Γέροντας Αυξέντιος Γρηγοριάτης: Γεννήθηκε το έτος 1892 στην Μάνδρα (Κούντουρα) Ελευσίνος από τον Κωνσταντίνο Κωσταντώνη και την Ευαγγελία. Ήταν Αρβανίτης. Η μακρινή καταγωγή των προγόνων του ήταν από τη μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο. Στη βάπτιση τον ονόμασαν Αθανάσιο.
Ήταν πρωτότοκος από άλλα δύο αδέλφια και δύο αδελφές, εκ των οποίων η Αντιγόνη έγινε και αυτή μοναχή με το όνομα Ανυσία. Όταν ο Αθανάσιος ήταν βρέφος, δε θήλαζε τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, σαν τον άγιο Νικόλαο, προοιμιάζοντας την μετέπειτα ισόβια εγκράτειά του.
Αγαπούσε την Εκκλησία και την προσευχή. Τα μικρότερα παιδιά τον θαύμαζαν για την καλοσύνη του. Μεγαλώνοντας βοηθούσε τον πατέρα του στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Εκεί κοντά στο χωριό τους υπήρχε μια σπηλιά που τη νύχτα φαινόταν φως, γι’ αυτό ολόκληρη την περιοχή ονόμαζαν “Καντήλι”. Ήταν σε απόκρημνα βράχια, πολύ ψηλά και κανείς δεν κατάφερε ν’ ανεβεί.
Ο Αθανάσιος κατόρθωσε να ανεβεί και έμεινε δύο μερόνυχτα στη σπηλιά. Του συνέβη ένα θεϊκό γεγονός που τον επηρέασε. Όταν κατέβηκε από τη σπηλιά, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε, έφυγε για να γίνει μοναχός. Πήγε στο Μοναστήρι της Πεντέλης, αλλά δεν έμεινε πολύ. Έγινε δόκιμος στη μονή του Οσίου Μελετίου, αλλά επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στρατιώτης στον Μικρασιατικό πόλεμο για δύο χρόνια. Μετά την απόλυσή του ήρθε στο Άγιον Όρος και κοινοβίασε στην Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου το έτος 1920 σε ηλικία 28 ετών.
Η πρόθυμη διακονία του, η ακρίβεια στην υπακοή και στη μοναχική ζωή του, η αγωνιστικότητα και η φιλοθεΐα του έκαναν εντύπωση στους πατέρες, και σε ένα χρόνο έγινε μεγαλόσχημος.
Διακόνησε στην Εκκλησία, στο μύλο, στο μαγειρείο, έξω στον κόσμο στα Μετόχια και στους κήπους. Ήταν φιλόπονος, εργατικός και επιμελής στο διακόνημά του. Κουραζόταν πολύ και στις αρχές για ένδεκα χρόνια είχε πόλεμο με τον ύπνο. Στενοχωριόταν που καμιά φορά μετά από την ολοήμερη κόπωση στο διακόνημα τον έπαιρνε ο ύπνος στην ακολουθία. Το εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο παπα-Θανάση και εκείνος του είπε να μη στενοχωρείται, διότι η Εκκλησία είναι σαν το καράβι που ταξιδεύει.
Άλλος αγρυπνεί, άλλος κοιμάται, αλλά το καράβι προχωρά και θα φθάσουν κάποτε στον προορισμό τους. Ενισχύθηκε, έλαβε θάρρος, συνέχισε τον αγώνα του και νίκησε τον ύπνο. Έτσι έφθασε να αγρυπνεί όλη τη νύχτα στο κελί του, είτε καθήμενος σε ειδικό κάθισμα είτε κάνοντας μεγάλες μετάνοιες και σταυρωτά κομποσχοίνια· ξεκουραζόταν λίγο την ημέρα. Αυτό το συνέχισε και αργότερα που έχασε το φως του και έπασχε από κήλη, ακόμα και στα γεράματά του.
Ο Ηγούμενος είχε ορίσει κάθε νύχτα να αγρυπνεί ένας αδελφός.
Έκανε χρέη νυχτοφύλακα, γυρνούσε στο Μοναστήρι και πήγαινε να δει, αν ήθελε κάτι ο τυφλός πλέον γερω-Αυξέντιος. Όσες φορές έμπαινε στο κελί του, ο γερω-Αυξέντιος ήταν πάντα όρθιος.
Μόλις όμως άκουγε θόρυβο, καθόταν στο κρεβάτι και έκανε πως κοιμόταν. Οι πατέρες που έμαθαν το τυπικό του φρόντιζαν να μπαίνουν αθόρυβα για να μην τον διακόπτουν, και τον έβλεπαν πάντα όρθιο να προσεύχεται.
Ο γερω-Αυξέντιος ήταν μοναχός σιωπηλός και φιλήσυχος. Όταν έβλεπε σκάνδαλα, έφευγε αμέσως. Μιλούσε λίγο, αλλά αγωνιζόταν πολύ. Απέφευγε τις συζητήσεις, γιατί όπως έλεγε “όταν ομιλώ, μετά δυσκολεύομαι στην πνευματική εργασία, διότι μου έρχονται λογισμοί άλλοι”.
Ούτε και όταν γήρασε δεν ήθελε παρέα και συζήτηση, όπως συνήθως συμβαίνει με τους γέρους. Αυτός προτιμούσε την σιωπή, την ησυχία για να μη διακόπτει τη νοερά του εργασία. Και όταν κανείς απ’ τους νέους πατέρες καθόταν παραπάνω στο κελί του, με τον τρόπο του έκοβε τις συζητήσεις και του έδινε να καταλάβει ότι πρέπει να τον αφήσει μόνο του. Κάποτε ο διακονητής που τον βοηθούσε να πάει από το κελί στην Εκκλησία, του μιλούσε στη διαδρομή.
Οπότε του λέγει αυστηρά ο γερω-Αυξέντιος: “Δε θα μου μιλάς στο δρόμο”. Δεν ήθελε να τον αποσπούν από την προσευχή. Ήταν μοναχός της πράξεως αλλά και της θεωρίας. Ήταν κυρίως ένας νηπτικός μέσα στο Κοινόβιο, σε μεγάλα μέτρα, που σαν αυτόν είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς ακόμα και στην έρημο. Μέχρι την κοίμησή του, όσο έζησε σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν έπαυε τη νοερά προσευχή. Γι’ αυτό έμεινε έγκλειστος στο κελί του, δεν κυκλοφορούσε στην αυλή και απέφευγε την ομιλία, για να μη διακόπτει τη νοερά προσευχή του.
Συμβούλευε: “Να λέτε συνεχώς την ευχή, γιατί θα είστε μαζί με το Χριστό. Με την ευχή αισθάνεται κανείς ένωση με το Θεό. Καταλαβαίνει ότι το παν είναι ο Θεός. Με την ευχή να διώχνετε τους λογισμούς. Ο ίδιος ο Χριστός θα σας διδάσκει και θα σας φωτίζει. Μόνο να κοιτάτε ο νους σας να είναι μέσα στην καρδιά. Όταν όμως κουράζεστε, να λέτε το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” με το στόμα.
Εγώ αυτό που έχω να σας πω είναι το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” και τίποτε άλλο”. Όταν τον ρωτούσαν, “τι πρέπει να κάνουμε για να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών”, απαντούσε: “Να λέμε συνεχώς την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Σε όλους συνιστούσε να λένε την ευχή, και μάλιστα έλεγε “την ευχή στην καρδιά”, ενώ στους λαϊκούς έλεγε να τηρούν τις εντολές και να διαβάζουν την Αγία Γραφή.
Ο ίδιος είχε κάνει πράξη στη ζωή του το “αδιαλείπτως προσεύχεσθε”, και μάλιστα έφτασε σε προχωρημένη κατάσταση πνευματική, ώστε να λέγει την ευχή και στον ύπνο του, όπως με απλότητα απεκάλυψε στο γέροντα Παΐσιο.
Άλλοτε είπε ο ίδιος, όντας τυφλός, ότι, “όταν λέω την ευχή βλέπω στο δεξιό μέρος φως. Αυτό το βλέπω, όταν κάνω τον κανόνα με το κομποσχοίνι. Το βλέπω συχνά. Αυτό φεύγει και ύστερα πάλι ξανάρχεται. Το κυριότερο όμως είναι η αγάπη που έρχεται στην καρδιά για το Χριστό”.
Έβλεπε το άκτιστο φως και κάποια μέρα ανησύχησε γιατί δεν το είδε και ζητούσε να εξομολογηθεί στον Πνευματικό του.
Κάποτε ο γερω-Αυξέντιος πήγε να κοινωνήσει στο παρεκκλήσι του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος, όπου γινόταν θεία Λειτουργία. Ενώ προσήλθε προετοιμασμένος με πολύ πόθο και ευλάβεια, ο λειτουργός ιερέας τυφλώθηκε από ένα φως δυνατό και ιλαρό που έβγαινε από το πρόσωπο του γέροντος Αυξεντίου.
