[Ειδική εμπεριστατωμένη μελέτη περί της κοσμογονίας, διά το αγωνιζόμενον «ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» και τους φιλοθέους αυτού αναγνώστας, ένεκα των δυσχειμέρων καιρών και χρόνων].
«Αινείτε αυτόν οι ουρανοί των ουρανών· και το ύδωρ το υπεράνω των ουρανών. Αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου· ότι αυτός είπε, και εγεννήθησαν· αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν. Έστησεν αυτά εις τον αιώνα, και εις τον αιώνα του αιώνος· πρόσταγμα έθετο και ου παρελεύσεται» (Ψαλ. ρμη΄, 4-6).
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Συμφώνως με το αρχαιότερον γραπτόν μνημείον περιέχον κοσμογονικήν θεωρίαν, αυτό της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης, ο παντοδύναμος Άγιος Θεός είναι ο δημιουργός πάσης ορατής και αοράτου κτίσεως.
Όθεν, η γνώσις διά την δημιουργίαν του ορατού υλικού κόσμου, καθώς και του αοράτου ουρανίου πνευματικού κόσμου, αποτελεί προϋπόθεσιν επισταμένης μελέτης και βαθείας πίστεως εις την Αγίαν Γραφήν και τους προ ημών θεοφωτίστους Αγίους Πατέρας.
(Α΄)
Εξ όσων θεοπνεύστως μας παρεδόθησαν, η δημιουργία του πνευματικού κόσμου των αγγέλων προηγήθη κατά πολύ της δημιουργίας του σύμπαντος υλικού κόσμου, και οι άγιοι άγγελοι είναι τα αρχαιότερα δημιουργήματα του Τριαδικού Θεού: «ότε εγενήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοί μου», λέγει εις τον Ιώβ ο Θεός (Ιώβ λη΄, 7).
Ο τρόπος της δημιουργίας των αγγέλων είναι άγνωστος και άδηλος. Η Αγία Γραφή τον αποσιωπά. Ο αριθμός των είναι επίσης άγνωστος. Ο προφήτης Δανιήλ λέγει:
«χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ, και μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ» (Δαν. ζ΄, 10).
Οι άγγελοι, ως πνεύματα είναι άϋλοι [= ασώματοι], ανήκουν εις την άφθαρτον κτίσιν και δεν υπόκεινται εις φυσικούς νόμους της φθοράς της ύλης· όμως ως δημιουργήματα [= κτίσματα] δεν είναι τελείως άϋλοι, έχουν είδός τι αγνώστου ύλης εις τους ανθρώπους, διαφόρου της γνωστής ορατής, αισθητικής ύλης. Ως κτίσματα επίσης δεν είναι της αυτής ομοίας ουσίας του δημιουργού Θεού· είναι δε πεπερασμένοι και δεν είναι πανταχού παρόντες, όπως ο δημιουργός Θεός.
Εκ της Αγίας Γραφής γνωρίζομεν, ότι ο Θεός εδημιούργησε δέκα (10) τάξεις [= τάγματα, χορούς αγγέλων]. Η μία τάξις εξ αυτών με αρχηγόν τον Εωσφόρον κατέπεσεν. Ο πάλαι ονομαστός διά την λαμπρότητα Εωσφόρος έκαμε κακήν χρήσιν του δοθέντος αυτεξουσίου, και κινούμενος αλαζονικώς προσεπάθησε να σφετερισθή τον θρόνον του Θεού, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρη αναρίθμητον πλήθος αγγέλων εις την αποστασίαν· και εάν εις την κρίσιμον εκείνην στιγμήν δεν έσπευδεν ο αρχάγγελος Μιχαήλ να αναφωνήση το: «Στώμεν καλώς …» ( Ιωάν. Χρυσοστόμου Θ. Λειτουργία), τότε δεν γνωρίζομεν κατά πόσον θα ήτο μεγαλύτερον το μετά ταύτα κακόν.
Παρά τας διαφορετικάς γνώμας, αίτινες υπήρξαν ως προς τον αριθμόν των αγγελικών τάξεων και την ονομασίαν αυτών, οι μεγάλοι Πατέρες, όπως Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Ιωάννης Δαμασκηνός, Μέγας Αθανάσιος κ.α., στηριζόμενοι εις την Αγίαν γραφήν υπεστήριξαν την άποψιν περί υπάρξεως εννέα (9) τάξεων, εκτός εκείνης της εκπεσούσης, την οποίαν γνώμην δέχεται και η Εκκλησία. Ο δε Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, αναφέρεται εις κάθε τάξιν και το έργον όπερ επιτελεί αύτη, λέγει ότι «ωνομάσθησαν δε τούτοις τοις ονόμασι ταύτα τα τάγματα εκ των ενεργειών αυτών» (Ισαάκ ο Σύρος, ΦΙΛ. ΕΠΕ 8Γ56).
Τα ανωτέρω τάγματα τα καταγράφει ο ίδιος ως εξής: α) Θρόνοι [= οι τίμιοι λέγονται]· β) Κυριότητες [= οι έχοντες εξουσίαν κατά πάσης βασιλείας]· γ) Αρχαί [= οι τον αιθέρα διοικούντες]· δ) Εξουσίαι [= οι εξουσιάζοντες των εθνών και εκάστου ανθρώπου]· ε) Δυνάμεις [= οι ισχυροί εν δυνάμει και φοβεροί εν τη θεωρία αυτών]· στ) Σεραφείμ [= οι αγιάζοντες]· ζ) Χερουβείμ [= οι βαστάζοντες]· η) Αρχάγγελοι [= οι γρήγοροι φύλακες]· και θ) Άγγελοι [= οι αποστελλόμενοι]
(Ισαάκ ο Σύρος, ως αν.).
Εις την κορυφήν της πυραμίδος του αγγελικού κόσμου, ως πλησιεστέρα προς τον Θεόν και κύκλω του θρόνου Του, ευρίσκεται η τάξις των Σεραφείμ, κατά το όραμα του προφήτου Ησαΐου: «είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού … και Σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού» ( Ησ. στ΄, 1-2).
