Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου
Πράγματι την επομένη το απόγευμα είχε εγκαταλείψει με χαρά τα εγκόσμια ο εραστής του Θεού και κηδεύτηκε παντίμως από τους Πατέρες, τους πανηγυριστάς Πατέρες της αγρυπνίας, και με επικεφαλής τον χοροστατούντα στην πανήγυρι Μητροπολίτη πρώην Κορυτσάς ῾Ιερόθεο, ο οποίος τότε ασκήτευε στην παριοχή Μορφονού.
Την αρετή του Γέρο-Σίμωνος την συνοψίζω μόνο σ᾿ αυτή την μικρή πρότασι: ποτέ δεν εσκανδάλισε αδελφό.
Κάποτε μου έδωσε το βιβλίο «Ευεργετινός» να το διαβάσω. ῞Οταν του το επέστρεψα με ερώτησε: «Τι γράφει αυτό το βιβλίο, πάτερ Εφραίμ; Λέγει ωραία πράγματα;
-Ναί του λέγω, γράφει ωραία και διδακτικά πράγματα.
-Δεν βρήκες πουθενά να γράφη «ευχαριστώ;».
Εγώ ντροπιάσθηκα. Τού ζήτησα συγγνώμη, διότι δεν τον ευχαρίστησα και έκτοτε προσπαθούσα να μη ξεχνώ αυτό το διδακτικό μάθημα της ευγνωμοσύνης που έλαβα από τον Γέρο-Σίμωνα. Κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο το 1931. Αιωνία του η μνήμη.
Αξίζει εδώ να σας ειπώ και για το Γέρο-Αγάπιο. Καταγόταν από τις Κολλίνες της Λακωνίας. ῏Ηλθε για Μοναχός το 1900 σε ηλικία 35 ετών και εκοιμήθη το 1937. Εχρημάτισε για πολλά χρόνια μάγειρος και νοσοκόμος της Μονής. ῞Ενα πρωΐ, δύο Πατέρες της Μονής, για να πειράξουν τον μάγειρα Γέρο-Αγάπιο, του έκρυψαν τις κουτάλες, ώστε να μη μπορή να ανακατώση το φαγητό.
‘Εκείνη την ημέρα εμαγείρευε τραχανά.
Ξαφνικά φούσκωσε το φαγητό και παρ᾿ ολίγο να χυθή έξω από το καζάνι. Τότε αυτός στην προσπάθειά του να βρη κάποια κουτάλα απέτυχε και, αφού επικαλέσθηκε την Θεία βοήθεια, εβούτηξε το δεξί του χέρι μέσα στο καζάνι και ανακάτωσε το τραχανό. Το θαύμα είναι ότι δεν έπαθε το χέρι του κανένα έγκαυμα. ῾Η υπακοή του μέχρι θυσίας, και η αγάπη του να αναπαύση τους Πατέρες της Μονής, έφεραν την ευλογία του Θεού στην ζωή του και στο διακόνημά του.
Προσπαθούσε να είναι πάντοτε ειρηνικός με όλους. Μα αν ως άνθρωπος επλήγωνε κανένα ή άλλος τον στενοχωρούσε, πρώτος αυτός, πριν από το Απόδειπνο, έτρεχε να βάλη μετάνοια και να ζητήση συγχώρησι για ο,τι έσφαλλε. Είχε στο νού του το αποστολικό λόγιο: «μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ υμών».
Το τέλος του υπήρξε οσιακό. Προσβλήθηκε από ημιπληγία και σε λίγες ημέρες αναχώρησε για το αγγελικό κόσμο στις 22 Οκτωβρίου 1937 σε ηλικία 72 ετών.
Ο αείμνηστος Γέροντάς μας παπά-Θανάσης, τον είδε κάποια βραδυά στον ύπνο του και τον ερώτησε:
-Τι κάνεις, πάτερ Αγάπιε;
-Γέροντα, ο,τι έκαμε η υπακοή, διαφορετικά θα πήγαινα χαμένος. Ο Θεός μου εζήτησε λεπτομερή εξέτασι για τα έργα της υπακοής.
῎Αλλος σπουδαίος Μοναχός της Μονής μας, με παναγιορειτική ακτινοβολία και προσφορά, ήταν ο Γέρο-Βαρλαάμ. Καταγόταν από το χωριό Μαυρίκι της Τεγέας Αρκαδίας, και ήλθε στο Μοναστήρι το 1901, σε ηλικία 19 ετών. Στα 23 του χρόνια διωρίσθηκε, λόγω των μεγάλων προσόντων του, Οικονόμος του Μετοχίου μας Βούλτσιστα στο Νομό Κατερίνης.
