α) Γέρων Αρσένιος ο ξυλογλύπτης.
Καταγόταν από το χωριό Βρισιά της Μυτιλήνης. Γεννήθηκε το 1866. Το 1885, σε ηλικία 19-20 ετών, ήλθε στα Καυσοκαλύβια, στην Καλύβη των Αγίων Πάντων και υποτάχθηκε στον Γέροντα Νικόδημο, αγιογράφο καταγόμενο από τις Σέρρες. Το 1890 χρημάτισε Δικαίος. Σε κάποια υποσημείωση διαβάζουμε ότι την χρονιά αυτή ορίσθηκε στην τελετή της Μεγάλης Πέμπτης, να βγαίνει ο Εσταυρωμένος και όχι Εικόνα, όπως συνηθιζόταν παλαιότερα.
Ο Γέρων Αρσένιος έμαθε κοντά στον Γέροντά του την αγιογραφία με την επικρατούσα τότε τεχνοτροπία των Ιωασαφαίων, δηλαδή την ρωσική τεχνοτροπία, με λάδι. Το εργαστήριο των Ιωασαφαίων είχε αναγνωριστή ως Σχολή και έπρεπε οι υπόλοιποι αγιογράφοι της περιοχής να πηγαίνουν τις εικόνες και να παίρνουν την έγκριση και την σφραγίδα των Ιωασαφαίων, για να είναι δεκτές από τους αγοραστάς, οι οποίοι τότε ήσαν κυρίως Ρώσοι.
Αυτό όμως έφερε αρκετές δυσκολίες, και δεν το αποδεχόνταν αρκετοί Πατέρες, όπως και η συνοδεία του Γέροντα Νικοδήμου. Αποστέλλεται για αυτό ο μοναχός Αρσένιος στον Γέροντα μοναχό Γρηγόριο Κατσάνο, εξαιρετικό ξυλογλύπτη και θαυμάσιο δάσκαλο, στην Καλύβη του Αγίου Ευθυμίου στον Άγιο Νείλο, να μάθει πλέον την ξυλογλυπτική τέχνη. Γρήγορα προοδεύει, και από τα απλά αγιασματάρια (σταυρούς), με τις σχεδιαστικές γνώσεις που είχε από την αγιογραφία, κατέληξε να γίνει άριστος ξυλογλύπτης εικόνων και πολύπλοκων παραστάσεων. Ο Γέρων Νικόδημος απεβίωσε το 1907, στην Καλύβη των Αγίων Πάντων. Λίγο αργότερα συνέβη μεγάλη καταιγίδα και διαπέρασε υπογείως της Καλύβης ρεύμα ύδατος προς την θάλασσα. Από την ορμή, παρασύρθηκε το μέρος της Καλύβης που είναι προς την θάλασσα. Φοβούμενοι μήπως καταστραφεί και η υπόλοιπη Καλύβη με την εκκλησία των Αγίων Πάντων, αγόρασαν την Καλύβη της Ζωοδόχου Πηγής, με Γέροντα πλέον τον μοναχό Αρσένιο, και συνοδεία τον μοναχό Γερμανό από το Αλιβέρι Καρυστίας, τον ιερομόναχο Νικόδημο από την Σμύρνη, με τον ανηψιό του πατρός Νικοδήμου τον ιερομόναχο Επιφάνιο.
Η ησυχία πάντοτε ενισχύει τον μοναχό που θέλει να ζήσει έντονη πνευματική ζωή, και να ενωθή με τον Θεό. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί ο μοναχός Αρσένιος. Αγαπούσε την ησυχία και με την σιωπή του πέρασε την παρούσα ζωή, αθόρυβα.