Το πρόσωπό του σκεπάστηκε, εξαφανίστηκε από έναν φωτεινό ήλιο, υπέρ τον ήλιο λάμποντα, και ο ιερέας δεν μπορούσε πλέον όχι να τον κοινωνήσει αλλά ούτε να τον αντικρύσει, ρίχνοντας το βλέμμα του χαμηλά.
“Έλαμπε τόσο το πρόσωπό του”, διηγείται ο λειτουργός, “που όταν τον κοίταξα, ζαλίστηκα και παραλίγο να πέσω κάτω. Έβαλα το χέρι μου και σκέπασα τα μάτια μου γιατί δεν άντεχα το δυνατό φως. Έλαμπε ολόκληρος”. Όταν σε λίγο υπεστάλη το άκτιστον φως και συνήλθε ο έκπληκτος ιερέας, τότε τον κοινώνησε.
Ο γερω-Αυξέντιος έγινε συχνά θεωρός του ακτίστου φωτός και έφθασε στην κατάσταση του θείου έρωτος. Και όλα αυτά από την επιμονή του στην ευχή.
Είχε μάθει και πολλές άλλες προσευχές απ’ έξω και τις έλεγε εναλλάξ με την ευχή. Ήξερε όλον τον Ακάθιστο μαζί με τον κανόνα και τον έλεγε συχνά. Στιχολογούσε κάθε βράδυ το Ψαλτήρι απ’ έξω. Το είχε αποστηθίσει και την ευχή συνέχεια. Αγαπούσε πολύ την ακολουθία. Του άρεσαν ιδιαίτερα οι ευχές της θείας Μεταλήψεως. Τις διάβαζε με πολύ πόθο. Ήθελε να μη χάνει τίποτε από τα γράμματα της ακολουθίας. Μερικές φορές, όταν δεν άκουγε καλά, πήγαινε κοντά στο διαβαστή ενώ άλλες φορές φώναζε, “πιο δυνατά”.
Ο γερω-Αυξέντιος τήρησε την υπόσχεση να φυλάξει ακτημοσύνη. Ήταν πάμπτωχος. Δεν είχε τίποτε και δεν επεθύμησε τίποτε σ’ αυτή τη ζωή παρά μόνο το Χριστό. Δε φόρεσε καινούριο ρούχο σαν καλόγερος και όλη του τη μοναχική ζωή πέρασε με ένα ζευγάρι παπούτσια.
Στο δρόμο, όταν τον έβλεπε κανείς, για να μην τα χαλάσει αλλά και για άσκηση, για να καταπονεί το σώμα του, τα κρατούσε στη μασχάλη και βάδιζε ανυπόδητος. Κάποτε που έλειπε, πέταξαν τις φθαρμένες φανέλες του και στενοχωρήθηκε. Έπειτα κατέβηκε στο γκρεμό που τις είχαν πετάξει και τις ξαναμάζεψε. Στο κελί του δεν είχε τίποτε άλλο εκτός από μερικές εικόνες και λίγα βιβλία.
Ήταν τελείως ξένος, χωρίς καμία επικοινωνία με τους κατά σάρκα συγγενείς του. Όταν μετά από τριάντα χρόνια ήρθαν να τον δουν τ’ αδέλφια του, αυτός για να τους αποφύγει έφυγε στο αμπέλι, και μόνο όταν οι πατέρες επέμεναν να μιλήσει στ’ αδέλφια του χάριν της υπακοής, τους μίλησε και τους είπε άλλη φορά να μην τον ενοχλήσουν.
Ο γερω-Αυξέντιος, όπως μαρτυρούν οι συγκοινοβιάτες του, ήταν πολύ βιαστής. Κουραζόταν στα διακονήματα, έσκαβε το αμπέλι και νήστευε αυστηρά. Ήταν ασκητής και αγνοούσε τελείως μερικά φαγώσιμα. Όταν ήταν άρρωστος στα γεράματά του, τον ρώτησε ο διακονητής, αν θέλει χαλβά ή μαρμελάδα.
Με απορία ρώτησε “τι είναι η μαρμελάδα;”. Ο μάγειρας και ο παραμάγειρας είχαν τη φροντίδα να πηγαίνουν το φαγητό στο γερω-Αυξέντιο. Κάποια μέρα τον είδαν να έρχεται στο μαγειρείο και τους είπε: “Να μου δώσετε λίγο φαγητό. Έχω τρεις μέρες να φάω”. Τότε του έβαλαν μετάνοια, γιατί είχαν ξεχάσει να του πάνε το φαγητό, αλλά αυτός ούτε γόγγυσε ούτε διαμαρτυρήθηκε.
Είχε μεγάλη αυταπάρνηση. Για να μη βγει στον κόσμο να εγχειρισθεί στα μάτια του έμεινε τυφλός. Δεν έκανε εγχείριση κήλης, παρ’ όλο που πονούσε και υπέφερε. Δε θέλησε να βάλει ξένα δόντια. Έμεινε χωρίς ούτε ένα δόντι, και δυσκολευόταν στις σκληρές τροφές.
Δεν ήθελε να του κάνουν ιδιαίτερα φαγητά. Όταν τον ρωτούσαν τι φαγητό θέλει, απαντούσε: “Ό, τι έχει το κοινό”.
Πάντα έτρωγε με εγκράτεια και μέτρο. Αν τον πίεζαν να φάει περισσότερο, έλεγε: “Μη με πιέζετε. Το πολύ φαγητό δεν είναι κατά Θεόν”. Έδινε και στο διακονητή του κάτι απ’ αυτά που του πήγαινε.
Όταν κοινωνούσε κλεινόταν στο κελί του και προσευχόταν. Δε μιλούσε και δεν απαντούσε σε κανέναν. Κάποτε, μετά τη θεία Κοινωνία τον βρήκαν οι πατέρες μπρούμυτα μέσα στο κελί του να προσεύχεται.
Ήταν σε θεωρία και δεν ένιωθε τους πατέρες που τον παρακολουθούσαν.
Τυφλός ων και ενώ δεν άκουγε και καλά, μη έχοντας ακριβή αίσθηση του χρόνου και μη θέλοντας να χάσει την ακολουθία, ξεκινούσε από το κελί του ως συνήθως και δύο ώρες νωρίτερα. Μια νύχτα σκόνταψε. έπεσε, χτύπησε και πλημμύρισε στα αίματα που έτρεχαν από τη μύτη του.
Εξαντλήθηκε και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τον βρήκαν μετά από δύο ώρες περίπου ξυλιασμένο μέσα στα αίματα και τον μετέφεραν στο γηροκομείο. Εκεί τον καθάρισαν και κάθισε ένας αδελφός να τον προσέχει.
Όταν κατάλαβε ότι έφυγαν οι πατέρες και νομίζοντας ότι είναι μόνος, πέταξε τις κουβέρτες σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κάνει τον κανόνα του, συνεχίζοντας για ώρες τα κομποσχοίνια του. Του είπαν οι πατέρες: “Γερω-Αυξέντιε, εσύ τώρα είσαι γεροντάκι. Κάθισε στο κελί σου, δεν χρειάζεται να έρχεσαι στην ακολουθία”. Αυτός απάντησε: “Μη μου στερείτε την Εκκλησία. Εκεί αισθάνομαι πραγματική ελευθερία”.
Όταν είχε το φως του, διάβαζε τη Φιλοκαλία και μάλιστα στο πρωτότυπο. Τους πέντε τόμους τους διάβασε για τέταρτη φορά. Όταν τον ρωτούσαν οι πατέρες, τι να διαβάζουν, έλεγε τη Φιλοκαλία. Και όταν του έλεγαν ότι δεν την καταλαβαίνουν, απαντούσε: “Δεν πειράζει. Σιγά-σιγά θα την καταλάβετε”.
Αγαπούσε ιδιαιτέρως τη Φιλοκαλία, γιατί και ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος νηπτικός με ανάλογες εμπειρίες και βιώματα σαν αυτά που διάβαζε στους αγαπημένους του φιλοκαλικούς Πατέρες. Όπως εξομολογήθηκε στον Πνευματικό του, στο δωδέκατο κομποσχοίνι του κανόνος έβλεπε το άκτιστο φως, ενώ ήταν τελείως τυφλός. Και ενώ είχε την ευχή αδιάλειπτο και στα γηράματά του έκανε 150 μεγάλες μετάνοιες, ταπείνωσε τον εαυτό του και αυτομεμφόμενος έλεγε: “Σκοτεινά βαδίζω, αναισθησία με κρατάει και ζω στη ματαιότητα”.
Κάποτε τον επισκέφθηκε ο παπα-Ισαάκ ο Καψαλιώτης και τον ρώτησε πότε καταλαβαίνουμε ότι η ευχή γίνεται καρδιακή, και απάντησε· όταν σταματούν οι λογισμοί. Και όταν τον ρώτησε για μεγάλες καταστάσεις, για φώτα και οράματα, απάντησε με μεγάλη φωνή λέγοντας: “Μη ζητάς τέτοια πράγματα. Κάθαρση από τα πάθη να ζητάς”.
Σε δύο νέους που έβαλαν μετάνοια για δόκιμοι τους ευχήθηκε και τους συμβούλεψε: “Να πορεύεσθε εις οδόν αληθούς μετανοίας”.