Το 1907 ανέλαβε καθήκοντα Β! Γραμματέως της Ιεράς Κοινότητος, όπου επί τρία χρόνια, ανέπτυξε ασυνήθιστη δραστηριότητα.
Μορφώθηκε αρκετά στα διοικητικά και νομοθετικά ζητήματα της ῾Ιεράς Κοινότητος, και επηρέαζε πολύ τις αποφάσεις της. Εξελέγη προιστάμενος της Μονής μας στα 28 χρόνια του, και συνέταξε τον ‘Εσωτερικό Κανονισμο λειτουργίας της ῾Ιεράς Μονής μας. Επί 35 χρόνια εχρημάτισε γραμματεύς στην Μονή μας, και έξαρχος όλων σχεδόν των αποστολών Αυτής προς τον κόσμο.
Αλλά και για τα παναγιορειτικά ζητήματα ο Γέρο-Βαρλαάμ, ήταν ένα από τα βασικώτερα μέλη των επιτροπών που εστέλλοντο στην Αθήνα και αλλού για την διευθέτησιν των. Επίσηςε υπήρξε μέλος της πενταμελούς συντακτικής Επιτροπής για τον καταρτισμό του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Ορους κατά το 1924. Γιά την δραστηριότητά του, εξωρίσθηκε από τους Γάλλους κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην περιοχή Χώβαλα της Μυτιλήνης μαζί με 44 άλλους αγιορείτες Πατέρες.
Στην Μονή υπήρξε το δεξί χέρι των εκάστοτε ῾Ηγουμένων. Εφρόντιζε για τα Μετόχια, τα υλικά αγαθά, την καλή διαβίωσι και επαρκή συντήρησι των Πατέρων, ιδιαίτερα των δοκίμων, και είχε σε μεγάλο βαθμό τον πατριωτισμό, όπως συνέβαινε παλαιότερα σε όλες τις Μονές του ῎Ορους.
Λίγο καιρό πριν πεθάνει, είδε στον ύπνο του ένα άγγελο με την μορφή ενόπλου αξιωματικού, ο οποίος και του είπε· «Να ετοιμασθής εσύ, ο Κασσιανός και ο Ιωάννης, διότι μετά από δύο μήνες θα σας πάρω. Πράγματι μετά από δύο μήνες έφυγε ο Γέρο-Βαρλαάμ. Στο διάστημα αυτό έδειξε βαθειά μετάνοια. ῎Εμενε στα δωμάτια που είναι δίπλα στο παρεκκλήσιο των ῾Αγίων Αρχαγγέλων, και εκεί συχνά τον άκουγαν οι Πατέρες, να κλαίη με στεναγμούς και να προσεύχεται δυνατά να τον ελεήση Θεός.
Ο Γέρο-Κασσιανός, ετελειώθη από κάποιο ατύχημα που του συνέβη. Ανέβη μια ημέρα να βάψη την κορνίζα της εικόνος του ῾Αγίου Νιολάου που ευρίσκεται πάνω από την είσοδο της Μονής. Εσπασε όμως κάποιο σανίδι της σκαλωσιάς και βρέθηκε στο τσιμεντένιο δάπεδο βαρειά τραυματισμένος. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο και σε 15 ημέρες απέθανε. Ο δε Μοναχός Ιωάννης, που στην ζωή του ήταν σοβαρός και επίσημος άνθρωπος στο Αγιο Ορος, λόγω της μορφώσεώς του και της πολυετούς θητείας του, ως Γραμματέως στην ῾Ιερά Κοινότητα, τελειώθηκε ειρηνικά σε ηλικία 70 ετών. Τρείς Μοναχοί μέσα σε δύο μήνες, αντήλλαξαν την επίγεια κατοικία με την επουράνια κατά το καλοκαίρι του 1948. Αιωνία των η μνήμη.
Ο Γέρο-Εφραίμ υπηρέτησε καθ’ υπακοήν σε διάφορα διακονήματα της Μονής. Από ηλικίας 38 ετών, κατόπιν προτάσεως του Γέρο-Βαρλαάμ, μπήκε στην Γεροντική Σύναξι της Μονής. Επί 12 χρόνια υπηρέτησε ως Αντιπρόσωπος στην εν Καρυαίς ῾Ιερά Κοινότητα και συμμετείχε σε διάφορες Κοινοτικές αποστολές στο κόσμο. Ηταν πολύ φιλακόλουθος.