Ήταν επιτηδειότατος στην ξυλογλυπτική τέχνη. Έκανε μεγάλα ξυλόγλυπτα έργα για τις βασιλικές οικογένειες της Ελλάδος, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Φιλοτέχνησε επίσης και την· Ανάστασις των Νεκρών, και μία παράσταση της Σταυρώσεως, με επιγραφή· ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ, τα οποία βρίσκονται στην Αμερική. Ετέρα δε παράστασις κοσμεί το Συνοδικόν της Μεγίστης Λαύρας. Έκανε και άλλα σπουδαία έργα, σκορπισμένα σήμερα σε όλον τον κόσμο. Την τέχνη της ξυλογλυπτικής δίδαξε ο Γέρων Αρσένιος και σε άλλους μοναχούς της περιοχής. Ένας από τους ευδοκιμώτερους μαθητάς του υπήρξε ο Γέρων μοναχός Δανιήλ Πετράκης, από την Καλύβη του Αγίου Ευσταθίου.

Ο Γέρων Αρσένιος τηρούσε τα τυπικά των παλαιοτέρων Πατέρων. Πριν από την Θεία Κοινωνία νήστευε τρεις μέρες, όπως και άλλο βιασταί Πατέρες, και το βράδυ πριν από την Θεία Μετάληψη έκανε αγρυπνία με την ακολουθία του Αγίου της ημέρας, τον κανόνα του και με πλούσιο κομποσχοίνι συμπλήρωνε την υπόλοιπη ώρα της νύκτας. Μεταλάμβανε συνήθως κάθε Σάββατο στον κοιμητηριακό Ναό. Την λειτουργία την έκαναν τότε πολύ πρωί. Τελείωνε δύο ώρες πριν ξημερώσει, για να εξυπηρετηθούν οι αγρυπνούντες και να έχουν μετά χρόνο να αναπαυθούν, ώστε να αντέξουν τον κόπο της ημέρας.
Η καλλιτεχνική του ψυχή, γράφει ο π. Χερουβείμ Καράμπελας, στις· Νοσταλγικές Αναμνήσεις του, ήταν αγιασμένη από την άσκηση. Την εργασία του την συνόδευε πάντοτε η νηστεία και η προσευχή. Στο πρόσωπό του έβλεπες τον άνθρωπο που ζούσε μόνο για τον Θεό, και υπηρετούσε με την λεπτότατη τέχνη. Τα μάτια του φωτεινά, σαν μικρού παιδιού. Το λευκό του πρόσωπο, χωρίς καμία γεροντική ρυτίδα ακτινοβολούσε, ενώ η άσπρη γενειάδα τον έκανε περισσότερο σεβάσμιο. Όλους όσους είχαν την ευλογία από τον Θεό να τον γνωρίσουν, τους συνέπαιρνε. Τα σοφά λόγια έβγαιναν από μια αγιασμένη καρδιά.
αα) Ο υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, παπα-Νικόδημος
Ο υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, παπα-Νικόδημος, είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, καταγόταν από την Σμύρνη και γεννήθηκε το 1880. Στο Άγιον Όρος ήλθε το 1898, μόλις δεκαοχτώ χρονών. Προχώρησε ανδρείως τον δρόμο της αφιερωμένης ζωής. κάθε σαρκική κλήση και επιθυμία εσφάγη στον βωμό του πνεύματος. Οδηγήθηκαν τα βήματά του στην έρημο των Καυσοκαλυβίων, στην αγιοτόκο αυτή Σκήτη με τα λαμπρά πρότυπά της.
Κοντά στις αρετές, θαυμαστά ήσαν και τα έργα της μεγάλης υπομονής των, τα εξαιρετικά και πολυσύνθετα ξυλόγλυπτα, τα οποία μαζί με τον Γέροντά του και τον παράδελφό του μοναχό Αρσένιο τεχνούργησαν υπογράφοντας: Έργον Συνοδείας Νικοδημαίων.