Ο γερω-Αυξέντιος αγωνιζόμενος και υπομένοντας το γήρας και τις ασθένειες, έχοντας σύντροφον αχώριστον την αγαπημένη του ευχή, έφθασε στο τέλος του μοναχικού του δρόμου νικητής. Ήταν υπάκουος μέχρι θανάτου, βιαστής μέχρι αίματος, ακτήμων στο έπακρο, ξένος του κόσμου, οικείος του Θεού, αγαπητός και ποθεινός στους πατέρες, κανών μοναχικής ακριβείας και νηπτικός μέγας, κατορθώσας την αδιάλειπτον προσευχή.
Εκοιμήθη την 1η Μαρτίου 1981, ξημερώνοντας Κυριακή της Ορθοδοξίας, σε ηλικία 89 ετών, προετοιμασμένος πλήρως για την άλλη ζωή. Ο Γέροντας και οι πατέρες μιλούσαν με θαυμασμό και συγκίνηση για το γερω-Αυξέντιο, για τα ασκητικά του και νηπτικά του κατορθώματα, και είχαν την αίσθηση ότι προπέμπουν έναν όσιο στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, στη Βασιλεία των Ουρανών.
Μετά την κοίμησή του, αδελφός ρώτησε το γερω-Παΐσιο εάν σώθηκε ο γερω-Αυξέντιος και απάντησε: “Εάν αυτός δε σώθηκε, τότε κανείς από μας δε θα σωθεί”.
Η τίμια κάρα του κατά καιρούς εκπέμπει ευωδία, όπως την αισθάνθηκαν κάποιοι πατέρες.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση – Εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος” σελ. 138-148
Γέροντας Αυξέντιος Γρηγοριάτης (1892 – 1/14 Μαρτίου 1981)
35 χρόνια από την κοίμηση του μοναχού Αυξεντίου Γρηγοριάτου
[Επί τη σεπτή επετείω των τριάκοντα και πέντε ετών της οσιακής κοιμήσεως του Μοναχού Αυξεντίου Γρηγοριάτου (1-14 Μαρτίου 1981), εμβληματικής μορφής του αγιορείτκου μοναχισμού του 20ού αιώνος, δημοσιεύουμε τη σχετική μελέτη του συμμοναστού του, Δαμασκηνού μοναχού Γρηγοριάτου.]
Ὁ ὁσιώτατος Μοναχός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης, ἦταν τό καμάρι καί τό στολίδι τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς μας. ῏Ηταν ὁ ἀσκητής τοῦ κοινοβίου, ὁ ἀετός τῆς θείας ἀγάπης, ὁ θεωρός τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁ περιφρονητής τῶν γηῒνων καί ἐραστής τῶν οὐρανίων.
῏Ηταν τό καύχημα τῆς μετανοίας. ὁ πλοῦτος τῆς θείας σοφίας, ὁ δυνάστης τῶν δαιμόνων, τῆς προσευχῆς τό λαμπρότατον τέμενος, ὁ ἐπίγειος ῎Αγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος.
Μέ αὐτά τά ταπεινά λόγια ἐτόλμησα στό ἐλάχιστο βέβαια, νά ἐκθειάσω τήν ὁσιακή προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας π. Αὐξεντίου.
Γνωρίζω τήν ἀδυναμία τῆς γλώσσης μου, νά ἐξυμνῶ τέτοιες μορφές, γι᾿ αὐτό καί ἐκ τῶν προτέρων ζητῶ συγγνώμη.
Πολλά ἐγράφησαν ἀφ᾿ ὅτου ὁ ῞Οσιος αὐτός Μοναχός ἤλλαξε τά ἐπίγεια μέ τά οὐράνια, τά φθαρτά μέ τά ἄφθαρτα. Ἐθεώρησα ὅμως ἀναγκαῖον, ἀνάμεσα στίς ἄλλες βιογραφίες τῶν ῾Αγιορειτῶν Γεροντάδων μας, νά προσθέσω καί τόν μακαριστό π. Αὐξέντιο, περιλαμβάνοντας συνοπτικά, τά ἱστορικά στοιχεῖα γιά τήν ζωή του, τούς ἀγῶνες καί τό μακάριο τέλος του.
Ἐπίσης θά προσθέσω καί ὅσα γεγονότα συνέβησαν μετά τήν κοίμησίν του, πρός δόξαν Θεοῦ καί ἔπαινον τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.
῾Ο Γέρων Αὐξέντιος, γεννήθηκε στήν Μάνδρα Ἀττικῆς Ἐλευσῖνος) τό 1892. Τό κοσμικό του ὄνομα, ἦταν Ἀθανάσιος Κωνσταντίνου. Προήρχετο ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια. Ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία ἀγάπησε τόν μονήρη βίο. Οἱ βιγραφίες ῾Οσίων Πατέρων, πού ἄπληστα ἐδιάβαζε, τοῦ εἶχαν ἀνάψει τόν ζῆλο γιά τόν ἀσκητικό μοναχισμό. ῞Οταν ἐμεγάλωσε, ὑπηρέτησε ὡς στρατιώτης τήν Πατρίδα ἐπί ἀρκετά χρόνια κατά τήν περίοδον τῶν Βαλκανικῶν πολέμων. Ἀφοῦ μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε σῶος, ἔφυγε ἀμέσως γιά τό Μοναστήρι τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Δομβοῒτου, πού εὑρίσκεται κοντά στήν περιοχή τῆς γενετείρας του. Ἐκάρη ἐκεῖ ρασοφόρος Μοναχός καί μετ᾿ ὀλίγον ἀνεχώρησε γιά περισσότερη ἡσυχία καί προσευχή, γιά τόν εὐλογημένο ῎Αθωνα.
Σ
τήν ῾Ιερά Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου ἦλθε τό 1920 σέ ἡλικία 28 ἐτῶν. Μετά ἕνα χρόνο, ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχός μέ τό ὄνομα Αὐξέντιος. Ἀπό τότε μέχρι τήν ἡμέραν τῆς κοιμήσεώς του, πού συνέβη τό ἑσπέρας τῆς ἀγρυπνίας τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1981, ὁ Γέροντας ἔκαιγε καί ἔλυωνε ὡς μία λαμπάδα στό Μοναστήρι μας φωτίζοντας ὅλους μέ τά ἔνθεα κατορθώματά του καί τίς πλούσιες ἐμπειρίες του. Μερικά ἀπό αὐτά θά σημειώσουμε ἐν συνεχείᾳ, ὡς φόρον τιμῆς καί ἀγάπης πρός τήν ἁγίαν του μορφή.
῾Ο Γέρο ῾Ησύχιος, ἕνα χαριτωμένο γεροντάκι τῆς Μονῆς μας, πού τώρα σέ ἡλικία 99 ἐτῶν γηροκομεῖται στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς μας, μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
῾Ο Αὐξέντιος, ἀδελφάκι μου, ἦταν ἅγιος ἀπό τήν μάννα του. ῏Ηλθε ἕτοιμος Καλόγερος ἀπό τό Μοναστήρι τῆς πατρίδος του. Ἐκεῖ ἔμαθε ὅλα τά καλογερικά καί ἦλθε ἐδῶ ἕτοιμος. Μαζί διακονήσαμε στό Μετόχι Βούλτσιστα τῆς Κατερίνης. Ἐκεῖνος ὑπηρέτησε ἐκεῖ ὡς μάγειρος τρία χρόνια. Ἐνῶ ὅλοι ἔτρωγαν κρέατα, αὐτός οὔτε τά δοκίμαζε, καί παραδόξως πάντα ἦταν νόστιμα. Κρατοῦσε τήν σιωπή καί τήν εὐχή.
῏Ηταν πολύ ἐργατικός. Μακάρι ν᾿ ἀξίωνε καί ἐμένα ὁ Θεός νά ἔχω τό τέλος του.
Ο γράφων ἔζησε μαζί μέ τόν π. Αὐξέντιο ἕξι χρόνια. Ἀλλά καί ἄλλοι Πατέρες, οἱ πρῶτοι ἀπό τούς νέους, ἔχουν πολλά νά διηγοῦνται γιά τήν ὁσιακή του πολιτεία.
Δέν ἀγάπησε τίποτα ἀπό τά ἐφήμερα καί ἡδέα τοῦ κόσμου. ῞Ολη του τήν προσοχή τήν εἶχε ἀνυψώσει πρός τά ἐπερχόμενα ἐπηγγελμένα ἀγαθά. Τά τελευταῖα 20 καί πλέον χρόνια, εἶχε χάσει τό φῶς τῶν σωμτικῶν ὀφθαλμῶν του, λόγῳ καταρράκτου.
Τοῦ πρότειναν οἱ Πατέρες νά βγῇ γιά νά ἐγχειρισθῇ, ἀλλά δέν δέχθηκε καί προτίμησε νά παραμείνη τυφλός, μέχρι τοῦ θανάτου του.
