζονταν από την Μονή Ξενοφώντος, μέχρι τελευταία. Ο πατήρ Φιλάρετος ήταν μικρού αναστήματος, με στρογγυλό πρόσωπο, πυκνή γενειοφυία, δασέα φρύδια, φωτεινά μάτια. Πράος, γλυκύς, ταπεινός, άκακος, προσηνής, ολιγόλογος.
Πέρασε, σαν δόκιμος, από το διακόνημα του μαγείρου σε μετόχι της Μονής, και ως μοναχός, από το «διακόνημα των αρχαρίων», το βαρύ διακόνημα του εκκλησιαστικού, μέχρι που έλαβε την ιερωσύνη, και τελικά το ισόβιο διακόνημα του ηγουμένου.
Ως ηγούμενο, τον εύρισκαν οι προσκυνητές στην αυλή του μοναστηριού, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αυτός ο απλούτσικος και ατημέλητος μοναχός ήταν ο ηγούμενος της Μονής. Όμως, κάποια στιγμή, σε φώναζε κοντά του και σε φανέρωνε πράγματα που τα είχες καλά κρυμμένα μέσα στο βάθος της ψυχής σου. Και τα έλεγε με τέτοια αφοπλιστική αθωότητα που δεν μπορούσε κανείς να τον αμφισβητήσει.
Οι εκκλησιαστικές λειτουργικές συνάξεις, οι Ακολουθίες, στον ιερόν Άθωνα, προαναγγέλονται με την κρούση του ταλάντου, τρεις φορές, και της καμπάνας δύο. Καμπάνα, τάλαντο-τάλαντο-τάλαντο, καμπάνα. Ο παπα-Φιλάρετος από την πρώτη καμπάνα κατέβαινε στο Καθολικό, την κεντρική εκκλησία της Μονής, και περίμενε. Όμως αυτό σκανδάλιζε τον εντεταλμένο μοναχό, τον εκκλησιαστικό, ο οποίος ήθελε μόνος του μέσα στην εκκλησία και απερίσπαστος από την παρουσία άλλων προσώπων, να ανάψει τα καντήλια και γενικά να ετοιμάσει τον ναό για την επόμενη ακολουθία. Δεν ήταν σπάνιο, σε μερικές περιπτώσεις, όταν πλέον ήταν ο πατήρ Φιλάρετος μεγάλης ηλικίας, να ξυπνάει νωρίτερα και να ζητάει από τον εκκλησιαστικό να σημάνει και να ανοίξει την εκκλησία, γιατί πέρασε … η ώρα …Οι επίσημοι της εποχής εκφράζονταν με τα πλέον επαινετικά σχόλια για τον όσιο εκείνον άνθρωπο του Θεού.
Ήταν καθιερωμένη η αντίληψη ότι ο γέρο-Φιλάρετος, ο ηγούμενος της Κωνσταμονίτου, ήταν στην εποχή του ο αγιότερος ηγούμενος στο Άγιο Όρος, όπως είχε καταθέσει την μαρτυρία του ο Σωτήριος Σχοινάς, μεγαλο-εκδότης από τον Βόλο, που εξέδιδε εκείνα τα χρόνια το εξαιρετικό περιοδικό «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη».Τα χρόνια κύλησαν. Το έτος 1963 θεωρήθηκε από τον τότε οικουμενικό πατριάρχη Αθηναγόρα τον μεγαλοπρεπέστατο ως επετειακό έτος για τον ιερό Άθωνα. Συμπληρώνονταν χίλια έτη από την ίδρυση, από τον Όσιο Αθανάσιο και τον αυτο-κράτορα Νικηφόρο Φωκά, της Μεγίστης Λαύρας. Το έτος αυτό ήταν και το τελευταίο της επίγειας ζωής του οσίου Φιλαρέτου. Στις 28 Ιανουαρίου (Φεβρουαρίου 10) το 1963, ο Κύριος κάλεσε κοντά του και τον πατέρα Φιλάρετο.
Στην αγιορειτική Μονή του Κωνσταμονίτου συχνοί είναι οι προσκυνητές μέχρι σήμερα που βρίσκουν την τιμία κάρα του αγίου Γέροντος στο κοιμητήριο της Μονής και την ασπάζονται με πολλή ευλάβεια.Καί εμείς την προσκυνήσαμε και, με την ευλογία του γέροντος Αγάθωνος, πριν πολλά χρόνια, ελάβαμε λίγο λειψανάκι από τα κροταφικά οστέα.
Από αυτά, ο μακαρίτης παπα Ευθύμιος, εφημέριος της πατρίδας του γέροντος, της Φυτειάς, έβαλε σε ασημένια λειψανοθήκη το τεμάχιο που, με την ευλογία του σεπτού ποιμενάρχη μας, του δώσαμε. Και το προσκυνούσε σε κάθε ιερή ακολουθία, εκεί στον ενοριακό ναό του χωριού του.Δεν είναι λίγοι και αυτοί που επικαλούνται και ζητούν την βοήθεια του οσίου πατρός, και μάλιστα σε καιρό πειρασμού. Εφέτος λοιπόν έκλεισαν εκατό χρόνια από την αποταγή του Αντωνίου Μάστορα και πενήντα από την κοίμηση του ιδίου, του μακαριστού και οσίου Γέροντος Φιλαρέτου Κωνσταμονίτου.
Μακάρι να μας συντροφεύει η πατρική του ευχή και προσευχή.
Αρχιμ. Πορφύριος Μπατσαράς
ΠΗΓΗ.Περιοδικό ΠΑΥΛΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
http://fdathanasiou.wordpress.com