Καθημερινά το στασίδι του δίπλα στην Παναγία Γαλακτοτροφούσα τον περίμενε. Παρ᾿ ότι δεν ήταν καλλίφωνος, αγαπούσε να ψάλλη συνοδευόμενος από τους νεωτέρους ψάλτας αδελφούς.
Ιδού το εξής χαρίεν περιστατικό. ῞Ενα απόγευμα, που τελούσαμε τον ῾Εσπερινό, ήλθε η σειρά του να ψάλλη ένα προσόμοιο.
Οντας εγώ δίπλα του, γυρίζει και μου λέγει· «αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα». Δηλαδή να ψάλλουμε μαζί. Ενώ λοιπόν έψαλλε βοηθούμενος υπέρ το δέον από εμένα, σταματά την ψαλμωδία και μου λέγει· «έλα ντε, δικό μου είναι το τροπάριο» και συνέχισε.
Οι Μεγάλες ῟Ωρες της Μ. Παρασκευής, εκανοναρχούντο μόνο από τους Γέροντες αδελφούς. Με πολλή λοιπόν γραφικότητα, απλότητα, σεμνότητα και παιδικότητα, ο Γέρο-Εφραίμ, ο Γέρο-῾Ησύχιος, ο Γέρο-Αρσένιος, πηγαινοήρχοντο στους χορούς να κανοναρχήσουν τα τροπάρια.
Κατά το έτος 1987, προσβλήθηκε από την επάρατο νόσου του καρκίνου στην κύστη. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου διαπιστώθηκε το πρόβλημά του, και του εγένετο εγχείρησις.
Το Φθινόπωρο του ιδίου έτους επέστρεψε στην Μονή. ῎Εχοντας οικειότητα μαζί μου, λόγω προπαντός της κοινής μας καταγωγής, μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό:
-Μιά νύχτα, αδελφάκι μου, ενώ ήμουν στο Νοσοκομείο «Αγία Σοφία» της Θεσσαλονίκης, με πλησίασε μια γρηούλα με ρούχα νοσοκόμας και με ερώτησε· τι έχεις παιδάκι μου; γιατί λυπείσαι;»
-Δεν ξέρεις τι έχω αδελφή;
-Μη στενοχωριέσαι και θα γίνης γρήγορα καλά. Καί αμέσως έφυγε.
Το πρωΐ ερώτησα την Προισταμένη, ποιά αδελφή ήταν το βράδυ διανυκτερεύουσα σε υπηρεσία; Μού είπε: Ερώτησα εάν έχουν κάποια γριά νοσοκόμα, αλλά η Προισταμένη είπε, όχι.
Τότε, υποθέτω θα ήταν κάποια ῾Αγία. Μάλλον νομίζω, θα ήταν η Αγία Θεοπρομήτωρ Αννα.
Λόγω γηρατειών και της ασθενείας του, με εντολή του ῾Ηγουμένου της Μονής, κατέβηκε στο γηροκομείο. Ηταν η 10 Μαρτίου του έτους 1989, όταν του συνέβη ένα άλλο θαυμαστό περιστατικό.
Ο γηροκόμος αδελφός, κατά την συνήθειά του, αφού τακτοποίησε και εσκέπασε με τις κουβέρτες τον Γέρο-Εφραίμ, ανεχώρησε διά το κελλί του.
Εκείνη την νύκτα, λόγω ισχυρών πόνων, εκινείτο αδιάκοπα ο παππούς στο κρεβάτι. Τού έπεσαν κάτω οι κουβέρτες. Αρχισε πλέον ο ίδιος να κρυώνη. Ξαφνικά ήλθε κάποιος φαινόμενος Μοναχός…. Εσήκωσε τις κουβέρτες, τον εσκέπασε, τον σήκωσε ψηλότερα, διότι είχε πέσει χαμηλά στο κρεββάτι το σώμα του και, ενώ ήταν έτοιμος για αναχώρησι, ακούει τον Γέρο-Εφραίμ να τον ερωτά.
-Τι ώρα είναι; Δεν έλαβε απάντησι.
Αναψε το φακό, εκοίταξε την ώρα, και ήταν με το κοσμικό περίπου δύο, μετά τα μεσάνυκτα.