῾Υπηρέτησε σέ πολλά διακονήματα τῆς Μονῆς, ὅπως στήν ἐκκλησία, στόν μῦλο, στό μαγειρεῖο, στά Μετόχια, στούς κήπους μέ ὑποδειγματική ἐργατικότητα καί ἐγρήγορσι στήν εὐχή. Στό μῦλο αὐτός κατεσκεύασε τά πεζούλια, ἔκτισε τίς μάνδρες, ἔβγαλε τά χαλίκια ἀπό τά κηπάρια καί τά καλλιέργησε γιά πρώτη φορά.
Κάποια φορά ἐκινδύνευσε ἀπό τίς σφαῖρες ἑνός κυνηγοῦ. ῏Ηταν νύκτα καί ἔβγαζε τά χαλίκια ἀπό τόν κῆπο ἔξω. Κάποιος κυνηγός νόμισε ὅτι ἐκεῖ μέσα στούς θάμνους ἦταν ἀγριόχοιρος. Θά πυροβολοῦσε, ἀλλά ἡ Θεία Χάρις τόν ἔσωσε.
Ποτέ δέν ἐπεδίωξε στήν Μονή νά πάρῃ ἀξιώματα. ῏Ητο εὐχαριστημένος μέ τό κατ᾿ ἔτος διακόνημά του καί τήν ἀμίμητον πτωχεία του. Στό κελλί του εἶχε μόνο τό ξυλοκρέβατό του, μία διχαλωτή καρέκλα, ὅπου τίς νύχτες ἔκανε τίς ἀγρυπνίες του, λίγες εἰκόνες καί τά ἐλάχιστα χιλιομπαλωμένα ροῦχα του. Κρατοῦσε ἀκόμη τό ζωστικό του, τό ὁποῖο ἔρραβε ὁ ἴδιος μέ σακορράφα καί κλωστή σπάγγο.
Εἶχε τόσο πολύ φθαρεῖ, ὥστε σήμερα δέν διακρίνεται ἀπό τά πολλά μπαλώματα τό ἀρχικό του ὕφασμα. Κάποιος Μοναχός, ὁ μακαρίτης π. Ἀνδρέας, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ὁ Γέρο Αὐξέντιος δέν φορεῖ, οὔτε ζητεῖ καινούργοια ροῦχα, πῆγε ἕνα ἀπόγευμα ἔξω ἀπό τό κελλί του. Πῆρε τό κουρελιασμένο παντελόνι τοῦ παπποῦ καί κρέμασε ἕνα ἄλλο καινούργιο.
῾Ο παπποῦς τήν ἄλλη ἡμέρα ζητοῦσε τό δικό του. Δέν τό βρῆκε, μά οὔτε καί διαμαρτυρήθηκε. Μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες, ἀφοῦ ὁ π.’Ανδρέας διεπίστωσε ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνῃ τίποτε, ἐπῆγε, ἐπῆρε τό δικό του καί κρέμασε πάλι τό παλιό παντελόνι τοῦ Γέροντος.
Ἀγαποῦσε πολύ τίς Ἀκολουθίες. Πρίν ἀρχίσουν ἔπιανε τόν τοῖχο καί σιγά-σιγά ψελλίζοντας τήν εὐχή ἤ τούς Χαιρετισμούς κάποιου ῾Αγίου, κατευθυνόταν πρός τήν ἐκκλησία.
῞Οταν κάποια φορά ἔπεσε καί κτύπησε, δέν ζήτησε βοήθεια, ἀλλά οὔτε καί σταμάτησε νά ψιθυρίζῃ τήν εὐχή. Στά νειᾶτα του, φλογισμένος ἀπό τόν πόθο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἀνεχώρησε γιά τό Κάθισμα τῆς Παναγίας, πού ἀπέχει ἀπό τήν Μονή 15 λεπτά.
Σέ ἕνα μῆνα ἐπέστρεψε.
Τόν ρώτησα γιατί γύρισες Γέροντα; Μοῦ ἀπήντησε: «Εἶχε πάει χωρίς τήν εὐλογία τῆς Μονῆς καί μέ ἐνωχλοῦσε ὁ λογισμός. Ἐπί πλέον ἔμαθαν οἱ Χριστιανοί, ὅτι κάποιος ἀσκητεύει ἐκεῖ καί ἤρχοντο νά μοῦ ζητήσουν συμβουλές. Ἐγώ βέβαια ἐκρυβούμουν στό δάσος, ἀλλά δέν μποροῦσε νά γίνεται αὐτό κάθε ἡμέρα. ῎Ετσι προτίμησα νά κατέβω πάλι στήν Μονή γιά νά ἀγωνισθῶ χωρίς νά μέ ξέρῃ κανείς».
Η βία του στή σιωπή καί στήν εὐχή, ἦταν χαρακτηριστική καί ἀπό τό ἑξῆς γεγονός: Κάποτε ὅταν τόν διακονοῦσα, διηγεῖται ὁ ἀδελφός π,. Βασίλειος, ἠθέλησε ἕνας ἄλλος ἀδελφός νά τόν συνοδεύῃ μετά τόν ῾Εσπερινό γιά τό κελλί του. Στό δρόμο ἐσκέφθηκε νά τοῦ ὁμιλῇ διάφορα πράγματα διά νά διασκεδάσῃ τήν τύφλωσί του.
῞Οταν τόν μετέφερε στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, τοῦ εἶπε μέ αὐστηρό ὕφος: «Θέλω νά μέ ὁδηγῇς χωρίς νά μοῦ μιλᾶς, γιατί θέλω νά λέω τήν εὐχή». Συχνά ὅμως ἐπήγαινε ὁ Παπποῦς μόνος του στήν ἐκκλησία, ἀκουμβῶντας στόν τοῖχο καί ψηλαφῶντας τούς χώρους πού εὕρισκε μπροστά του.
Μάλιστα δέ μέ τά δεξί του χέρι ἀκουμβοῦσε στόν τοῖχο καί μέ τό ἀριστερό του ἔκλεινε τό αὐτί του γιά νά μή ἀκούῃ συνομιλίες τῶν κοσμικῶν προσκυνητῶν. ῎Ετσι ζοῦσε μυστικά μέ τήν ἀδιάκοπη προσευχή στήν καρδιά τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐμποδίζοντας κάθε τι τό ἐξωτερικό στήν νοερά ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό.
Στήν ἐκκλησία καί τίς Ἀκολουθίες, μᾶς ἔλεγε ὅτι αἰσθάνεται εὐλευθερία, γι᾿ αὐτό καί ἐρχόταν πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους. Ἀφοῦ προσκυνοῦσε ὅλες τίς εἰκόνες, φορητές καί τοιχογραφίες, στεκόταν στό μόνιμο στασίδι του, τό πρῶτο δεξιά στόν κυρίως Ναό.
Πρίν ἀρχίσει ἡ Ἐννάτη ῞Ωρα ρωτοῦσε, ἄν ἄκουγε ὅτι κάποιος περνοῦσε ἀπό δίπλα του: «Ποῖος ῞Αγιος γιορτάζει αὔριο;». Ἀπ᾿ ἐκείνη τήν στιγμή θά ἄρχιζε νά κάνῃ κομποσχοίνι γιά τόν ῞Αγιο τῆς αὐριανῆς ἡμέρας.
Ἐγνώριζε δέ μέ κάθε λεπτομέρεια τήν τάξι τῶν ἀκολουθιῶν. ‘Εάν κάποιος παρέλειπε κάτι ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπροσεξία, τόν διώρθωνε λέγοντάς του, π.χ. Δόξα Πατρί, λέγε. Ἐάν ὁ διαβαστής δέν ἄκουγε ἤ ἀδιαφοροῦσε, τοῦ ἔλεγε μέ αὐστηρό ὕφος: «ἑβραῖος εἶσαι καί παραλείπεις τά μισά;»
Στό κελλί του εἶχε δύο μικρά μεταλλικά κουτιά ἀπο γάλα βλάχας. Τό ἕνα τό χρησιμοποιοῦσε γιά νά πίνῃ τό νερό, καί τό ἄλλο γιά τό κρασί. Ἐπειδή αὐτά εἶχαν σκουριάσει, σκέφθηκα νά τά πετάξω καί νά βάλω καινούργια ἀνοξείδωτα. Τοῦ τό εἶπα, ἀλλά ἦταν ἀνένδοτος. Δέν ἤθελε πολυτέλειες. Ἀρκεῖτο στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα.
Δέν ἤθελε νά κουράζῃ κανέναν, γι᾿ αὐτό δέν ζήτησε οὔτε νά τοῦ ἀσπρίσουν τό κελλί, οὔτε νά τοῦ διορθώσουν τήν πόρτα ἤ τό παράθυρα, οὔτε ζήτησε ἄλλα ροῦχα.
῎Εμεινε μέ τά παλιά, πού εἶχαν γίνει κουρέλια.
῞Οταν τόν ἐρωτοῦσα: «Τί θέλεις νά φᾶς; Μοῦ ἔλεγε: «῞Ο,τι ἔχῃ ἡ τράπεζα». Τίποτε τό ἰδιαίτερο. Καμμία ἰδιοτροπία. Ἀπό τό πρωϊνό φαγητό, κρατοῦσε τό μισό καί τό ἔτρωγε τό ἀπόγευμα. Τότε συνήθως ἔπινε καί ἕνα τσάϊ μέ λίγο κρασί. Μέσα ἔβαζε καί ἀρκετή ζάχαρι καί μία φέτα ψωμί.
