Δεν επιβάλλει στο Δημόσιο να επιστρέψει αναδρομικά δύο ετών, κάτι που θα άνοιγε «τρύπα» 1 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό – Ζητάει «εδώ και τώρα» αναδρομικά τριών μηνών αλλά και αυξήσεις αποδοχών στο μέλλον
«Μικρής ισχύος» φαίνεται πως ήταν τελικά η δημοσιονομική «βόμβα» που ετοίμαζε εδώ και μισό χρόνο το ΣτΕ για τους μισθούς των ενστόλων. Όπως προκύπτει από τις δύο αποφάσεις του ΣτΕ που δόθηκαν στη δημοσιότητα (από τις συνολικά τέσσερις προσφυγές που συνεκδικάστηκαν) το ελληνικό δημόσιο εξαναγκάζεται να επιστρέψει άμεσα μόνον τις κρατήσεις τριών μηνών που έγιναν αναδρομικά στους μισθούς στελεχών της ΕΛΑΣ και του Λιμενικού Σώματος (ίσχυσαν τον Νοέμβριο του 2012 αλλά η μείωση επιβλήθηκε αναδρομικά από τον Αύγουστο).
Στο υπουργείο Οικονομικών, όμως, από μια πρώτη ανάγνωση, δεν βλέπουν να ακυρώνει ολοκληρωτικά το μέτρο, ούτε να επιβάλλει στο Δημόσιο να επιστρέψει αναδρομικά τις κρατήσεις δύο ετών, κάτι που θα άνοιγε «τρύπα» 1 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό. Έτσι η «ζημιά» μπορεί να μην ξεπερνά άμεσα τα 100-150 εκατ. ευρώ και θεωρείται διαχειρίσιμη χωρίς νέα μέτρα.
Ωστόσο, από το σκεπτικό των αποφάσεων 2194 και 2196 του ΣτΕ που κατέθεσαν Ενώσεις υπαλλήλων της ΕΛΑΣ και του Λιμενικού (το οποίο αναμένεται να είναι παρεμφερές και με των άλλων δύο που είχαν υποβάλει άλλοι κλάδοι ενστόλων) προκύπτει ότι το ΣτΕ:
-ακυρώνει την απόφαση του υπουργού Οικονομικών της 14.11.2012 και έτσι θα πρέπει να επιστραφούν κρατήσεις που έγιναν σε ενστόλους πριν την ημερομηνία αυτή (από τον Αύγουστο)
– προσβάλλει, με το σκεπτικό της αποφάσεώς του, εκ βάθρων σε πολλά σημεία το μέτρο των περικοπών στους ενστόλους
-αυτό θα αποτελέσει πρόκριμα για άλλες προσφυγές ενστόλων που θα βρουν «πάτημα» για να ζητήσουν αναδρομικά 2 ετών.
-δίνει χρονικό περιθώριο στο δημόσιο να εξετάσει αν πρέπει αυτοβούλως να καταργήσει τις επίμαχες περικοπές από τούδε και στο εξής, πριν υποχρεωθεί να το πράξει στο μέλλον βάσει άλλων δικαστικών αποφάσων στο κοντινό μέλλον.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν αποφάσεις που έχουν ημερομηνία συζήτησης 17 Ιανουαρίου και δημοσίευσης 13 Ιουνίου:
-Ακυρώνεται «η υπ΄αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012), με τίτλο “Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α’/12-11-2012)”, καθ΄ό μέρος αφορά την αναδρομική από 1-8- 2012 μείωση των αποδοχών του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν αποδοχές, τις οποίες είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες».
-το σκεπτικό είναι ότι «η ευνοϊκή μισθολογική μεταχείρισή τους απορρέει εμμέσως εκ της ιδιαίτερης σημασίας της εκ του Συντάγματος αποστολής τους”… «και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ΄εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού ή και των επιδομάτων των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, δεδομένου, μάλιστα, ότι από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, όμως η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει, κατ΄αρχήν, για κάθε σημαντική μείωση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση των στρατιωτικών, υπέρ των οποίων ο νομοθέτης έχει, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί, υποχρέωση, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους, να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιτασσομένη αποκλειστική αφιέρωση στο επάγγελμα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους. Στο αρμόδιο δε δικαστήριο επιφυλάσσεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων, από την άποψη της λήψεως υπόψη από τον νομοθέτη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των ως άνω νομίμων κριτηρίων και όχι άλλων προδήλως απροσφόρων, έλεγχος πάντως που είναι οριακός».