Εις τον ουράνιον, λοιπόν, κόσμον των αγγέλων υπάρχει τάξις, οργάνωσις και ιεραρχία. Πηγή του φωτισμού των είναι ο ίδιος ο Θεός. Σκοπός της δημιουργίας αυτών είναι η επιτέλεσις ενός διττού έργου: πρωτίστως υμνολογικού, δοξαστικού και λειτουργικού προς τον Θεόν, και ακολούθως ενός διακονικού της θείας προνοίας προς το σύμπαν και τους ανθρώπους, διά την σωτηρίαν αυτών· εν αντιθέσει με τους εκπεσόντας αγγέλους [= τους δαίμονας], οίτινες μένουν αμετανόητοι και ενεργούν αντιθέτως προς το Θείον θέλημα.
Προσπαθούν δε ούτοι να ωθήσουν την θέλησιν του ανθρώπου προς το κακόν, να τον παρασύρουν εις την αμαρτίαν, και γενικώς να παρεμβάλλουν εμπόδια εις την πνευματικήν ζωήν του, ώστε να αποκλεισθή της βασιλείας του Θεού. Οι άγγελοι αγνοούν τα μυστήρια της θείας οικονομίας. Ο Θεός αποκαλύπτει τα μυστήρια εις τους αγγέλους διά της Εκκλησίας, γράφει ο Απόστολος Παύλος. Συγκεκριμένως λέγει επ’ αυτού: «ίνα γνωρισθή νυν ταίς αρχαίς και ταίς εξουσίαις εν τοις επουρανίοις διά της εκκλησίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού» ( Εφεσ. γ΄, 10).
Ως πνεύματα οι άγγελοι είναι αόρατοι και απερίγραπτοι. Εις την Αγίαν Γραφήν εμφανίζονται ορατοί και περιγραπτοί, μετασχηματιζόμενοι εκ πνευμάτων εις ορατά αισθητά όντα, ανθρώπους, αγγελιαφόρους του Θεού. Από της δημιουργίας των ήσαν άγιοι. Δεν ήσαν όμως τέλειοι εις την αγιότητα, διά τούτο ήσαν δυσκίνητοι προς το κακόν. Μετά την δοκιμασίαν αυτών ηδραιώθησαν και προεχώρησαν εις την τελειότητα με την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος: «ετελειώθησαν, κατ’ αναλογίαν της αξίας και της τάξεως του φωτισμού και της χάριτος μετέχοντες» (Ιωάν. Δαμασκηνός ΕΠΕ 1/144).
Οι άγγελοι είναι ισχυρότεροι του ανθρώπου: «ισχύι… μείζονες όντες» (Β΄Πετρ. β΄, 11). Δεν είναι όμως παντοδύναμοι και η δύναμίς των είναι μικροτέρα του Θεού, καθώς προκύπτει από την προς Ρωμαίους επιστολήν του Αποστόλου Παύλου:
«ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» ( Ρωμ. η΄, 38-39).
Οι άγγελοι είναι αθάνατοι· ου φύσει, αλλά χάριτι κατά τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν (β΄, ιστ΄). Ως πνεύματα διάγουν πνευματικήν ζωήν, δίχως ανθρώπινα πάθη και αδυναμίας. Η μεταξύ των ζωή είναι αρμονική, ένεκεν της επιστασίας του Αγίου Πνεύματος. Δεν έχουν ανάγκην υλικής τροφής. Στερούνται φύλου και διακρίσεως εις γένος άρρεν και θήλυ.
Εις την επικοινωνίαν με τους ανθρώπους χρησιμοποιούν την ανθρωπίνην γλώσσαν, διά να γίνουν κατανοητοί. Ως φύλακες των ανθρώπων και των εθνών, οίτινες έχουν ορισθή υπό του Θεού να προστατεύουν, έχουν ιδιαιτέραν αγάπην προς αυτούς. Η αγάπη των ενισχύθη περισσότερον με την σάρκωσιν του προαιωνίου Υιού και Λόγου του Θεού και την σταυρικήν Αυτού θυσίαν προς σωτηρίαν των ανθρώπων· τότε επαγιώθησαν περισσότερον και εις το αγαθόν.
Κατά την Δευτέραν του Χριστού Παρουσίαν οι άγγελοι θα προβούν εις την σύναξιν των ζώντων, και ούτοι θα παρίστανται ως μάρτυρες εις δίκην των ανθρώπων με πρώτον μάρτυρα τον Χριστόν. Οι ίδιοι θα διαχωρίσουν κατ’ εντολήν του Κυρίου τους δικαίους από τους αδίκους, καθώς μαρτυρεί η Γραφή: «Ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος. Εξελεύσονται οι άγγελοι και αφοριούσι τους πονηρούς εκ μέσου των δικαίων» (Ματθ. ιγ΄, 49).
Εις την Αγίαν Γραφήν και την Ιεράν Παράδοσιν έχομεν πολλάς εμφανίσεις αγγέλων. Από το πλήθος των αναρριθμήτων αγγέλων μόνον τέσσαρα ονόματα αναφέρονται εις την Αγίαν Γραφήν: των Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ραφαήλ, και Ουριήλ, τους οποίους η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται ως αρχαγγέλους. Υπάρχουν όμως και αναρίθμητοι άλλοι αρχάγγελοι, συμφώνως με την παραδοχήν ιδιαιτέρας αγγελικής τάξεως, αυτής των αρχαγγέλων.
Αμφότεροι δε, ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ, θεωρούνται και υμνούνται από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ως αρχιστράτηγοι των στρατιών των αγγέλων, καθώς ψάλλομεν εις το Απολυτίκιον αυτών : «Των ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγοι…» (Νοεμβρίου 8). Είθε να έχωμεν τας προς Κύριον μεσιτείας αυτών και να τους επικαλώμεθα ταπεινώς εις τας προσευχάς μας !