Κάποτε τοῦ εἶχα πάρει καραμέλλες. Τοῦ ἄρεσαν πολύ. Ἄλλοτε εἶχε ζητήσει νά τοῦ ἀγοράση ὁ π. Δαμιανός ἕνα κιλό. Ὅταν τίς ἐπῆγε στό κελλί του, ὁ Γέρο Αὐξέντιος τοῦ εἶπε νά τίς κρατήση στό κελλί του καί νά τοῦ φέρνη μόνο ἀπό δύο κάθε ἡμέρα.
Δέν ἤθελε νά ἔχη περιττά πράγματα στό κελλί του γιατί τόν πείραζε ὁ λογισμός του.
-Γιατί π. Αὐξέντιε, θά σέ πειράξη ὁ λογισμός σου;
-Νά, θά θέλω νά κάνω προσευχή καί ὁ νοῦς μου θά πηγαίνη στίς καραμέλλες!!!
Κάτι παρόμοιο συνέβη καί μέ τόν χαλβὰ. Ὅταν εἶδα ὅτι τοῦ ἄρεσε, τοῦ ἔφερα ἕνα μπαστοῦνι τῶν τριῶν κιλῶν. Τήν ἄλλη ἡμέρα μοῦ εἶπε:
-Πάρε τόν χαλβὰ καί δέν θέλω νά μοῦ φέρης ἄλλη φορά.
Τέτοια βία ἀσκοῦσε στόν ἑαυτό του, ὅταν ἔβλεπε ὅτι κάποια ἀνθρώπινη ἀδυναμία θά μποροῦσε νά τοῦ δημιουργήση πνευματική ἀνωμαλία. Ἦταν γιά ἐμᾶς ἀληθινό ὑπόδειγμα βιαστοῦ μοναχοῦ.
Ὅταν ἦταν στά τελευταῖα του κι ἐμεῖς περιμέναμε ὅτι δέν θά ζήση ἀκόμη πολλές ἡμέρες, τόν ἐπισκέφθηκε τότε ὁ σεβαστός μας Γέροντάς. Ἦταν ἡ τελευταία ἑβδομάδα, πρίν ἀρχίση ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Θέλοντας λοιπόν νά τόν πειράξη ὁ Γέροντας, τόν ἐρωτᾶ: “Θά κρατήσης κι ἐσύ τό τριήμερο τῆς νηστείας, π. Αὐξέντιε;
Καί ὁ Γέρο Αὐξέντιος πνέοντας τά λοίσθια στό κρεββάτι του, τοῦ ἀπαντᾶ μέ ὅση δύναμι τοῦ εἶχε ἀπομείνει: “Ναί θά τό κρατήσω, πρῶτα ὁ Θεός”.
Ὅλοι φυσικά γελάσαμε καί ὁ Γέροντας μειδιῶντας καί γυρίζοντας πρός ἐμᾶς, μᾶς; εἶπε: “Εἶναι ζήτημα, ἐάν θά ζήση ἀκόμη τρεῖς ἡμέρες, κι ὅμως τό τριήμερο τῆς νηστείας, πρό τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς θέλει νά τό κρατήση”. Αὐτό φανέρωνε τήν ἀγωνιστικότητά του καί τήν μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς βία στόν ἑαυτό του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἕνωσί του μέ τόν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τόν Χριστό.
Ὅταν κάποτε τόν ἐρώτησα: Πῶς νά λέγω τήν εὐχή, μοῦ ἀπήντησε: Μέ τήν καρδιά”.
-Κι ὅταν ἔρχονται λογισμοί, τί νά κάνω;
-Νά τούς διώχνης. Οἱ λογισμοί, προέρχονται ἀπό τά πάθη. Τά πάθη εἶναι σάν τήν μηχανή. Ἔρχεται ὁ διάβολος γυρίζει τήν μηχανή του καί τότε βγαίνουν σάν τά ζάρια οἱ λογισμοί. Ἐμεῖς πρέπει νά τούς διώχνουμε καί νά βάζουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας καί νά λέμε τήν εὐχή”, καί συνέχισε νά προσεύχεται μέ τόν νοῦ στήν καρδιά του.
Σέ ὅλους ἦταν καταδεκτικός μέ τήν σεμνοτάτη παρουσία του. Τούς ἀγαποῦσε τούς Πατέρες καί ἰδιαίτερα αὐτούς πού τόν διακονοῦσαν τούς τραβοῦσε κομποσχοίνι.
Οἱ συμβουλές του πρός ὅλους σχεδόν, ἀκόμη καί πρός τούς εὐλαβεῖς χριστιανούς πού τόν ἐπισκέπτοντο, ἦταν ἡ εὐχή καί ἡ ἀνάγνωσι τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ἀπέφευγε κάθε τί πού θά τόν ἠμπόδιζε στήν γλυκυτάτη του προσευχή. ῎Ετσι δέν ἤθελε νά συζητῇ πολύ, οὔτε νά καθυστεροῦν Πατέρες στό κελλί του, ἀνάβοντας τήν σόμπα του ἤ ἑτοιμάζοντας τό φαγητό του.
Οὐδέποτε ἐζήτησε νά τόν συνοδεύσῃ κάποιος γιά νά πάη βόλτα στόν περίβολο τῆς Μονῆς. Ἐνίοτε, ὅταν ἀντιλαμβάνετο, ὅτι θά ἔλθουν κάποιοι νά τόν ἐνοχλήσουν, κρυβόταν μέσα στά τετριμμένα κλινοσκεπάσματά του γιά νά μή κουβεντιάζῃ μαζί τους.
Ἐντύπωσι εἶχε προξενήσει σέ ὅλους μας, ἡ συμμετοχή του στίς ἱερές Ἀκολουθίες. Σχεδόν πάντοτε στεκόταν ὄρθιος ψελλίζοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκάθητο λίγο, ἀλλά ὅταν ἄκουγε τό ὄνομα τῆς Παναγίας, τοῦ ῾Αγίου τῆς ἡμέρας, ἔκανε ἀμέσως τό Σταυρό του καί σηκωνόταν. Τό πόσο εἶχε χαριτωθεῖ, θά τό μάθουμε ἀπό τό στόμα ἑνός ἐργάτου τῆς Μονῆς μας τοῦ κ. Δημήτρη, ὁ ὁποῖος μετά τό πέρας τῆς Λειτουργίας κάποιου Σαββάτου, το 1979, μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε τά ἑξῆς:
-Πάτερ, ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, ἀλλά τέτοια πράγματα πού εἶδα σήμερα τό πρωῒ στήν’Εκκλησία, θά ἔπρεπε ἐσεῖς νά τ·ά βλέπετε καί ὄχι ἐγώ.
-Τί εἶδες, Δημήτρη; Τί σοῦ συνέβη;
-῞Οταν μπῆκα τό πρωῒ στήν ἐκκλησία, διαβάζανε κάτι Ψαλμούς οἱ Μοναχοί.
Πέρασα ἀπό τήν Λιτή (ἐσωνάρθηκας) γιά τό κυρίως Ναό. Τότε δεξιά μου, ἐκεῖ πού στέκεται πάντα ἕνος τυφλός γέρος, ψηλός καί ἀδύνατος, ἄκουσα Ψαλμωδίες. Ἀπόρησα. Κύτταζα ἀπό ποῦ προέρχονται, ἀλλά ἀπό πουθενά δέν ἔβλεπα κάποιους ἀπό τούς Πατέρες νά ψάλλουν. Ἀρκετά συγκινημένος ἐπῆρα ἕνα στασίδι καί προσευχόμουν. Στήν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας ἄλλη παρόμοια περίπτωσι μέ ξάφνιασε. ῞Ολοι οἱ Μοναχοί μέ προπορευομένους τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ἦταν σέ παράταξι πλησίον τοῦ Τέμπλου γιά νά κοινωνήσουν. Καθώς τούς ἐκύτταζα ἀπό μακρυά, τό πρόσωπο τοῦ πρώτου, αὐτοῦ δηλαδή τοῦ τυφλοῦ, ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο καί περισσότερο. Μά ποιός εἶναι, πάτερ, αὐτός ὁ Μοναχός;
-Ὀνομάζεται Γέρων Αὐξέντιος καί εἶναι ἅγιος Μοναχός. Ἀλλά πές μου ἀκόμη, Δημήτρη, σοῦ ἔχουν συμβεῖ καί ἄλλα παρόμοια τέτοια γεγονότα στήν ζωή σου;
-Ναί, μία φορά, καθώς διάβαζα τήν Θεία Μετάληψι, αἰσθάνθηκα γύρω μου εὐωδία καί ἄλλοτε ἐπιθυμῶ πολύ νά κλαίω, ὅταν διαβάζω αὐτές τίς εὐχές.