Καθημερινώς ιερουργούσε με άκρα ευλάβεια ο παπα-Νικόδημος. Υπήρξε ξακουστός πνευματικός, στον οποίον πήγαιναν να εξομολογηθούν η να πάρουν τις συμβουλές του πολλοί Πατέρες του Αγίου Όρους. Είχαν στενές σχέσεις με τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, ο οποίος αρκετές φορές φιλοξενείτο στην Καλύβη τους. Τον προσκαλούσαν σε διάφορες μητροπόλεις μέσω της Μονής για εξομολόγηση και η διακονία του αυτή είχε πλούσια καρποφορία. Η ανταπόκρισις που είχε στους λαικούς αδελφούς το έργο του ως Πνευματικού καταφαίνεται και στον παρακάτω επικήδειο που εκφώνησε την 25η Αυγούστου 1936, ο διδάσκαλος Κωνσταντίνος Βαλάτης, που εξομολογούνταν σε αυτόν:
Πανοσιώτατε Πάτερ και Πνευματικέ μου.
Ξένος και εγώ στην ξένη γη, στην άγια τούτη χώρα,
έρχομαι σαν διδάσκαλος να σού προσφέρων δώρα.
Όχι λιβάνι και κερί, λάδι για την ψυχή σου
μόνο εκείνα που μέσα μου νιώθω πως στην ζωή σου
εκτέλεσες και έπραξες και με το παραπάνω.
Γιά αυτό νομίζω πως ποτέ τα λόγια δεν φτάνουν.
Πάτερ μου, πόσο σ’ αγαπώ, πόσο πονώ για σένα
και η καρδιά μου θλίβεται, προπάντων ‘δω στα ξένα.
Εγνώρισα Πνευματικούς, εγνώρισα Πατέρας,
είσαι από τους σπάνιους, σε σένα πρέπει γέρας.
Αι αρεταί σου λάμπουνε, χαρίσματα τα τόσα
και που να τα εξιστορώ με την φωνή την ζώσα;
Παρηγοριά πνευματική, πνευματικό στολίδι
το μόνο συ στην Σκήτη μας δεν θα ξαναίδει.
Αν έζησες εις την ζωή πενήντα τόσα χρόνια,
όμως η πολιτεία σου θα ζη πάντα αιώνια.
Η ματαιότης διά σε είναι μηδέν εις όλα,
διότι την απέφυγες και ζούσες δίχως λόγια.
Πράξεις και έργα πάντοτε, παντού οπού επήγες
αλήθεια διεκήρυττες, αγία ζωή διήγες.
Ποιός θα ξεχάσει, Πάτερ μου, την τόση καλωσύνη
το ταπεινό χαμόγελο ζωγραφιστό στα χείλη;
Ποιός θα ξεχάσει, Πάτερ μου, τα λόγια τα χρυσά,
που έβγαιναν μετρημένα και ήσαν ταπεινά.
Ποιός θα ξεχάσει, Πάτερ μου, τώρα τα τελευταία
που τόσα ‘συ υπέφερες, αλλά πολύ γενναία;
Κανείς, κανείς δεν βρίσκεται, αλλ’ όλοι οι Πατέρες,
είναι σιμά σου βρίσκονται, αχ πόσες ημέρες.
Κι όσο ολίγοι είναι εδώ, τόσο πολλή η δόξα.
Κοιμήθηκε νέος, (56 ετών), στις 24 Αυγούστου του 1936.
αβ) Έτερος υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, παπα-Επιφάνιος.

Στην συνοδεία είχε προστεθή και ο ανιψιός του προειρημένου Νικοδήμου, Επιφάνιος, τον οποίο είχε πάρει κοντά του από μικρό, μόλις 13 ετών, το 1922. Σαν μικρός που ήταν έπαιζε, και όταν τα μουλάρια κουβαλούσαν ξύλα, έτρεχε και πηδούσε πάνω τους για να κάνει περιπάτους. Τού είχαν φτιάξει και μία βαρκούλα με ελατήριο που κούρδιζε για να παίζει στην στέρνα της Καλύβης. Πέρασαν τα παιδικά χρόνια μαζί με την εκμάθηση της ξυλογλυπτικής και την εισαγωγή του στα μοναχικά καθήκοντα, και στο 18ο έτος της ηλικίας του, το 1927, έγινε μοναχός. Το 1929 ιεροδιάκονος και ιερομόναχος το 1936. Διακόνησε αρκετά χρόνια την Σκήτη και το Κυριακό.