(Β΄)
Μετά την δημιουργίαν του επουρανίου αοράτου πνευματικού κόσμου, η άπειρος σοφία του Θεού εδημιούργησε τον ορατόν υλικόν κόσμον με κορωνίδα τον άνθρωπον, σύνδεσμον της ορατής και της αοράτου φύσεως. Ο σκοπός της δευτέρας ταύτης δημιουργίας είναι παράλληλος μετά της πρώτης.
Ο παντέλειος και απειροδύναμος Τριαδικός Θεός [= Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα], κινούμενος εξ αγαθότητος και αγάπης εδημιούργησεν από του μη όντος εις το είναι τον άνθρωπον, ον λογικόν, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού, προκειμένου να καταστή μέτοχος των χαρίτων και των αιωνίων αγαθών Του. Αξίζει όμως να ίδωμεν μετά προσοχής τα υπό του Θεού πραχθέντα, συμφώνως με την εξιστόρησιν του προφήτου Μωϋσέως.
Ο θεόπτης Μωϋσής, ο υπέρτατος λέγομεν των φιλοσόφων, ο σοφώτατος των νομοθετών και των ιστοριογράφων απάντων ο αρχαιότερος, προερχόμενος εκ της φυλής του Λευΐ και γεννηθείς εν Αιγύπτω το 1571 π.Χ. συνέγραψε τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, άτινα καλούνται Πεντάτευχος· είναι δε ταύτα: η Γένεσις, η Έξοδος, το Λευιτικόν, οι Αριθμοί και το Δευτερονόμιον.
Η Πεντάτευχος δεν ενδιαφέρει μόνον τον Ισραηλιτικόν λαόν, αλλ’ είναι μεγάλης σπουδαιότητος δι’ άπαν το ανθρώπινον γένος. Ο,τι είναι τα τέσσαρα Ευαγγέλια διά την Καινήν Διαθήκην, το ίδιον είναι τα πέντε βιβλία της Πεντατεύχου διά την Παλαιάν Διαθήκην. Το πρώτον βιβλίον της Πεντατεύχου και αυτό της Αγίας Γραφής είναι η Γένεσις. Η Γένεσις εγράφη περί το 1500 π.Χ, και είναι ο θαυμάσιος πρόλογος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης.
Η εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου και η λεπτομερής εξιστόρησις κατά σειράν και τάξιν της εξαημέρου δημιουργίας, αναφέρονται εις το πρώτον κεφάλαιον της Γενέσεως. Αι ρηθείσαι ημέραι της δημιουργίας, δέον είναι όπως θεωρηθούν και ως μακραί χρονικαί περίοδοι. Ο Μέγας Βασίλειος, ερμηνεύων την Εξαήμερον, λέγει εις την δευτέραν ομιλίαν του, ότι «καν ημέραν είπης, καν αιώνα, την αυτήν ερείς έννοιαν» [= ήτοι· είτε ημέραν είπης, είτε αιώνα, το ίδιον έχει νόημα].
Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος ησχολήθη ιδιαιτέρως με την Μωσαικήν Εξαήμερον. Μάλιστα κατά την περίοδον των νηστειών εξεφώνησεν εντός μιάς εβδομάδος σπουδαίας ομιλίας εις αυτήν, θεωρουμένας υφ’ όλης της Εκκλησίας ως το γλαφυρώτατον έργον του βασιλικού νοός. Εν αυταίς δεν αποτυπούνται μόνον αι πλούσιαι γνώσεις αυτού, αλλά και η βαθυτάτη και εκστατική προς τον Θεόν αγάπη, προς τον οποίον αναβαίνει, ως δι’ ουρανοφόρου κλίμακος, διά της θεωρίας των όντων.
Η κτίσις, κατά την Θεολογίαν, αποτελεί την φυσικήν του Θεού αποκάλυψιν και διά των κτισμάτων γνωρίζομεν τον Θεόν δι’ εσόπτρου εν αινίγματι. Οι Άγιοι ημών Πατέρες, ιδίως οι περί την μυστικήν θεολογίαν ενδιατρίψαντες, εγνώρισαν τον Θεόν διά των Γραφών και διά της Κτίσεως, εκτός των άλλων ιδιαιτέρων αποκαλύψεων τας οποίας είχον.
Η επισυμβάσα, πρόωρος δυνάμεθα να είπωμεν, κοίμησις του Μεγάλου Βασιλείου, δεν του επέτρεψε να περατώση ολόκληρον την ερμηνείαν του εις την Εξαήμερον· μόνον εννέα λόγους εποίησε. Τους δύο τελευταίους περί της του ανθρώπου κατασκευής τους συνεπλήρωσεν ο αυτάδελφός του Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, οίτινες και ούτοι δεν υστερούν εις την θείαν σοφίαν.
Με το σπουδαίον τούτο έργον του Μεγάλου Βασιλείου ησχολήθησαν πολλοί επιφανείς εκκλησιαστικοί άνδρες, εν οις και ο αοίδιμος Εθνοιερομάρτυς Πατριάρχης ΚΠόλεως Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄· όστις, ως αρχαιομαθής και πιστός τηρητής των αυστηρών τύπων μιάς λογίας παραδόσεως, προέβη εις την επί το απλούν εξήγησιν των ανωτέρω ένδεκα ομιλιών, καθώς και εξήγησιν των Ηθικών του Μεγάλου Βασιλείου.
Πρόκειται διά περισπούδαστα έργα, άτινα εγράφησαν κατά την πρώτην εν Αγίω Όρει εξορίαν αυτού υπό των Οθωμανών (1800-1806), και εξεδόθησαν το πρώτον εις το Πατριαρχικόν τυπογραφείον ΚΠόλεως το έτος 1807.
Συμφώνως, λοιπόν, με το ιστορικόν της δημιουργίας, το οποίον μας παρέδωκεν ο προφήτης Μωϋσής, ο Θεός είναι ο δημιουργός και προνοητής του κόσμου. Αυτός εν τω ουρανώ και εν τη γη έκτισε πάντα όσα ηθέλησεν. Αυτό άλλως τε ομολογούμεν και εις το σύμβολον της Πίστεως: «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων». Τα έργα δε των εξ ημερών είναι τα εξής:
< Πρώτη ημέρα > η δημιουργία του φωτός, του πρωτοκτίστου.