Πνευματικός τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ἐχρημάτισε ὁ ῾Ιερομόναχος π. Π. Μαζί του συνῆψε τόν παρακάτω διάλογο:
-Γέρο Αὐξέντιε, θά πᾶμε στό παράδεισο;
-῾Ο Θεός ξέρει.
-Τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά κερδίσουμε τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν;
-Νά λέμε συνεχῶς τήν εὐχή: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» καί προσέθεσε: «Πολλές φορές βλέπω πρός τό δεξιό μέρος Φῶς. Αὐτό τό βλέπω ὅταν κάνω τόν κανόνα μου μέ κομποσχοίνι. Τό βλέπω τακτικά καί μετά πάλι φεύγει.
-Τί αἰσθάνεσαι, ὅταν τό βλέπῃς, Γέρο Αὐξέντιε;
-Αἰσθάνομαι πολλή χαρά καί εἰρήνη.
Εἶχε φθάσει στά μέτρα τῆς ἁγιότητος ἀπό τήν παροῦσα ζωή. ῾Ο Χριστός μέ τήν παρουσία τοῦ ἀκτίστου Φωτός στήν ψυχή του, ἐφανέρωνε τήν δική του παρουσία, ἡ ὁποία τόν εἰρήνευε καί τόν χαροποιοῦσε.
Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στόν Γέροντα καί ῾Ηγούμενο τῆς Μονῆς μας, τόν π. Γεώργιο. Ἀπέφευγε νά δίνῃ συμβουλές, διότι μᾶς ἔλεγε: «Ἐσεῖς ἔχετε τόν Γέροντα πού εἶναι θεολόγος. Αὐτόν νά ρωτᾶτε καί νά κάνετε ὑπακοή σέ ὅ,τι σᾶς λέγει».
῾Οσάκις ἐπέστρεφε ὁ Γέροντας ἀπό τόν κόσμο, ὁ Γέρο Αὐξέντιος, μέ βῆμα βιαστικό ἐπήγαινε νά πάρῃ τήν εὐχή του. Ἀλλά καί ὁ Γέροντάς μας στίς ὁμιλίες καί συμβουλές του πρός ὅλη τήν Ἀδελφότητα, τά ἑξῆς περίπου ἔλεγε: “Πρέπει νά ἀγωνιζώμεθα κατά τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας καί τῶν λοιπῶν παθῶν μας. Βλέπετε τόν Γέρο Αὐξέντιο; Εἶναι τυφλός καί οὔτε ὁμιλεῖ κρατῶντας τήν σιωπή. Ἀγωνίζεται μέ τήν ταπείνωσι, τήν μετάνοια, τήν σιωπή, τήν προσευχή καί τόν Κανόνα του.
Μέ τήν προσευχή του ὁ Γέρο Αὐξέντιος ἁγιάζεται ὁ ἴδιος, ἁγιάζει καί τήν Ἀδελφότητα καί ὅλο τόν κόσμο. ῾Η προσευχή του λυώνει τούς πάγους τῆς ἁμαρτίας.
῎Ετσι, Πατέρες, κι ἐμεῖς πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε, οἱ παλαιοί ἀλλά καί οἱ νέοι, διότι ὅλος ὁ κόσμος περιμένει πολλά ἀπό ἐμᾶς.
῾Ο πνευματικός του π. Π. μᾶς παρέδωσε καί τήν προσευχή πού ἔλεγε ὁ παπποῦς πρίν ἀπό τόν ὕπνο του τό βράδυ.
῎Ελεγε τό ἑξῆς: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Κατόπιν ἐσταύρωνε τό μέτωπό του, τόν μυελό δεξιά καί ἀριστερά, τήν κεφαλή, τούς ὀφθαλμούς, τήν μύτη) καί ἔλεγε: «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ φρούρησέ με, φύλαξέ με, σκέπασέ με, ὁδήγησέ με εἰς ὁδόν μετανοίας καί σῶσόν με. Σταυρέ, καθάρισέ με ἀπό πάσης φαντασίας. (αὐτό τό ἔλεγε τρεῖς φορές, καί ἔτσι ἔφευγε ἡ φαντασία). Λῦσον μου τό σκότος τῆς διανοίας καί ρῦσαι με ἀπό παντός σκότους τοῦ πονηροῦ. (Κατόπιν ἐσταύρωνε τήν κοιλιά του καί τά γόνατά του) καί ἔλεγε: “Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, σῶσόν με τῇ δυνάμει σου, φρούρησέ μου ταύτη τήν σάρκα τήν θνητήν, ὅπου φορῶ καί φύλαξέ την ἀπό παντός μολυσμοῦ καί πάσης ἀκαθαρσίας. Ἀμήν».
Στά τελευταῖα του ὑπέφερε ἀπό ἐξογκωμένη κήλη. ῾Ο γιατρός τοῦ ἔδωσε εἰδική προστατευτική ζώνη, ἀλλά δέν τήν φόρεσε, διότι τόν ἐμπόδιζε στήν προσευχή του.
῞Οταν χειροτέρευσε ἡ κατάστασίς του, μεταφέρθηκε στό νέο νοσοκομεῖο τῆ Μονῆς.
Ο μόνιμος καθετήρας τοῦ προκαλοῦσε πόνους, πού δέν τούς ἐξωτερίκευε.
Τό χρῶμα τοῦ προσώπου του ἔδειχνε, ὅτι γρήγορα θά ἀπέλθη τῶν ἐπιγείων. Ἐνώπιον δύο νέων Μοναχῶν παρέδωσε τήν ψυχή του, ὅταν στήν ἐκκλησία ὁ χορός τῶν Ψαλτῶν καί τῶν ἱερέων, ἔψαλλον τό «Φῶς ἰλαρόν» στήν ἀγρυπνία τῆς Ὀρθοδοξίας.
῞Ο ἕνας ἀπό τούς δύο ἀδελφούς πού στάθηκε κοντά του στίς τελευταῖες στιγμές, εὑρισκόμενος σέ κατάστασι Χάριτος, ἀξιώθηκε νά ἰδῆ ὑπερφυσικά πράγματα.
Τόν ἀκοῦμε νά μᾶς τά διηγηθῇ: “῾Η μορφή του πῆρε τό νεκρικό της χρῶμα. ῾Ο Παπποῦς ἐπῆρε δύο-τρεῖς φορές μεγάλες εἰσπνοές, ἐνῶ οἱ ἐκπνοές του ἐγένοντο μαλακά καί ἥσυχα. Ξαφνικά ἔστρεψε τό πρόσωπό του ἀπότομα πρός τά δεξιά, ὡσάν νά ἤθελε νά ἀποφύγῃ κάτι ὡς ἀηδιαστικό καί ἀποτρόπαιο. Πλησίασα, τοῦ ἔπιασα τό χέρι καί τό φίλησα.
Παραξενεύτικα, διότι εὐωδίαζε. Ἐνῶ ἦταν νύκτα, ἀμέσως ἀκούω ἔξω βήματα πολλῶν ἀνθρώπων. Εἶχα τήν αἴσθησι, ὅτι ἦλθαν καί στάθηκαν στά πόδια τοῦ Παπποῦ. Βέβαια δέν τούς ἔβλεπα, ἀλλά ἔνοιωθα ὅτι εὑρίσκοντο ἐκεῖ. ῎Εξαφνα βγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Γέροντος, ἕνας ὁλόκληρος Γέρο Αὐξέντιος…Βγῆκε μέ μία θριαμβευτική ἰαχή, μ᾿ ἐκύτταξε τόν ἐκύτταξα, καί χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ, εἶπε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Τώρα ἀπελευθερώθηκα, τώρα ἀναπαύθηκα, τώρα ἡσύχασα» Αὐτοί πού τόν περίμεναν, τόν παρέλαβαν καί ἀνεχώρησαν.
Ἀγαποῦσα τόν Γέροντα Αὐξέντιο καί ἀποροῦσα, πῶς δέν εἶδα τίποτε γιά τά τελώνια πού γνωρίζουμε, ὅτι ἔρχονται νά φοβερίσουν τήν Ψυχή. Ἀγωνιοῦσα λοιπόν, τί συνέβη μέ τήν ψυχή τοῦ Γέρο Αὐξέντιου. Μετά μία ἑβδομάδα, εἶδα στόν ὕπνο μου τόν Παπποῦ καί τόν ἐρώτησα:
-Πάτερ Αὐξέντιε, πῶς πέρασε ἡ ψυχή σου τά τελώνια; Δέν σέ ἐνώχλησαν;
-Κανένα ἀπό τά δαιμόνια δέν μπόρεσε νά μέ πλησιάσῃ, πάτερ Ν. ῏Ηταν ἀγριεμένα, διότι δέν μπόρεσαν νά κάνουν αὐτά πού ἤθελαν. Μέ ἀπειλοῦσαν χωρίς νά μποροῦν νά μοῦ κάνουν κακό. ῎Αχ τί μᾶς ἔκανες μέ τίς προσευχές σου, μέ τίς νηστεῖες σου, μέ τίς μετάνοιες καί ἀγρυπνίες σου… Μ᾿ αὐτά τά λόγια μέ ἀγριοκύτταζαν, χωρίς νά μποροῦν κἄν νά μέ πλησιάσουν. Μόνο ἕνα δαιμονάκι τῆς πορνείας τόλμησε νά ἔλθῃ στά πόδια μου καί μοῦ εἶπε: «Ἐγώ θά σ᾿ ἐνοχλῶ μέχρις ὅτου φθάσῃς στόν οἶκο τοῦ πατέρα σου».
