3 η ώρα τα μεσάνυχτα στο Μέγαρο Μαξίμου. Κτυπά το τηλέφωνο της Γραμματείας του πρωθυπουργού.
Στην γραμμή η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού κυρία Μενδώνη, η οποία ασθμαίνουσα λέει:
«Γρήγορα τον Πρωθυπουργό, γιατί βρήκαμε τον τάφο του Μεγαλέξανδρου».
Η Γραμματέας αμέσως τον ξυπνάει. Στην άλλη γραμμή ακούγεται χαρούμενη, αλλά και ασθμαίνουσα η φωνή της κυρίας Μενδώνη.
«Πρόεδρε, βρήκαμε τον Μεγαλέξανδρο στην Αμφίπολη! Βρήκαμε τον τάφο του!».
«-Τί; Πώς; Είναι δυνατόν; Μπήκατε μέσα;»
«Όχι».
«Γιατί;»
«Έξω από τάφο έχει μία πινακίδα στα αρχαία ελληνικά που γράφει:
«-Ο τον εμόν τάφον ευρών, προ του εισελθείν, κάλεσον την πολιτικήν ηγεσίαν του τόπου ίνα αυτή λόγους τινας προσφθέγξομαι».
Ο Πρωθυπουργός: «Έρχομαι αμέσως.».
Αμέσως το πρωθυπουργικό ελικόπτερο πετάει και φτάνει στην Αμφίπολη. Είναι 5 η ώρα το πρωί. Σε λίγο θα αρχίσει να χαράζει μία καινούργια ημέρα. Ο Πρωθυπουργός, μαζί με την κυρία Μενδώνη και την Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων της Αμφίπολης κυρία Περιστέρη, πηγαίνουν κατευθείαν στον τάφο του Μεγαλέξανδρου. Ανυπομονούν να δουν τον Μεγαλέξανδρο.
Δεν κάνουν παύση ούτε για έναν καφέ.
Δεν πρέπει να βρίσκεται άλλος κανείς στην μεγάλη αυτήν στιγμή.
Κάποιοι λένε ότι ο Μεγαλέξανδρος ζήτησε να μην είναι οι παρόντες πάνω από τρεις – τέσσερις άνθρωποι.
Λαχανιασμένοι φτάνουν στον τάφο.
Περνούν τις Σφίγγες και τις Καρυάτιδες.
Περνούν τους τρεις θαλάμους και φτάνουν σε έναν άλλον θάλαμο, άγνωστο μέχρι τώρα.
Έξω από την πόρτα βλέπουν την επιγραφή. Φοβούνται όμως να προχωρήσουν. Μεγαλέξανδρος είναι αυτός! Απρόβλεπτος! Μπορεί να εμφανιστεί με καμία μακεδονική σάρισα.
Τελικά ο Πρωθυπουργός βρίσκει το θάρρος να ανοίξει την πόρτα του ταφικού θαλάμου.
Και να! Στο βάθος κείτεται ο Μέγας Αλέξανδρος, ντυμένος με λευκό χιτώνα, σαν να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο. Το στήθος του σαν το θασιακό μάρμαρο, τα μαλλιά του ξανθά μέχρι τους ώμους. Το πρόσωπό του είναι καλυμμένο με μία ολόχρυση προσωπίδα. Μεγαλοπρεπής! Βασιλικός! Αμέσως μόλις βλέπει τους επισκέπτες του, ξυπνά, ανασηκώνεται καθιστός, βγάζει την χρυσή προσωπίδα του με μία αργή, αρχοντική κίνηση. Φάνηκαν τα αστραπηβόλα γαλανά μάτια του και λέει με τη βροντερή φωνή του, που ερχόταν από τα βάθη των αιώνων:
«Γειά σας. Είμαι ο Μεγαλέξανδρος.
Σας κάλεσα, γιατί ξέρω ότι με ψάχνετε, όπως και όλος ο ελληνικός λαός· θέλω να σας πώ λίγα λόγια, να τα μεταφέρετε στον λαό· στον λαό αυτόν που τόσο τον αγάπησα, επειδή είναι ο λαός μου».
Πρωθυπουργός: «Πές μας, Μεγαλέξανδρε».
«Θέλω να σας πώ την ιστορία μου. Δεν θα σας πώ πολλά, γιατί τα ξέρετε τα περισσότερα. Θα σας πώ μόνο δύο λόγια· την ουσία.
Ξέρετε πόσο μεγάλος υπήρξα, πόσο δοξάστηκα στα πέρατα της οικουμένης.
Πρέπει όμως να σας πώ ότι στη ζωή μου δεν έβρισκα νόημα. Μετά από κάθε κατάκτηση, από κάθε επιτυχία, μού έμενε ένα κενό. Νίκησα όλο τον κόσμο, είχα συνεχώς επιτυχίες στη ζωή μου, αλλά αυτό το κενό που έχασκε μέσα μου δεν μπόρεσα να το νικήσω.