Κοιτάζει να ιδή τον διακονητή του, διότι, έτσι πίστευε, αλλά δεν είδε κανέναν. Πρέπει εδώ να σημειωθή, ότι κάθε βράδυ ο γηροκόμος του εκλείδωνε τις δύο πόρτες του γηροκομείου, για να μην ενοχλούν τον παππού οι άλλοι Πατέρες με άκαιρες συζητήσεις…
Ο ίδιος ο π. Εφραίμ έδωσε απάντησι για τον φαινόμενο Μοναχό, ότι ήταν ο Κτήτωρ της Μονής, ο ῞Οσιος Γρηγόριος. ῾Ο βοηθός του τον διαβεβαίωσε, ότι δεν ήλθε εκείνη την ώρα στο γηροκομείο, ούτε και άλλος Μοναχός της Μονής μπορούσε να πάη, διότι δεν είχε κλειδιά.
Μιά άλλη πνευματική εμπειρία, την οποίαν έζησε στην εορτή των Θεοφανείων του 1987, θα μας διηγηθή τώρα ο μακαριστός π. ‘Εφραίμ:
“Καθόμουν στο στασίδι δεξιά από την Λιτή στο κυρίως ναό. Σ᾿ αυτή την αγρυπνία, έννοιωσα ότι δεν έψαλλαν άνθρωποι, αλλά άγγελοι. Εγώ ανθρώπους έβλεπα, αλλά οι φωνές τους δεν ήσαν άνθρώπινες. ῾Ωμοίαζαν με αγγελικές, ουράνιες, υπερκόσμιες. Τότε η καρδιά μου σκιρτούσε από μία ανείπωτη χαρά και επήγαινε να σπάση από τους εσωτερικούς κραδασμούς της χάριτος που εζούσα.
Τότε τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, ενώ με το στόμα μου αναφωνούσα ψιθυριστά· «Δόξα σοι Κύριε μου Ιησού Χριστέ. Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, τι καλό είδες σε εμένα και με επεσκέφθης; ῎Αχ αυτή η νύκτα με ανέβασε στον ουρανό για να απολαύσω τα στόματα των ουρανίων Αγγέλων Μοναχών. Ας έχη δόξα ο Πανάγαθος Θεός μας».
Μία άλλη φορά, ήταν αρχές του μηνός Ιανουαρίου του 1987. Εκείνες τις ημέρες υπάρχει τυπικό στην Μονή μας, να παίρνουν οι αδελφοί τα διακονήματά των. Ο σεβαστός Γέροντάς μας π. Γεώργιος, την επομένη ημέρα, μετά την διανομή των διακονημάτων, συνεβούλευσε στην τράπεζα τους πατέρας διά να δείξουν προθυμία, υπομονή διά να λάβουν τον μισθόν τους και να επιτύχουν την σωτηρίαν τους. Επειτα έστρεψε τον λόγον του προς τα γεροντάκια και τους είπε:
-Εσείς οι ηλικιωμένοι Πατέρες, θα έχετε ως διακόνημα να τραβάτε κομποσχοίνι για μας τους νεωτέρους σας και για όλο τον κόσμο. Τι λέγεις εσύ πάτερ Εφραίμ; Είσαι ευχαριστημένος με αυτό το διακόνημα; Καί εκείνος έδωσε την εξής σοφή απάντησι:
-Εγώ είμαι ευχαριστημένος, Γέροντα, αλλά δεν ξέρω αν και ο Θεός είναι ευχαριστημένος από εμένα.
Αλλοτε πάλι ήταν μια φθινοπωρινή νύκτα του 1988, μου δηγήθηκε το εξής θαυμαστό όνειρο: «Είδα στον ύπνο μου, ότι έμενα στο προηγούμενο κελλί μου, και έβγαινα έξω με κατεύθυνσι να πάω στο γηροκομείο της Μονής. Οταν μπήκα μέσα, αυτό όλο και περισσότερο εμεγάλωνε και άπλετο φως ξεχυνόταν μέσα και έξω.
Μέσα είδα δύο κοπέλλες. Σκέφθηκα, ότι θα ήταν νοσοκόμες. Κρατούσαν βούρτσες στα χέρια τους και έβαφαν τους τοίχους, που άστραφταν από λάμψι και λευκότητα. Εγώ εξεπλάγην και ερώτησα: μα που βρίσκομαι; Τι παράξενο και θαυμαστό είναι αυτό το φως; Μιά από τις κοπέλλες για να με καθησυχάση, μου λέγει: «Μη φωνάζης, βρίσκεσαι στο Μετόχι της Σταυρουπόλεως».