Στά τελευταῖα του ὑπέφερε ἀπό ἐξογκωμένη κήλη. ῾Ο γιατρός τοῦ ἔδωσε εἰδική προστατευτική ζώνη, ἀλλά δέν τήν φόρεσε, διότι τόν ἐμπόδιζε στήν προσευχή του.
῞Οταν χειροτέρευσε ἡ κατάστασίς του, μεταφέρθηκε στό νέο νοσοκομεῖο τῆ Μονῆς.
῾Ο μόνιμος καθετήρας τοῦ προκαλοῦσε πόνους, πού δέν τούς ἐξωτερίκευε.
Τό χρῶμα τοῦ προσώπου του ἔδειχνε, ὅτι γρήγορα θά ἀπέλθη τῶν ἐπιγείων. Ἐνώπιον δύο νέων Μοναχῶν παρέδωσε τήν ψυχή του, ὅταν στήν ἐκκλησία ὁ χορός τῶν Ψαλτῶν καί τῶν ἱερέων, ἔψαλλον τό «Φῶς ἰλαρόν» στήν ἀγρυπνία τῆς Ὀρθοδοξίας.
῞Ο ἕνας ἀπό τούς δύο ἀδελφούς πού στάθηκε κοντά του στίς τελευταῖες στιγμές, εὑρισκόμενος σέ κατάστασι Χάριτος, ἀξιώθηκε νά ἰδῆ ὑπερφυσικά πράγματα. Τόν ἀκοῦμε νά μᾶς τά διηγηθῇ: “῾Η μορφή του πῆρε τό νεκρικό της χρῶμα. ῾Ο Παπποῦς ἐπῆρε δύο-τρεῖς φορές μεγάλες εἰσπνοές, ἐνῶ οἱ ἐκπνοές του ἐγένοντο μαλακά καί ἥσυχα. Ξαφνικά ἔστρεψε τό πρόσωπό του ἀπότομα πρός τά δεξιά, ὡσάν νά ἤθελε νά ἀποφύγῃ κάτι ὡς ἀηδιαστικό καί ἀποτρόπαιο. Πλησίασα, τοῦ ἔπιασα τό χέρι καί τό φίλησα.
Παραξενεύτικα, διότι εὐωδίαζε. Ἐνῶ ἦταν νύκτα, ἀμέσως ἀκούω ἔξω βήματα πολλῶν ἀνθρώπων. Εἶχα τήν αἴσθησι, ὅτι ἦλθαν καί στάθηκαν στά πόδια τοῦ Παπποῦ. Βέβαια δέν τούς ἔβλεπα, ἀλλά ἔνοιωθα ὅτι εὑρίσκοντο ἐκεῖ. ῎Εξαφνα βγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Γέροντος, ἕνας ὁλόκληρος Γέρο Αὐξέντιος…Βγῆκε μέ μία θριαμβευτική ἰαχή, μ᾿ ἐκύτταξε τόν ἐκύτταξα, καί χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ, εἶπε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Τώρα ἀπελευθερώθηκα, τώρα ἀναπαύθηκα, τώρα ἡσύχασα» Αὐτοί πού τόν περίμεναν, τόν παρέλαβαν καί ἀνεχώρησαν.
Ἀγαποῦσα τόν Γέροντα Αὐξέντιο καί ἀποροῦσα, πῶς δέν εἶδα τίποτε γιά τά τελώνια πού γνωρίζουμε, ὅτι ἔρχονται νά φοβερίσουν τήν Ψυχή. Ἀγωνιοῦσα λοιπόν, τί συνέβη μέ τήν ψυχή τοῦ Γέρο Αὐξέντιου. Μετά μία ἑβδομάδα, εἶδα στόν ὕπνο μου τόν Παπποῦ καί τόν ἐρώτησα:
-Πάτερ Αὐξέντιε, πῶς πέρασε ἡ ψυχή σου τά τελώνια; Δέν σέ ἐνώχλησαν;
-Κανένα ἀπό τά δαιμόνια δέν μπόρεσε νά μέ πλησιάσῃ, πάτερ Ν. ῏Ηταν ἀγριεμένα, διότι δέν μπόρεσαν νά κάνουν αὐτά πού ἤθελαν. Μέ ἀπειλοῦσαν χωρίς νά μποροῦν νά μοῦ κάνουν κακό. ῎Αχ τί μᾶς ἔκανες μέ τίς προσευχές σου, μέ τίς νηστεῖες σου, μέ τίς μετάνοιες καί ἀγρυπνίες σου… Μ᾿ αὐτά τά λόγια μέ ἀγριοκύτταζαν, χωρίς νά μποροῦν κἄν νά μέ πλησιάσουν. Μόνο ἕνα δαιμονάκι τῆς πορνείας τόλμησε νά ἔλθῃ στά πόδια μου καί μοῦ εἶπε: «Ἐγώ θά σ᾿ ἐνοχλῶ μέχρις ὅτου φθάσῃς στόν οἶκο τοῦ πατέρα σου».
Η ἡμέρα τῆς κηδείας του, ἦτο πράγματι μία ἀνάστασιμη ἡμέρα. Χαρμόσυνο γεγονός ἡ μετάστασις τῆς ψυχῆς τοῦ Γέρο Αὐξέντιου, γι᾿ αὐτό καί αὐθόρμητα τόν προπέμψαμε μέ τό «Χριστός Ἀνέστη..» πού ἀντήχησε σέ ὅλη τήν γύρω περιοχή, ὡς ὕμνος θριάμβου.
῾Η αἴσθησις ὅτι τόν ἔχουμε ἀνάμεσά μας, εἶναι πάντοτε δυνατή. ῾Ο Πανάγαθος Θεός, θέλοντας νά μᾶς βεβαιώσῃ, ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας σώθηκε, καί δοξάσθηκε, ἔδωσε ἀρκετά σημεῖα σέ ὡρισμένους ἀδελφούς πρός παρηγορίαν μας καί δόξαν τοῦ ῾Αγίου Ὀνόματός του.
῾Ο ἀδελφός τῆς Μονῆς μας π. Θ. ὅταν διακονοῦσε τό ἔτος τῆς κοιμήσεως τοῦ Παπποῦ, τό 1981, στό ἀμπέλι, μπῆκε ἕνα ἀπόγευμα στό ἐκκλησάκι τῆς Καλύβης του γιά νά προσευχηθῇ. Αὐθόρμητα τοῦ ἦρθε μία ἐρώτησις στόν νοῦ του: ῾Ο Παπποῦς τότε εἶχε κοιμηθεῖ πρίν τρεῖς μῆνες: «῎Αραγε Χριστέ μου, ἔχει σωθεῖ ὁ Γέρο Αὐξέντιος; Ξαφνικά εἶδε νά κινοῦνται ὅλα τά κανδήλια τῶν ῾Αγίων τοῦ Τέμπλου πολύ χαρμόσυνα.
Αὐτό ἐπανελήφθηκε.
῾Ο κηπουρός Ἀδελφός κατέβηκε στό Μοναστήρι καί ἀνεκοίνωσε τό φαινόμενο στόν ῾Ηγούμενο π. Γεώργιο. ῾Υπέθεσαν μήπως ἦταν τά παράθυρα ἀνοικτά καί ἐκινοῦντο τά κανδήλια μέ τίς ἁλυσίδες μαζί. ῏Ηλθαν καί οἱ δύο.
Καθώς μπῆκαν στό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἀμπελιοῦ, καί πάλι εἶδαν νά κινοῦνται ὅλα τά κανδήλια μόνα τους. Ἐκατάλαβαν πλέον ὅτι ἦτο πληροφορία τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁ Γέρο Αὐξεντιος ἀνεπαύθη κάι μάλιστα σέ καλό τόπο.
Μία ἄλλη φορά μετά τήν κοίμησιν τοῦ Γέρο Αὐξεντίου ἦλθε στήν Μονή μας ὁ ἐρημίτης Μοναχός π. Γ. ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Τότε ὁ γράφων, ἤμουν ἀρχοντάρης καί γιά εὐλογία, ἔβαλα τόν π. Γ. στό δωμάτιο ὅπου ἐκοιμήθη ὁ Γέρο Αὐξέντιος. Τοῦ ἐπεξήγησα ὅτι στό τάδε κρεβάτι κοιμήθηκε πρό μηνῶν ὁ τάδε Γέροντας.