Πήρα τη Μικρασία, αλλά το κενό παρέμενε ασήκωτο, βαρύ, κι ας ήταν κενό. Πήγα πιο πέρα στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, κατέκτησα όλη την Περσία, την Βαβυλώνα, την Μηδεία, την Παρθία, νίκησα τους βασιλιάδες τους, πήρα όλο τον χρυσάφι τους: αλλά το κενό πάλι δεν γέμιζε.
Προχώρησα παραπέρα, έφτασα μέχρι την Βακτριανή, το δικό σας το Αφγανιστάν, μέχρι την Ινδία, ψάχνοντας Κάποιον; Κάτι; Αυτόν ή αυτό που θα μου γέμιζε το κενό. Θα προχωρούσα και περισσότερο, αλλά οι στρατιώτες μου είχαν κουραστεί. Έτσι αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω, αν και δεν έβρισκα αυτό που έψαχνα.
Κατέκτησα όλο τον κόσμο, αλλά δεν βρήκα την ευτυχία. Οι πολλές επιτυχίες μου δεν γέμιζαν το κενό μου.
Μετά, νέος ακόμη, το 323 πέθανα. Πήγα στο σκοτάδι, στον Άδη.
Πέρασα εκεί 350 χρόνους, και περίμενα, περίμενα, τί θα γίνει με το κενό που ένιωθα μέσα μου.
Και ξαφνικά μία μέρα ο Άδης φωτίστηκε! Ένα φως πρωτόγνωρο έλαμψε. Μέσα στο φως αναγνώρισα κάποιον που τα ιμάτιά του ήταν ερυθρά, τα χέρια και τα πόδια του τρυπημένα από καρφιά και μέσα από τις τρύπες έβγαινε φως.
Τότε κατάλαβα ότι Αυτός ήταν που έψαχνα τόσα χρόνια. Αυτόν κυνηγούσα μέχρι τις Ινδίες! Για Αυτόν κατέκτησα όλον τον κόσμο, κι ας μην Τον γνώριζα.
Αυτός ήταν που γέμισε το κενό μου.
Απο τότε η ζωή μου άλλαξε. Αμέσως πίστευσα σ’ Αυτόν, Τον προσκύνησα, Τον ακολούθησα και με πήρε μαζί του στο φως.
Και τώρα, βλέποντας τον λαό μου να υποφέρει, βλέποντας τους Έλληνες να με ψάχνουν, ζήτησα την άδειά Του και ήλθα μέχρι κάτω.
Ήλθα να σας πώ, μην με ψάχνετε άλλο.
Και να με βρείτε, δεν θα αλλάξει τίποτε για σας.
Δεν έχω ψωμί να δώσω στους πεινασμένους σας, ούτε λεφτά στους δανειστές σας.
Μην ψάχνετε εμένα. Ψάξτε Αυτόν που μπορεί να αλλάξει την ζωή όλων σας και όλου του λαού. Ψάξτε Αυτόν που έψαχνα εγώ και τον βρήκα μετά την Σταύρωσή Του. Αυτόν που με ανέστησε. Αυτόν που είναι παντού, αλλά χώρεσε και σε έναν τάφο στα Ιεροσόλυμα. Έναν τάφο λιτό, απέριττο, παρότι Αυτός ήταν πολύ μεγαλύτερος από εμένα.
Αυτός θα αναστήσει κι εσάς και όλο το λαό. Φτάνει να το θελήσετε.
Μην φοβάστε τους Σκοπιανούς. Παιδιά μου είναι κι αυτοί, αδέλφια σας. Εμένα δεν με πειράζει που με τιμούν, κι ας μην ήμουν Σλάβος. Μην μαλώνετε μαζί τους. Ζήστε αγαπημένοι σαν αδέλφια.
Μην ψάχνετε εμένα. Και να βρείτε το σώμα μου, δεν θα καταλάβετε την ψυχή μου.
Μην ψάχνετε την προσωπίδα μου. Όπως πίσω από την προσωπίδα, σας έδειξα το αληθινό μου πρόσωπο, έτσι κι εσείς δείτε πέρα από την προσωπίδα μου, πέρα από το σώμα μου, πέρα από τον τάφο μου.»
Αυτά είπε ο Μεγαλέξανδρος και σταμάτησε. Φόρεσε ξανά την χρυσή προσωπίδα του, έγειρε το κεφάλι του και κοιμήθηκε ξανά τον αιώνιο ύπνο του, μέχρι να τον σηκώσει η σάλπιγγα του αγγέλου.
Άραγε αυτά που είπε θα τα μεταφέρει κανείς στον λαό.