Το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ αποκαλύπτει-Ευρύτατη διάδοση στα ΜΜΕ είχε το χθεσινό άρθρο του Σταύρου Τζίμα στην «Καθημερινή» με τίτλο «“Εμπάργκο” Αγίου Όρους στον Τσίπρα». Πολλοί ήταν οι συνάδελφοι που βασίστηκαν σε αυτό, στην προσπάθειά τους να δώσουν στο κοινό μία εικόνα για το τί πραγματικά συνέβη, σε σχέση με την αναβολή της προγραμματισμένης επίσκεψης Τσίπρα στο Άγιο Όρος.
Επειδή όμως το συγκεκριμένο κείμενο περιέχει και σοβαρές ανακρίβειες, οι οποίες οδηγούν σε παραπληροφόρηση σε σχέση με το «καυτό» αυτές τις ημέρες θέμα, θα πρέπει να τις επισημάνουμε, ώστε να προστατεύσουμε από αυτήν τόσο τους συναδέλφους μας, όσο και τον ελληνικό λαό.
Ισχυρίζεται λοιπόν ο συμπαθής συνάδελφος ότι η Ιερά Κοινότητα «αποφάσισε να μην υποδεχθεί επισήμως, αποδίδοντας του τις τιμές που προβλέπει το αγιορείτικο τυπικό, τον πρωθυπουργό της χώρας», επειδή «σύμφωνα με την άποψη που κυριάρχησε στη σύναξη, δεν μπορεί το Αγιον Ορος να αποδώσει τιμές σε έναν πρωθυπουργό που “έχει δηλώσει άθεος”, ψηφίζει νόμους και εφαρμόζει πολιτικές που πλήττουν την Ορθοδοξία».
Ποια είναι όμως η αλήθεια;
Η αλήθεια είναι ότι το Άγιο Όρος ποτέ δεν έλαβε μία τέτοια απόφαση.
Η βασική διαφωνία των μονών ήταν μόνο ως προς τον χρόνο της επίσκεψης.
Ο χρόνος που είχε επιλεγεί από συνεργάτες του Πρωθυπουργού ήταν μάλλον ακατάλληλος. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η επίσκεψη θα γινόταν μαζί με τον Πατριάρχη, ο οποίος βρισκόταν ήδη σε προγραμματισμένα ταξίδια στην Ορεστιάδα και αμέσως μετά στην Θεσσαλονίκη, καθιστούσε ως μοναδική δυνατή ημέρα για μία «κοινή» επίσκεψη την Τετάρτη, 27η Σεπτεμβρίου.
Γιατί η ημέρα αυτή είναι ακατάλληλη; Απλούστατα γιατί είναι η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, διότι εάν γυρίσουμε το ημερολόγιο 13 ημέρες πίσω φτάνουμε στις 14 Σεπτεμβρίου.
Είναι μία ημέρα όπου σε όλο το Άγιον Όρος γίνεται αγρυπνία. Επιπλέον πανηγυρίζει η Μονή Ξηροποτάμου, στην οποία φυλάσσεται το μεγαλύτερο τεμάχιο Τιμίου Σταυρού σε όλο τον κόσμο.
Όταν στο Άγιον Όρος έρχεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας ή ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σε επίσημη (και όχι ιδιωτική) επίσκεψη, κατά την αγιορειτική τάξη γίνεται δεκτός από την «Ολομέλεια των Μονών», δηλαδή την Διπλή Ιερά Σύναξη, που αποτελείται από τους Ηγουμένους των είκοσι μονών και τους μόνιμους Αντιπροσώπους τους στην Ιερά Κοινότητα.
Πώς γίνεται η υποδοχή; Οι Ηγούμενοι και οι Αντιπρόσωποι περιμένουν τον επίσημο στην πλατεία των Καρυών και από εκεί «εν πομπή» και με κωδωνοκρουσίες μεταβαίνουν στον Ναό του Πρωτάτου, όπου τελείται δοξολογία και εκφωνούνται οι προσφωνήσεις από τον Πρωτεπιστάτη και τον επίσημο. Στη συνέχεια μεταβαίνουν στο Ιεροκοινοτικό Μέγαρο, όπου προσφέρεται το καθιερωμένο κέρασμα, ανταλλάσσονται ευχές και νέες προσφωνήσεις και μπορεί να γίνει συζήτηση σε λιγότερο τυπικό και πιο εγκάρδιο κλίμα. Αυτή είναι η γνωστή διαδικασία, την οποία τόσο εγώ, όσο και ο κ. Τζίμας έχουμε αρκετές φορές παρακολουθήσει από κοντά.