< Δευτέρα ημέρα > η δημιουργία του στερεώματος, το οποίον χωρίζει τον ουρανόν από την γην.
< Τρίτη ημέρα > ο χωρισμός της θαλάσσης και της ξηράς· η γη βλαστάνει και καρποφορεί.
< Τετάρτη ημέρα > η εμφάνισις του ηλίου, της σελήνης και των αστέρων.
< Πέμπτη ημέρα > η δημιουργία των ιχθύων και των πτηνών.
< Έκτη ημέρα > η δημιουργία των χερσαίων ζώων· η δημιουργία του ανθρώπου· ο Θεός δίδει τροφήν εις τον άνθρωπον και τα ζώα· ο Θεός επιθεωρεί και εγκρίνει το όλον έργον της δημιουργίας.
Ο Θεός, μετά την αποτελείωσιν και ολοκλήρωσιν κατά την < Έκτην ημέραν > των έργων Αυτού, τα οποία εποίησε και διεμόρφωσεν εκ του μηδενός, εσταμάτησε κατά την < Εβδόμην ημέραν >· όμως διά να μη υστερή και η < Εβδόμη ημέρα >, ηξίωσεν ευλογίας και την ημέραν ταύτην και της έδωκε χάριτας πνευματικάς, αφού την καθιέρωσεν ως αγίαν και την εξεχώρισε διά τον εαυτόν Του.
Από τότε και εις το εξής προνοεί διά την συντήρησιν των έργων Του, και κατευθύνει τον χρόνον και την ιστορίαν. Πέραν του εβδοματικού τούτου χρόνου η Αγία Γραφή κάμνει αναφοράν και διά την μεγάλην εκείνην και επιφανή ημέραν Κυρίου, την ατελεύτητον και ανέσπερον και αδιάδοχον, την οποίαν και < Ογδόην ημέραν > ωνόμασεν ο προφητάναξ Δαβίδ (βλ. Μεγ. Βασ., ως αν., ομιλία β΄).
Περισσότερον ενδιαφέρουσα δι’ ημάς είναι η εξιστόρησις εις την Γένεσιν περί της δημιουργίας του ανθρώπου. Ο παντοδύναμος και απειροτέλειος Θεός έπλασε τον
άνθρωπον ως κέντρον και κορωνίδα της ορατής κτίσεως, αφού έλαβε κοινόν χώμα από την γην· ακολούθως ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, ώστε να γίνη ούτος εις ψυχήν ζώσαν.
Ο τόπος του Παραδείσου, εις τον οποίον ετοποθετήθη ο άνθρωπος, κατ’ άλλους εκκλησιαστικούς μελετητάς ευρίσκετο εις την περιοχήν της Αρμενίας και κατ’ άλλους εις την περιοχήν του Περσικού κόλπου, ήτις υπήρξεν ευφορωτάτη από αρχαιοτάτων χρόνων. Σήμερον πιθανώτερος τόπος του Παραδείσου θεωρείται η Μεσοποταμία, δηλαδή η περιοχή ήτις ευρίσκεται μεταξύ ποταμών.
Συμφώνως με την βίβλον της Γενέσεως, από την Εδέμ επήγαζεν εις κύριος ποταμός με τέσσαρας διακλαδώσεις· ούτως, οι τέσσαρες ούτοι ποταμοί επότιζον τον Παράδεισον (Γεν. β΄, 10-14). Εκ των τεσσάρων ποταμών, μόνον οι δύο είναι γνωστοί: ο Τίγρης και ο Ευφράτης. Διά τους άλλους δύο, Φισών και Γεών, υπάρχουν μόνον υποθέσεις. Αυτό ακριβώς δυσκολεύει και εις τον καθορισμόν του τόπου του Παραδείσου.
Τα είδη των δένδρων του Παραδείσου ήσαν τρία: α) τα πολλά, διά να ζη [= «ίνα ζη»] ο άνθρωπος και να συντηρήται· β) «το ξύλον της ζωής», διά να ζη ο άνθρωπος αιωνίως ευτυχής [= «ίνα αεί ζη»]-τούτο εδόθη ως βραβείον· και γ) «το ξύλον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού» [= «ίνα ευ ζη»], οι καρποί του οποίου ήσαν γύμνασμα και αγώνισμα της υπακοής του ανθρώπου εις την εντολήν του Θεού (Γεν. β΄, 8-9).
Ο Θεός, προτού ακόμη δημιουργήση την Εύαν, ως δεύτερον εαυτόν του Αδάμ, ωδήγησεν έμπροσθέν του με ειδικήν θείαν νεύσιν όλα τα θηρία του αγρού και τα πετεινά του ουρανού διά να τους δώση όνομα, ωσάν κυρίαρχος οπού ήτο απάσης της ορατής κτίσεως. Μετά την δοθείσαν ονοματοθεσίαν του Αδάμ και την επικύρωσιν αυτής υπό του Θεού, τότε ακριβώς εδημιουργήθη η Εύα εκ της πλευράς αυτού και εδόθη εις τον Αδάμ προς παρηγορίαν και ψυχικήν ικανοποίησιν του, επειδή έως εκείνης της ώρας δεν υπήρχε βοηθός όμοιός του. Η συνέχεια είναι οδυνηρά διά το ανθρώπινον γένος.
Ο δόλιος διάβολος, πλήρης φθόνου διά τον θεόπλαστον άνθρωπον, εξηπάτησεν εν σχήματι όφεως την Εύαν, συμπαρασύρας δι’ αυτής και τον Αδάμ εις την παράβασιν της εντολής του Θεού, με αποτέλεσμα να εκβληθούν αμφότεροι οι πρωτόπλαστοι εκ του Παραδείσου. Την ανάμνησιν ταύτην οι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες ημών την ενέταξαν προ της αγίας Τεσσαρακοστής [= Κυριακήν της Τυρινής]· δεικνύοντες ούτως, ότι το της νηστείας φάρμακον είναι ωφέλιμον εις την ανθρωπίνην φύσιν.