αγ) Έτερος υποτακτικός του Γέροντος Αρσενίου, μοναχός Γερμανός.
Ο άλλος υποτακτικός του Γέροντα Αρσενίου, ο μοναχός Γερμανός, ανέλαβε να μεταφέρει τα δύο περίφημα μεγάλα ξυλόγλυπτα που αναφέραμε στην Αμερική προς πώληση. Εκεί, μέχρι να βρεί αγοραστάς, επειδή τα έργα αυτά ήταν μεγάλης αξίας, άργησε και αμέλησε κάπως τα μοναχικά του καθήκοντα. Αλλά, και όταν τελικά τα πώλησε, παρέτεινε την διαμονή του στο φθοροποιό αυτό περιβάλλον. Η φιλάνθρωπη όμως πρόνοια του Θεού, επέτρεψε να πάθει παράλυση, η οποία τον καθήλωσε στο κρεβάτι. Αυτό, έγινε αφορμή να ποθήσει τον ευλογημένο τόπο που είχε αφήσει. Άρχισε να θερμοπαρακαλή την προστάτιδα του Κελλιού τους Ζωοδόχο Πηγή, την έφορο του Αγίου Όρους, να τον θεραπεύσει με την υπόσχεση να επιστρέψει κοντά Της. Η Παναγία, δεν άργησε να ανταποκριθή στις ικεσίες του παιδιού Της. Ο π. Γερμανός, μετά από λίγο καιρό θεραπεύτηκε τελείως και αμέσως εκπλήρωσε την υπόσχεσή του. Ο παπα-Νικόδημος είχε τότε κοιμηθεί. Ο Γέροντάς του Αρσένιος και ο ιερομόναχος πλέον Επιφάνιος, τον δέχτηκαν με άμετρη χαρά, και ανέκφραστη αγάπη.
Όταν λίγα χρόνια αργότερα έφθασε ο καιρός της αναχωρήσεώς του για την αληθινή ζωή, είπε στον π. Επιφάνιο: Αδελφέ, νομίζω ότι ήλθε η ώρα να φύγω από αυτή την ζωή. Γιά αυτό, αν θέλεις, παρακάλεσε τους Πατέρες της Σκήτης να κάνουν θερμή προσευχή προς τον Κύριο για την ταλαίπωρη ψυχή μου και ο Θεός να ελεήση και σένα και όλους τους αδελφούς.
Μετά από λίγο καιρό, ενώ ήταν παρόντες ο Επιφάνιος και άλλοι Πατέρες της Σκήτης, άρχισε ένας φοβερός διάλογος, στον οποίο ο π. Επιφάνιος απαντούσε μονολεκτικά, με ένα Ναί, η ένα Όχι, που άκουγαν με κατάπληξη οι Πατέρες. Μερικές φορές, εκτός από αυτά έλεγε: Όχι, αυτό δεν το έκαμα, ψέματα λέτε, για εκείνο έκαμα αυτό το καλό, για αυτό έκαμα αυτή την μετάνοια· και πάλι: Ναί το έκαμα, αλλά έδωσα ελεημοσύνη· και άλλοτε· Όχι, αυτό δεν το έκαμα. Αυτό διήρκεσε αρκετή ώρα και σε αυτή την κατάσταση παρέδωσε το πνεύμά του, το 1955.
Ιερομονάχου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου:
Ασκητικές Μορφές και Διηγήσεις από τον Άθω,
Ι. Κελλίον Αγ. Αντωνίου, Κρύα Νερά,
Άγιον Όρος, 2006