[irp posts=”374291″ name=”«Εμπάργκο» Αγίου Όρους στον Τσίπρα”]
Θα έπρεπε λοιπόν, μετά από μία τόσο κοπιαστική αγρυπνία, και μάλιστα ενώ αρκετοί ηγούμενοι θα συμμετείχαν στην ολονύκτια αγρυπνία της Μονής Ξηροποτάμου (όπως πληροφορηθήκαμε από προσκυνητές στην εφετινή Πανήγυρη συμμετείχαν πάνω από πέντε Ηγούμενοι), να ανηφορίσουν την ίδια ημέρα στις Καρυές για μία πολύωρη υποδοχή, την στιγμή που αρκετοί από τους Ηγουμένους είναι μεγάλης ηλικίας και με προβλήματα υγείας, και θα ήταν αδύνατο να ανταπεξέλθουν σε ένα τέτοιο εξοντωτικό πρόγραμμα.
Όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς και μόνο οι πρακτικοί, και όχι ιδεολογικοί λόγοι, ήταν υπεραρκετοί για την αναβολή της επίσκεψης σε καταλληλότερο χρόνο.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Πρωθυπουργός δεν είναι ούτε ανεπιθύμητος στο Άγιον Όρος ούτε «κόκκινο πανί» για τους Αγιορείτες.
Βέβαια, όπως σε όλα τα σώματα, όπως και στην Βουλή ή στην Κυβέρνηση ή στον ΣΥΡΙΖΑ, έτσι και στο Άγιο Όρος υπάρχουν πάντοτε οι ακραίες φωνές και οι φανατικοί, οι νεοζηλωτές κ.λπ. Απόλυτη ομοφωνία είναι αδύνατο να υπάρξει. Υπάρχει μόνο στην Κορέα του Κιμ Γιονγκ Ουν ή υπήρξε παλαιότερα στην Ρωσία του Στάλιν.
Έτσι και στο Άγιο Όρος υπήρξαν οι μαύρες σημαίες περί αντιχρίστων, αλλά αυτές δεν εκφράζουν καμία άλλη μόνη, παρά μόνο την συγκεκριμένη που τις ύψωσε, και ίσως κάποιους «αναρχοαυτόνομους» Κελιώτες.
Ούτε λοιπόν «ενέργεια δίχως προηγούμενο» υπήρξε στο Άγιο Όρος, ούτε «απαγόρευση εισόδου του πρωθυπουργού της χώρας σε τμήμα της ελληνικής επικράτειας», ούτε «αγία απρέπεια», όπως ισχυρίζεται ο συγκεκριμένος αρθρογράφος, αλλά μία απλή αναβολή σε ευθετότερο χρόνο.
Ακόμη και η δημοσιευμένη γνώμη μιας από τις πλέον «αντιδραστικές» στην επίσκεψη μονές, της Μονής Ξηροποτάμου, που φυσικά είναι μία απλή γνώμη και δεν εκφράζει το σύνολο των αγιορειτικών Μονών, οι οποίες τιμούν τον εκάστοτε Πρωθυπουργό ως θεσμικό όργανο, ανεξάρτητα από τα πιστεύω του, τους νόμους που εισηγείται και την προσωπική του ζωή, εφαρμόζοντας το αγιογραφικό «τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», κατέληγε ως εξής:
«ίσως μελλοντικώς ευρεθή κατάλληλος ευκαιρία, υπό ευνοϊκωτέρας συνθήκας, να επισκευθή το Άγιον Όρος και να τον τιμήσωμεν δεόντως».
Η επίσκεψη του Πατριάρχη δεν ήταν στο πρόγραμμά του ούτε είχε άμεση σχέση με τα εγκαίνια της νέας πτέρυγας της Μονής Παντοκράτορος, αλλά θα γινόταν με αφορμή την επίσκεψη του Πρωθυπουργού, όπως έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν (π.χ. Δημήτριος – Καραμανλής, Βαρθολομαίος – ΓΑΠ).
Η αναφορά«ότι μεταξύ των μοναστηριών που εναντιώθηκαν (δεκαπέντε από τα είκοσι), ήταν και τα τρία στα οποία εγκαταβιούν ρωσικής, σερβικής και βουλγαρικής καταγωγής μοναχοί» επίσης δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Αν και δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες, η «πλειοψηφία» ήταν πολύ ισχνή και όχι 15 στις 20 μονές· ούτε επίσης οι 3 Μονές με «ξένους» μοναχούς ψήφισαν εναντίον της επίσκεψης Τσίπρα. Η σύνδεση του θέματος με τις 3 «ξένες» Μονές του Αγίου Όρους δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα.
Εξάλλου κάθε«ξένη» Μονή έχει τα ίδια ακριβώς δικαιώματα με μία «ελληνική» και έχει δικαίωμα να έχει την δική της γνώμη. Το βέβαιο είναι ότι καμία «ξένη» Μονή δεν πρωτοστάτησε στην συγκεκριμένη απόφαση, ενώ οι υπόνοιες περί αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας βρίσκονται μόνο στην φαντασία του αρθρογράφου ή των πηγών του.