Του Γιάννη Παπανικολάου-ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ο Στέφανος Κασσελάκης, κατά την παρουσία του στη Λιβαδειά χθες, εξέφρασε δημόσια έναν προβληματισμό που προκάλεσε αίσθηση. Απευθυνόμενος στους πολίτες, έθεσε ένα ερώτημα με έντονο κοινωνικό και ηθικό περιεχόμενο: «Είναι σωστό μέσα στην Εκκλησία να υπάρχουν επίσημοι και απλοί πολίτες; Εμένα δεν μ’ αρέσει αυτό».
Ο Στέφανος Κασσελάκης παρακολούθησε τη Λειτουργία για τα Εισόδια της Θεοτόκου στον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Λιβαδειά.
Η τοποθέτησή του δεν άφησε ασυγκίνητους όσους βρίσκονταν εκεί, ενώ κάποιοι από τους πολίτες συμφώνησαν αυθόρμητα, λέγοντας: «Έλα μου ντε».
Η παρατήρηση αυτή του Κασσελάκη θίγει μια διαχρονική αντίφαση στις κοινωνικές δομές, και συγκεκριμένα στον τρόπο που οργανώνεται η δημόσια παρουσία μέσα σε χώρους λατρείας. Η διάκριση ανάμεσα σε «επίσημους» και «απλούς» πολίτες δεν είναι μόνο συμβολική αλλά και πρακτική, καθώς συχνά παρατηρείται να διατίθενται ειδικές θέσεις για πολιτικούς, αξιωματούχους ή άλλες προσωπικότητες, δημιουργώντας έναν διαχωρισμό που έρχεται σε αντίθεση με την ουσία της ισότητας που πρεσβεύει η χριστιανική πίστη.
Η συζήτηση που προκάλεσε η τοποθέτηση του Κασσελάκη είναι ιδιαίτερα επίκαιρη, καθώς αντανακλά μια ευρύτερη κοινωνική ανάγκη για ισότητα και σεβασμό, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή πολιτικής ιδιότητας. Οι πολίτες που συμφώνησαν μαζί του εξέφρασαν με λίγες λέξεις αυτό που πολλοί ενδεχομένως σκέφτονται: Γιατί να υπάρχουν προνομιούχοι ακόμα και σε έναν χώρο όπου, θεωρητικά, όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Θεού;
Η παρέμβαση του Κασσελάκη μπορεί να ερμηνευθεί ως μια απόπειρα να ανοίξει τον διάλογο για την ισότητα όχι μόνο στο θρησκευτικό πλαίσιο αλλά και στη δημόσια ζωή. Αν και το ερώτημα που έθεσε μπορεί να μοιάζει απλό, αναδεικνύει βαθύτερα κοινωνικά ζητήματα, όπως η ανάγκη εξάλειψης των διακρίσεων και η υιοθέτηση πρακτικών που αντανακλούν τις αξίες της δημοκρατίας και του σεβασμού.
Η αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο εάν προσθέσετε ενεργό σύνδεσμο στη πηγή του άρθρου