Εκείνη η ατμόσφαιρα άρχισε να μου ευωδιάζη. ῞Οταν ξύπνησα αισθανόμουν αυτή την ευωδία, όχι μόνο επάνω μου, αλλά και μέσα στο δωμάτιό μου. Το πρωΐ πέρασε να με ιδή ο γιατρός παπά-Δημήτρης. Τού είπα λεπτομερώς τα καθέκαστα, και τον ερώτησα, αν και αυτός αισθάνεται κάποια ευωδία. Αλλά, εκείνος, ίσως διά λόγους πνευματικούς, εξήγησε διαφορετικά το φαινόμενο εκείνης της υπερφυσικής ευωδίας, και μου είπε: «῾Η σκόνη Ταλκ που σού έβαλα ευωδίαζε και όχι αυτό που λες».
Εγώ εσιώπησα, συνέχισε ο Γέρο-Εφραίμ. Εδόξασα μόνο τον Θεό γι᾿ αυτή την ουράνια παρηγοριά και καθημερινώς ζω μ᾿ αυτή την γλυκειά ανάμνησι της ευωδίας που δεν έχει καμμιά ομοιότητα με τα αρώματα του κόσμου.
-Ποιές άλλες ιστορίες ενθυμείσαι από την ζωή σου πάτερ Εφραίμ;
Θυμάμαι, αδελφέ μου, ένα άλλο συνταρακτικό γεγονός που συνέβη, όχι εδώ στο ῎Ορος, αλλά στο απέναντι χωριό, στην Συκιά Χαλκιδικής. Εκεί διακονούσε τον Θεό και τον άνθρωπο, ένας ῾Ιερέας, ο οποίος ενίοτε έπινε κρασί κάτι περισσότερο από το κανονικό.
Ο κατά σάρκα αδελφός του, τον νουθετούσε να μη πίνη. Μερικές φορές τόλμησε κάι τον εκτύπησε. Ο Θεός όμως ετιμώρησε τον λαικό αδελφό του γι᾿ αυτήν την χειροδικία προς τον ῾Ιερέα αδελφόν του. Μετά τον θάνατον και ανακομιδή των οστών του, είδαν όλοι οι παρεστώτες, με θαυμασμό τα δύο του χέρια να είναι ολόκληρα και να αποπνέουν μίαν άσχημη μυρωδιά.
‘Εκάλεσαν τον οικείον Επίσκοπο. Εδιάβασε τις κατάλληλες ευχές και αμέσως τα χέρια του έγινα χώμα.
Κάποια χρονιά, ήλθε στην Μονή μας να μονάση ένας νέος, ο οποίος όμως στον κοσμικό του βίο είχε μπλέξει με την Μασσωνία. Βέβαια ποθούσε την σωτηρία του και ήθελε να απαλλαγή απ᾿ αυτή την θρησκεία του σκότους. Μετά το διάστημα της δοκιμής του, ο Ηγούμενος του ώρισε την ημέρα της κουράς του.
Εκείνος έχαιρε πολύ, εχαμογέλα και έλεγε σε όλους τους πατέρας: «Αύριο θα γίνω Καλόγερος». Τη νύκτα όμως οι δαίμονες, τον έπνιξαν στους λογισμούς απελπισίας. ῎Ισως οι ίδιοι και να τον εξώθησαν να θέση τέρμα στην ζωή του. Το πρωΐ τον βρήκαν οι Πατέρες κάτω στα βράχια, πλησίον της θαλάσσης πεθαμένον.
Ο μακαριστός Γέρο-Εφραίμ, μη δυνάμενος να περπατήση, έμεινε μια πενταετία στο γηροκομείο της Μονής συντηρούμενος και βοηθούμενος από τους αδελφούς, με πολλήν αγάπη και στοργή. Δεν εγόγγυσε ενώπιον του Θεού γι᾿ αυτή την παραλυσία των ποδιών του. Προς όλους συμπεριφερόταν με πραότητα, αγάπη και υπομονή. Πριν από το τέλος του, επήγε ο ιερομόναχος αδελφός π. Φ. και τον κοινώνησε. Τότε ο πάτερ Εφραίμ, είπε τα τελευταία του λόγια: «Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον. Αμήν». Το απόγευμα η ψυχή του πέταξε στους Ουρανούς. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.