Ο Αδάμ, κατά την Γένεσιν, επλάσθη τη < Έκτη ημέρα >. Εις δε τον Παράδεισον, υπάρχει η εκτίμησις ότι διέτριψεν εξ ώρας. Και τούτο, επειδή εν τη έκτη ημέρα τε και ώρα ήπλωσε τας χείρας εν Σταυρώ και ο Νέος Αδάμ Ιησούς Χριστός, ίνα εξαγοράση την πρώτην και μεγάλην εκείνην αμαρτίαν. Επ’ αυτού υπάρχουν και άλλαι απόψεις. Επί παραδείγματι, ο Εβραίος Φίλων λέγει ότι ο Αδάμ διέτριψεν εις τον Παράδεισον εκατόν χρόνους· άλλοι δε επτά ημέρας ή επτά χρόνους, διά την τιμήν του επτά (βλ. Συναξάριον Κυριακής Τυρινής).
Εκβληθέντες οι πρωτόπλαστοι εκ του Παραδείσου, κατώκησαν απέναντι αυτού κατ’ απόφασιν του Θεού, διά να τον βλέπουν και να αναλογίζωνται καθ’ ημέραν από ποίων αγαθών εξέπεσον. Ακολούθως ο Αδάμ έτεκεν απογόνους, ουχί κατ’ εικόνα Θεού, αλλά κατ’ ιδικήν του εικόνα, η οποία ημαυρώθη από την αμαρτίαν.
Οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας, έως της εμφανίσεως του δικαίου Αβραάμ, απεμακρύνοντο από τον Θεόν και εβυθίζοντο ολοέν και περισσότερον εις την αμαρτίαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων: του Άβελ, Ενώς, Ενώχ και Νώε. Ο Άβελ ήτο ο μετά τον Κάιν υιός του Αδάμ, ο αδίκως φονευθείς υπό του αδελφού του. Εις αντικατάστασιν του Κάιν οι πρωτόπλαστοι εγέννησαν τον Σηθ, οι απόγονοι του οποίου ήσαν οι ηγαπημένοι υπό του Θεού. Ο Ενώς ήτο υιός του Σηθ, και με αυτόν ήρχισεν η δημοσία επίκλησις του θείου ονόματος και η ομαδική λατρεία του Θεού (Γεν. δ΄, 25-26).
Το πλέον χαρακτηριστικόν γεγονός, το οποίον έλαβε χώραν εις τον αρχαίον κόσμον, είναι η καταστροφή του με τον Κατακλυσμόν εις τον καιρόν του Νώε. Πριν από τον Κατακλυσμόν έζησαν δέκα (10) Πατριάρχαι, πολύ μακρόβιοι, αρχόμενοι από του Αδάμ. Ο πρωτόπλαστος Αδάμ έζησεν 930 έτη· ο Σηθ 912· ο Ενώς 905· ο Καινάν 910· ο Μαλελεήλ 895· ο Ιάρεδ 962· ο Ενώχ 365· ο Μαθουσάλα, ο μακροβιώτερος όλων, έζησεν 969 έτη· ο Λάμεχ 753· και ο Νώε 950 έτη.
Εις αυτήν την τραγικότητα της ζωής ο Ενώχ, έβδομος Πατριάρχης από Αδάμ και δη πατήρ του Μαθουσάλα ( Ιούδα 14), εξηρέθη του κανόνος και δεν απέθανε με σωματικόν θάνατον. Ο Θεός τον παρέλαβε ζώντα από την παρούσαν ζωήν και τον μετέθεσεν εις τους ουρανούς, διότι τον ευηρέστησε με την προσωπικήν ενάρετον αυτού ζωήν ( Εβρ. ια΄, 5). Είναι αυτός, όστις πρόκειται να εμφανισθή ομού μετά του προφήτου Ηλιού του θεσβίτου εις τον καιρόν του Αντιχρίστου, προς αφύπνησιν και επιστροφήν των ανθρώπων εις τον αληθινόν Θεόν.
Η μακροβιότης των ανθρώπων πριν από τον Κατακλυσμόν, είναι όντως καταπληκτική. Τούτο κατά κύριον λόγον εγένετο διά την ταχείαν αύξησιν και τον πολλαπλασιασμόν του ανθρωπίνου γένους, και επί πλέον διά να διατηρηθή η προφορική παράδοσις της δημιουργίας του ανθρώπου, της πτώσεώς του, της ιστορίας του, των δωρεών του Θεού κ.ο.κ.
Διά τούτο ακριβώς επρονόησεν ο Θεός, ώστε όλοι οι Πατριάρχαι, εκτός του Νώε, να γεννηθούν προτού αποθάνη ο πρωτόπλαστος άνθρωπος, ο Αδάμ. Ο Κατακλυσμός, όστις κατέστρεψε τον κόσμον (Λουκ. ιζ΄, 17), ήρχισε το ίδιον έτος κατά το οποίον απέθανεν ο Μαθουσάλα· ο δε Σημ, εις εκ των τριών υιών του Νώε, έζησεν έως του Αβραάμ, διά να παραδώση εις άλλον μέγαν απόγονόν του Πατριάρχην όσα παρέλαβεν από τους προ του Κατακλυσμού Πατριάρχας.
Η ζωή του Ενώχ, τον οποίον μετέθηκεν ο Θεός, διότι ευηρέστησεν ενώπιόν Του (Γεν. ε΄, 24), ελάχιστα επέδρασεν εις τους συγχρόνους του. Οι άνθρωποι προέβησαν εις ανιέρους επιμειξίας και απεμακρύνθησαν από τον Θεόν, εις σημείον ώστε όλος ο κόσμος να έχη μίαν ομόφωνον, αθεράπευτον και καθολικήν ροπήν προς την κακίαν.
