ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ–Η ιστορία της ισλαμικής επέκτασης, από την ίδρυση του Ισλάμ τον 7ο αιώνα στην Αραβία, αποτελεί αντικείμενο μελέτης και ανάλυσης για πολλούς ερευνητές. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει αναδειχθεί ως υπέρμαχος του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και ευρύτερα στον μουσουλμανικό κόσμο.
Του Γιώργου Θεοχάρη-ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η ισλαμική θρησκεία, μέσω μιας σύνθεσης πνευματικών και στρατιωτικών μεθόδων, κατάφερε να επεκταθεί γρήγορα σε μεγάλα τμήματα του κόσμου, από τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Βόρεια Αφρική, την Ισπανία και την Κεντρική Ασία. Οι κατακτήσεις αυτές, σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, δεν ήταν απλά μια στρατιωτική επιχείρηση, αλλά ένα βαθύτερο ιδεολογικό και θεολογικό κίνημα που στόχευε στην καθολική εξάπλωση της πίστης στον Αλλάχ.
Μια βασική αρχή του ισλαμικού δόγματος χωρίζει τον κόσμο σε δύο μεγάλες κατηγορίες: το “dar al-Islam” (ο οίκος του Ισλάμ) και το “dar al-harb” (ο οίκος του πολέμου). Το “dar al-Islam” αφορά τις περιοχές όπου επικρατεί το Ισλάμ και όπου η ζωή ρυθμίζεται από τον ισλαμικό νόμο, τη Σαρία. Το “dar al-harb” αναφέρεται στα εδάφη που δεν έχουν ακόμη κατακτηθεί από το Ισλάμ και θεωρούνται ως χώρος πολέμου, δηλαδή περιοχές όπου επιδιώκεται η επιβολή της ισλαμικής κυριαρχίας.
Αυτή η θεολογική αντίληψη, που ενσωματώνει την ιδέα της συνεχιζόμενης επέκτασης του Ισλάμ, είχε βαθιές συνέπειες στην ιστορία. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεγάλα τμήματα της Ευρώπης, όπως η Θεσσαλονίκη, η Κύπρος και η Ελλάδα, βρέθηκαν υπό την ισλαμική κατοχή. Πολλοί σύγχρονοι ισλαμιστές θεωρούν ότι εδάφη που κάποτε βρέθηκαν υπό μουσουλμανική κυριαρχία, πρέπει να παραμείνουν για πάντα ισλαμικά. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η απώλεια αυτών των εδαφών αποτελεί μόνο μια προσωρινή κατάσταση και πρέπει να ανακτηθούν.
Η αντίληψη αυτή βρίσκει υποστηρικτές και σε ηγέτες όπως ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έχει εκφράσει την άποψη ότι εδάφη όπως η Θεσσαλονίκη, που κάποτε ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρέπει να επιστραφούν στο Ισλάμ.
Αυτή η ιδέα αντανακλά μια ευρύτερη γεωπολιτική φιλοδοξία που προωθείται από ισλαμιστές ηγέτες και οργανώσεις, οι οποίοι επιδιώκουν την αναβίωση της ισλαμικής κυριαρχίας σε ιστορικά εδάφη.
Παράλληλα, η κατάκτηση του Ισραήλ αποτελεί ένα από τα πιο κεντρικά ζητήματα για το ριζοσπαστικό ισλάμ, με στόχο την ανάκτηση των ιερών μουσουλμανικών τόπων στην Ιερουσαλήμ και την επιβολή της ισλαμικής εξουσίας στην περιοχή. Η ανάμειξη του θρησκευτικού με το πολιτικό στοιχείο ενισχύει τη στρατηγική των ισλαμιστών για την επέκταση της επιρροής τους, ενώ υποστηρίζεται από κράτη που χρηματοδοτούν και ενθαρρύνουν τέτοιες φιλοδοξίες.
Ωστόσο, η αναβίωση της ισλαμικής επέκτασης δεν είναι μόνο ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής. Στη Δύση, πολλές κυβερνήσεις, για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους, προωθούν την ανάπτυξη του Ισλάμ και την ενσωμάτωσή του σε δυτικές κοινωνίες. Αυτό έχει προκαλέσει ανησυχίες μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων, οι οποίες βλέπουν την ανάπτυξη του Ισλάμ ως απειλή για τον χριστιανικό πολιτισμό και τις αξίες που αυτός προασπίζεται.
Ο φόβος ότι η διάδοση του Ισλάμ θα οδηγήσει στην εξάλειψη του Χριστιανισμού είναι ιδιαίτερα έντονος σε ορισμένους κύκλους. Πολλοί πιστεύουν ότι η πολιτική ανοχή και υποστήριξη προς το Ισλάμ από δυτικές κυβερνήσεις λειτουργεί ως καταλύτης για την υποχώρηση του Χριστιανισμού και την πολιτιστική αλλαγή στη Δύση.
Η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στον Ισλαμισμό και τον Χριστιανισμό συνεχίζει να επηρεάζει τις διεθνείς σχέσεις και την εσωτερική πολιτική πολλών χωρών. Ο αγώνας για την επιβίωση και την επιβολή διαφορετικών θρησκευτικών και πολιτισμικών αξιών αποτελεί μέρος της ευρύτερης γεωπολιτικής σκηνής, όπου θρησκεία, πολιτική και στρατιωτική ισχύς αλληλεπιδρούν με πολύπλοκους τρόπους.