Ἐκεῖνος ἰδού τί μᾶς γράφει, μετά ἀπό ὅσα ἔζησε: «Ἀφοῦ ἔκλεισα τήν πόρτα καί πλησίασα τό κρεβάτι του, σκέφθηκα μέσα μου καί εἶπα: “Ἄρα γε τί ἀρετή νά ἔχῃ οὖτος ὁ Γέρων; ῾Υψώσας τό ὄμμα τῆς καρδίας μου πρός τά ἄνω, εἶπα Κύριε ὁ Θεός μου, ἐάν οὖτος ὁ Μοναχός εἶχε ἀρετή στήν ψυχή του καί εὗρε παρρησίαν ἐνώπιόν σου, δός μοι σέ παρακαλῶ νά ἐλαφρώσουν οἱ πόνοι τῆς παμμίαρης κεφαλῆς μου.
Στραφείς πρός τόν μακαρίτη, εἶπα: “Πάτερ Αὐξέντιε, ἐάν ἡ ἀρετή σου εὗρε παρρησίαν πρός τόν Κύριον, θεράπευσόν μου σέ παρακαλῶ, ὅσο εἶνα δυνατόν, τήν ζάλη καί τόν καύσωνα τῆς ἀνοήτου μου κεφαλῆς, καί σταυρώσας τό μαξιλάριον καί τήν στρωμνήν, ξάπλωσα καί ἐκοιμήθην. Στή κατάλληλη ὥρα ἦλθε ὁ ρηθείς ἀδελφός καί μέ ἐξύπνησε. Παρετήρησα κάποια ἐλάφρωσι ἐπάνω μου, ἀλλά ἐπειδή ἤμουν ἀπό τόν ὕπνο, δέν ἔδωσα μεγάλη σημασία.
Κάτω στόν ἀρσανᾶ ἔνοιωσα μεγάλη πνευματική ἐλευθερία, τόσο στήν ψυχή μου ὅσον καί στό σῶμα μου, καθώς καί πολλή ἐλάφρωσι στήν παμμίαρη κεφαλή μου.Ἀφοῦ μπῆκα στό καῒκι, ἔνοιωσα καί αἰσθάνομαι μέσα μου κίνησι, πήδημα καί ἅλμα ἀνατατικό.
Προχωρῶντας τό καῒκι πρός τον προορισμό μου, ἡ καρδιά μου δούλευε σάν μηχανή ἀεροπλάνου. Δύναμις νοερά ἐκινεῖτο στήν καρδιά μου μέ χαρά καί εὐφροσύνη. Σκιρτήματα μεγάλα καί μέ ἅλματα ἀνατατικά, ὁρμοῦσε τό πνεῦμα μου ὡσάν νά ἤθελε ν᾿ ἀνέλθῃ στά οὐράνια. Ἀναλογίσθηκα καθ᾿ ἑαυτόν καί εἶπα: «Ἄρα γε αὐτή νά εἶναι ἡ νοερά προσευχή; Ἀλήθεια λέγω, δέν ἐκατάλαβα πότε ἔφθασα στόν προορισμό μου. Ἐβάσταξαν αὐτά τά πνευματικά σημεῖα 5-6 ὧρες καί μετά τά ἔχασα χωρίς νά πάρω χαμπάρι.
Αὐτά θέλουν μεγάλη πεῖρα, αὐστηρή νῆψι καί προσευχή καί ψυχή πολυόμματι, γιά νά μπορέσῃ κανείς νά τά παρακολουθήσῃ. Ἐγώ ὡς ἀσθενής καί ἄσωτος στήν ψυχή δέν τό πῆρα εἴδησι πότε ἔφυγαν.Ἀπό τότε, ἀπό τήν ἀμέλειάν μου καί τήν ραθυμίαν μου, δέν ξανάνοιωσα τέτοια πνευματικά πράγματα.
Κατάλαβα ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν χάρις τοῦ πατρός ἡμῶν Αὐξεντίου, γιά νά μᾶς πληροφορήσῃ ὁ Θεός, ὅτι ὄχι μόνον ἐσώθη ὁ Γέροντας, ἀλλά καί παρρησίαν εὗρε στόν Θεόν καί ἴσως νά ἔλαβε καί τόν στέφανον τῆς ἁγιωσύνης. Τοῦτο βέβαια ἐγώ δέν τό γνωρίζω, ὁ Θεός τό γνωρίζει.
Λοιπόν ἦταν πνευματικά δῶρα γιά νά μᾶς δώσῃ ὁ Θεός θάρρος λέοντος καί πίστι ζῶσα καί θερμοτάτη, νά ἀγωνιζώμεθα σάν πνευματικοί πῆκτες καί ἀθλητές καί γενναῖοι καί ἀνδρεῖοι στρατιῶτες. γιά νά ποθήσουμε τόν ὑπεργλυκύτατον καί ἀπειροαγαπημένον μᾶς Ἰησοῦν, τόν Κύριον καί Θεόν μας.
Ἐάν λοιπόν, ἐγώ ὁ βορβοροπαμμιαροβδελυγμένος, παναμαρτωλός καί πανακάθαρτος, τό κέντρο τοῦ ἄδου καί τῆς ἀβύσσου, ἀξιώθηκα αὐτή τήν σύντομο χάριν ἀπό τόν π. Αὐξέντιο, πόσο μᾶλλον οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς Μονῆς θά ἀξιώνονται πολλῆς χάριτος, ἐάν ἔχουν πίστι σ᾿ αὐτόν;
Εἴθε λοιπόν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς, ν᾿ ἀξιωθοῦν αὐτῶν τῶν πνευματικῶν σημείων πού αἰσθάνθηκα ἐγώ ἡ αὐτοαπώλεια καί ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλά καί μεγαλύτερα καί ὑψηλότερα ἀπό ταῦτα καί μόνιμα μέ τίς εὐχές καί πρεσβεῖες τοῦ ῾Οσίου πατρός ἡμῶν Αὐξεντίου. Ἀμήν”.
Μιά ἄλλη φορά ἦλθε στήν Μονή μας, ὁ γνωστός σέ ὅλους νεαρός Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἐπί χρόνια ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα. Τόν ἔβαλα νά κοιμηθῇ στό δωμάτιο, ὅπου ἄφησε τήν ἐσχάτη ἀναπνοή του ὁ Γέρων Αὐξέντιος. Τοῦ ἐξήγησα μάλιστα ποιός ἐκοιμήθη τόν αἰώνιο ὕπνο στό κρεβάτι αὐτό.
῾Ο Γεώργιος διεπίστωσε τήν ἑξῆς διαφορά, τήν ὁποίαν μέ ἀμηχανίαν μοῦ ἐδιηγεῖτο: «῞Οταν ἐξάπλωνα στό ἄλλο κρεβάτι, (τά κρεβάτια ἐκεῖ ἦσαν παντοτε δύο), πειραζόμουν φοβερά ἀπό τά δαιμόνια, ἐνῶ ὅταν ξάπλωνα στό κρεβάτι τοῦ Γέρο Αὐξεντίου, παραδόξως ἤμουν πολύ εἰρηνικός”.
Μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντος, ἦλθε στήν Μονή μας, ὡς προσκυνητής ἕνας εὐλαβής διανοούμενος Χριστιανός ἀπό τήν Πάτρα. ῎Εμαθε γιά τήν κοίμησι καί τίς ἀρετές τοῦ Παπποῦ. Τότε καί αὐτός μέ τήν σειρά του, ἀπεκάλυψε ἐνώπιον τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς μας, ὅτι ὅταν πρό ἐτῶν εἶχε ἔλθει μέ συνοδεία ἀδελφῶν ὡς προσκυνητής στήν Μονή, συνάντησε τόν κοιμηθέντα ἀδελφό στό θυρωρεῖον τῆς Μονῆς.
Τόν ἐρώτησε πότε ἠμποροῦν νά προσκυνήσουν τ᾿ ἅγια Λείψανα. ῎Εσκυψε νά πάρῃ τήν εὐχή του, καθώς καί οἱ ἄνθρωποι τῆς συνοδείας του. Πολύ τούς παραξένευσε τό γεγονός, ὅτι τό χέρι τοῦ Γέροντος Αὐξεντίου εὐωδίαζε σάν ἅγιο λείψανο. Τήν ἴδια εὐωδίαν αἰσθανθήκανε οἱ ἀδελφοί μόνο σέ ἅγια Λείψανα καί ὄχι σέ ζωντανό ἄνθρωπο. Θαυμαστός λοιπόν ὁ Θεός ἐν τοῖς ῾Αγίοις αὐτοῦ.
Πιστεύω ὅτι θά ὑπάρχουν καί ἄλλα σημεῖα, τά ὁποία σταδιακά, ἐάν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θά ἀποκαλυφθοῦν. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ Γέρων Αὐξέντιος, ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ διά τόν ὁποῖον ἦλθεν ἐπί τῆς γῆς καί ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ κόσμου. Καί αὐτός ὁ σκοπός εἶναι ἡ Θέωσις, ἡ αἰωνία ἕνωσις μέ τήν ῾Αγία Τριάδα.
Εἴθε καί ἐμεῖς μέ τίς δυνατές πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ Γέροντος Αὐξεντίου, ν᾿ ἀγωνισθοῦμε καί νά ἐπιτύχωμεν τοῦ ποθουμένου διά νά χαιρώμεθα μετά τῶν ἁγίων καί δικαίων εἰς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.