Ο Θεός απεφάσισε τότε να εξαλείψη τον άνθρωπον. Μέσα εις τα πλήθη του αμαρτωλού εκείνου κόσμου μόνον ο Νώε εύρε χάριν, ένεκα της αρετής αυτού. Ο Νώε έλαβεν εντολήν από τον Θεόν να κατασκευάση μίαν κιβωτόν, εν ξύλινον τριώροφον οίκημα, όπως ακριβώς του ώρισεν [= μήκους 137-170 μ., πλάτους 23-29 μ. και ύψους 14-17 μ.], εις την οποίαν έπρεπε να εισέλθη μετά της οικογενείας του εις τον καιρόν του Κατακλυσμού προς σωτηρίαν.
Εις την κιβωτόν, εκτός από τον Νώε, την σύζυγόν του, τους τρεις υιούς του [= Σημ, Χαμ και Ιάφεθ, κατά γενεαλογικήν σειράν] και τας συζύγους αυτών [= εν συνόλω οκτώ άτομα], θα εισήρχοντο θαυματουργικώς και τα ζώα [= χερσαία και πετεινά] εκτός από τα ένυδρα, καθότι αυτά θα εσώζοντο μέσα εις τα ύδατα του Κατακλυσμού.
Από τα ζώα θα εισήρχοντο καθαρά και ακάθαρτα. Από τα καθαρά θα εισήρχοντο επτά>επτά, διότι εκ τούτων θα ετρέφοντο όσοι θα ήσαν εις την κιβωτόν και από αυτά θα προσέφερεν ο Νώε θυσίαν εις τον Θεόν μετά τον Κατακλυσμόν. Από αυτά έπρεπε να μείνουν και ωρισμένα προς διαιώνισιν του είδους των. Από τα ακάθαρτα θα εισήρχοντο δύο>δύο, διότι ήσαν αρκετά διά την αυτήν διαιώνισιν (Γεν. ζ΄, 2-3).
Πρέπει να λεχθή, ότι ο αριθμός των κατά γένος πτηνών και ερπετών της κιβωτού δεν πρέπη να θεωρηθή υπερβολικός ως προς το σύνολον αυτών. Έχει υπολογισθή, ότι δεν υπάρχουν περισσότερα από τριακόσια γένη ζώων και πτηνών, τα οποία διακρίνονται μεταξύ των σαφώς (Αγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως). Εκ τούτων δε προέρχονται αμέτρητοι ποικιλίαι τύπων, μεγεθών και χρωμάτων, οφειλόμεναι καθώς λέγεται εις την επίδρασιν του κλίματος και άλλων συνθηκών.
Ο Θεός εμακροθύμησεν εκατόν είκοσι (120) έτη, όσα διήρκεσε και η κατασκευή της κιβωτού, διά να δώση ευκαιρίαν μετανοίας εις τους ανθρώπους. Εμακροθύμησε και επί επτά (7) ακόμη ημέρας, καθ’ ας εισήλθεν ο Νώε εντός της κιβωτού προ της οριστικής ημέρας τιμωρίας· όμως οι άνθρωποι έμενον ασυγκίνητοι και επήλθεν επί τας κεφαλάς αυτών η οργή του Θεού.
Εις την Γένεσιν αναφέρεται, ότι ο Κατακλυσμός εγένετο κατά το 600ον έτος της ζωής του Νώε, και μάλιστα την 27ην του ιδικού μας μηνός Νοεμβρίου· τα δε ύδατα ήρχισαν να υποχωρούν μετά εκατόν και πεντήκοντα (150) ημέρας, την 27ην του ιδικού μας μηνός Απριλίου (Γεν. ζ΄, 11-12, η΄ 3-4). Εις τας ημέρας αυτάς συμπεριλαμβάνονται και αι τεσσαράκοντα (40) ημέραι [= ημερονύκτια] του Κατακλυσμού.
Ακολούθως το ύδωρ ωλιγόστευε και υπεχώρει σταθερώς έως του μηνός Ιουλίου· κατά δε την πρώτην ημέραν του αυτού μηνός εφάνησαν και αι κορυφαί των βουνών. Η δε γη εστέγνωσε παντελώς την 27ην του ιδικού μας μηνός Νοεμβρίου, κατά το 601ον έτος της ζωής του Νώε (Γεν. ζ΄, 11).
Διά την ακρίβειαν, η ουσιαστική διάρκεια του Κατακλυσμού ήτο εν Εβραικόν έτος και ένδεκα ημέραι [= εν συνόλω 365 ημέραι]. Συμφώνως με τους Μασοριτικούς αριθμούς, ο Κατακλυσμός εγένετο το έτος 1656 από κτίσεως του ανθρώπου ή το έτος 3852 προ Χριστού, ότε απέθανεν ο Μαθουσάλα (πρβλ. Θ.Η.Ε., περί Μαθουσάλα).
Η κιβωτός, μετά την υποχώρησιν των υδάτων, εκάθισεν ομαλώς επί τα όρη Αραράτ (Γεν. η΄, 4). Κατά την παράδοσιν, το όρος επί του οποίου εκάθισεν η κιβωτός, ονομάζεται Αράντάγ [= το όρος δάκτυλον]. Πρόκειται διά το ακραίον του Καυκάσου όρος Άγρι ή Αραράτ, το οποίον ευρίσκεται εις τον απομεμακρυσμένον εκ των διοικητικών κέντρων ομώνυμον νομόν Άγρι του Ανατ. Πόντου, όστις είναι εγκλωβισμένος εις τα σύνορα με την Αρμενίαν και το Ιράν [= την Περσίαν]. Το Αραράτ [= Αρμενιστί Αιράτ] δεσπόζει με τας διδύμους κορυφάς του εις την περιοχήν και αποτελεί σύμβολον διά τους απανταχού Αρμενίους, οίτινες το ονομάζουν Μασίς.
Η λέξις Αραράτ προέρχεται από την λέξιν Ουράρτου, και η εκκλησιαστική παράδοσις τοποθετεί την προσάραξιν της Κιβωτού του Νώε εις την κορυφήν του. Το πραγματικόν όνομα των ορέων τούτων είναι Μέγα Μασίς ή Μέγα Αραράτ, και Μικρόν Μασίς ή Μικρόν Αραράτ [= το πρώτον (υψ. 5.156 μ.) ανήκει σήμερον εις την Τουρκίαν και έχει διπλήν την κορυφήν· το δε δεύτερον (υψ. 3.960 μ.) ίσταται ανατολικώς του πρώτου και ανήκει εις το Ιράν].
Εκ της βιβλικής ταύτης παραδόσεως, ότι επί των ορέων τούτων εκάθισεν η Κιβωτός του Νώε, προήλθον και δύο προσωνυμίαι: α) η Τουρκική >Αργιδάτ [= όρος της Κιβωτού], και β) η Περσική >Κούχ-ι-Νούχ [= όρος του Νώε]. Μάλιστα εις την περιοχήν Αρτζάπ, εγγύς του μεγάλου Αραράτ, ευρίσκεται εις μονόλιθος μεγάλου ύψους και βάρους, σχήματος βαρυδίου και σμιλευτού στρογγύλου ανοίγματος εις την κεφαλήν, θεωρούμενος υπό των εντοπίων ως κατάλοιπον της Κιβωτού του Νώε, και ότι εχρησίμευε διά την ισορροπίαν αυτής κατά την πλεύσιν, εις περίπτωσιν καταποντισμού του φορτίου της.
Ωρισμένου στίχοι (Γεν. ζ΄, 4, 10, 19, 23) αφήνουν να εννοηθή ότι ο Κατακλυσμός ήτο παγκόσμιος, αλλ’ οι περισσότεροι ερευνηταί, βάσει νεωτέρων αρχαιολογικών ανασκαφών, κλίνουν εις την άποψιν ότι ήτο τοπικός και εστρέφετο μόνον κατά των απογόνων του Κάιν και Σηθ, καθότι αυτήν την ανθρωπότητα έχει υπ’ όψιν ο ιερός συγγραφεύς εις τα κεφάλαια δ΄-θ΄ της Γενέσεως.
Την ιστορικότητα πάντως του Κατακλυσμού βεβαιοί και η Καινή Διαθήκη εις διάφορα σημεία, διά στόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αποστόλου Πέτρου. Περί του Κατακλυσμού ομιλούν και αι παραδόσεις άλλων λαών. Εις την Ελληνικήν μυθολογίαν ο ήρως του Κατακλυσμού ήτο ο Δευκαλίων, όστις ήτο υιός του Ιαπετού, ταυτιζομένου με τον πρώτον υιόν του Νώε τον Ιάφεθ.
Ενδιαφέρον έχει και η βύθισις της μεγάλης νήσου Ατλαντίδος, περί της οποίας διαπραγματεύεται ο Πλάτων εις τους διαλόγους αυτού (Κριτίας, Τίμαιος). Η νήσος κατά την παράδοσιν ταύτην, μεταδοθείσαν εις τον Σόλωνα υπό των ιερέων της Σάιδος της Αιγύπτου, κατωκείτο υπό έθνους 64 εκατομμυρίων κατοίκων. Λέγεται ακόμη, ότι ήτο έθνος εκτάκτως πεπολιτισμένον και ισχυρόν, το οποίον είχε κατακτήσει μέγα μέρος της Αφρικής έως της Αιγύπτου, και της Ευρώπης έως της Τυρρηνίας, και ότι υπήρχε δήθεν εννέα χιλιάδας έτη προ του Πλάτωνος (πρβλ. Λεξικόν Ελευθερουδάκη, περί Ατλαντίδος).
Ο Νώε δεν απέκτησε τέκνα μετά τον Κατακλυσμόν. Η μεγάλη αύξησις του πληθυσμού της γης εγένετο από τους τρεις υιούς του, τους οποίους είχεν αποκτήσει προ του Κατακλυσμού. Εκ των τριών υιών του Νώε, ο Σημ ήτο πρεσβύτερος αδελφός του Ιάφεθ και ο Ιάφεθ πρεσβύτερος του Χαμ, κατά την μαρτυρίαν της Γραφής (Γεν. ι΄, 21 και Γεν. θ΄, 24).
Συμφώνως με την Γένεσιν, οι απόγονοι του Σημ, πρωτοτόκου υιού του Νώε, προγόνου και γενάρχου των Εβραίων, εγκατεστάθησαν προς ανατολάς της Παλαιστίνης, μεταξύ Μεσογείου Θαλάσσης και Μεσοποταμίας. Εκ της φυλής ταύτης έμελλε να γεννηθή ο Μεσσίας Χριστός.
Οι απόγονοι του Ιάφεθ, δευτεροτόκου υιού του Νώε, εγκατεστάθησαν εις τας νήσους των εθνών (Γεν. ι΄, 5), αίτινες υπό των ερμηνευτών δύνανται να θεωρηθούν η Ευρώπη, η Χερσόνησος της Μικράς Ασίας και η περιοχή ανατολικώς του Ευξείνου Πόντου. Ως εκ τούτου, ημείς οι Έλληνες θεωρούμεθα απόγονοι του Ιάφεθ· άλλως τε και εις την Ελληνικήν μυθολογίαν ο ήρως του Κατακλυσμού ήτο ο Δευκαλίων, όστις καθώς προελέχθη ήτο υιός του Ιαπετού, ταυτιζομένου με τον δευτερότοκον υιόν του Νώε, τον Ιάφεθ.
Οι απόγονοι του Χαμ, τριτοτόκου υιού του Νώε, εγκατεστάθησαν εις την Νουβίαν, Αιθιοπίαν, Αίγυπτον, Λιβύην και Βόρειον Αραβίαν. Ότε ο Νώε εμεθύσθη, ιδών ο νεώτερος υιός του Χαμ την γύμνωσιν του πατρός του, εγέλασεν αντί να καλύψη την γυμνότητα αυτού ως έπραξαν οι άλλοι δύο υιοί του· διό και ο Νώε κατηράσθη αυτόν και τους απογόνους του (Γεν. θ΄, 18-27), διακρινομένους μέχρι σήμερον εκ του μέλανος σωματικού των χρώματος, το οποίον όμως οι επιστήμονες αποδίδουν εις τας κλιματολογικάς συνθήκας ένθα διαβιούν.
Από της δημιουργίας του ανθρώπου έως της προσπαθείας ανοικοδομήσεως ουρανομήκους πύργου της Βαβέλ υπό των κατοίκων της Σενναάρ [= μεταξύ των ποταμών Τίγρητος και Ευφράτου], όλοι οι άνθρωποι ωμίλουν μίαν και μόνον γλώσσαν και είχον την ιδίαν ομιλίαν. Ο Θεός, διά να τιμωρήση την έπαρσιν αυτών, προεκάλεσε σύγχυσιν των γλωσσών αυτών και «διέσπειρεν αυτούς επί το πρόσωπον πάσης της γης».
Ο πύργος, εκ Συριακής λέξεως ωνομάσθη της Βαβέλ, σημαινούσης σύγχυσιν· η δε αποτυχία της κτίσεως του πύργου συνέβη κατά την νεολιθικήν περίοδον ή πιθανώτερον κατά την χαλκολιθικήν. Πάντως, διά τον πύργον τούτον δεν έχομεν αμέσους μαρτυρίας· έχομεν όμως πολλάς εμμέσους εκ Βαβυλωνιακών πηγών. Εις
αυτάς αναφέρονται διάφοροι πύργοι, περιφημότερος των οποίων ήτο ο Ετεμενάκι [= ο θεμέλιος λίθος ουρανού και της γης], αναφερόμενος εις κείμενα της 3ης χιλιετηρίδος π.Χ. Ίσως αυτός να είναι ο υπό της Αγίας Γραφής αναφερόμενος (Γεν. ια΄, 1-4· πρβλ. και Λεξικόν Ελευθερουδάκη περί Βαβέλ).
Ο Θεός εις κάθε γενεάν προσέφερε τον κατάλληλον πνευματικόν ιατρόν, διά να μη αφήση αθεράπευτον την πνευματικήν ασθένειαν των ανθρώπων, καθώς λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης εις τον Επιτάφιον λόγον του εις τον Μέγαν Βασίλειον. Δι’ αυτόν τον λόγον, τονίζει, όταν επεκράτει η φιλοσοφία των Χαλδαίων, οίτινες ώριζον την αιτίαν των όντων εις κάποιαν κίνησιν των άστρων και ηρνούντο ότι υπήρχεν επάνω από τα φαινόμενα μία δύναμις δημιουργική των όντων, τότε ο Θεός ανέδειξε τον Αβραάμ· όστις, χρησιμοποιών ως βάθρον την σοφίαν αυτήν, ανεζήτησεν Εκείνον όστις νοείται διά μέσου των φαινομένων, και εγένετο διά τους μεταγενεστέρους οδός πίστεως εις τον πραγματικόν ένα Θεόν.
Ακολούθως, όταν οι Αιγύπτιοι ανεκάλυψαν κάποιαν δαιμονικήν και αγυρτικήν σοφίαν με συμβουλήν του πονηρού, τότε ανέδειξε τον Μωϋσήν, διά να εξαφανίση με την υπερέχουσαν σοφίαν του την Αιγυπτιακήν απάτην. Έπειτα δε από πολλάς γενεάς, όταν ο Αχαάβ, παρασυρθείς υπό της γυναικός του απετίναξε τους προγονικούς θεσμούς και παρεσύρθη εις την πλάνην των ειδώλων, συμπαρασύρας εις την αποστασίαν και όλον τον λαόν του, τότε ο Θεός ανέδειξε τον προφήτην Ηλίαν, διά να θεραπεύση την νόσον της ειδωλολατρείας. Πολλά έτη αργότερον ενεφανίσθη και ο Τίμιος Πρόδρομος, έχων το ίδιον σθένος και το ίδιον φρόνημα με τον προφήτην Ηλίαν, διά να εξαλείψη τα δεσμά της αμαρτίας όλου του λαού του Ισραήλ και να προετοιμάση την οδόν του Κυρίου.
Πολλά ίσως θα έπρεπε να λεχθούν διά τους μετά τον Κατακλυσμόν εξ επαγγελίας Πατριάρχας: τον μνημονευθέντα Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και τους δώδεκα
(12) υιούς αυτού [= από Ρουβίμ έως Βενιαμίν]. Ο προπάτωρ του Χριστού Αβραάμ μετέβη εκ Μεσοποταμίας εις Παλαιστίνην κατ’ εντολήν του Θεού, ενθ’ ανεδείχθη γενάρχης μεγάλου έθνους, ευλογηθείς τα μέγιστα υπό του Θεού. Χρονολογικώς η επικρατεστέρα γνώμη τον θέτει εις τον 22ον αι. π.Χ., άλλοι όμως ενδεικνύουν τον 20ον αι. π.Χ.
Ο Αβραάμ έζησεν 175 έτη· ο Ισαάκ 180 έτη και ο Ιακώβ 147 έτη. Ο Αβραάμ, ένεκεν της φιλοξενίας του, κατεδέχθη να φιλοξενήση υπό την δρυν [= βελανιδιάν] Μαμβρή την Αγίαν Τριάδα-Τρεις αγγέλους με μορφήν ανθρωπίνην. Εις τον καιρόν του κατεστράφησαν διά πυρός τα Σόδομα και Γόμορρα, κείμενα εις το νότιον τμήμα της Νεκράς θαλάσσης, ένεκεν της ακολασίας των κατοίκων αυτών· σωθέντος μόνον του δικαίου Λωτ [= ανεψιού του Αβραάμ] και των δύο θυγατέρων του. Ο Θεός ηθέλησε και την σωτηρίαν της συζύγου του, όμως εκείνη εξ επιλογής και λάθους της εγένετο στήλη άλατος.
Εις τον αρχαίον κόσμον υπήρξαν και άνθρωποι< υπεράνθρωποι εις τας σωματικάς διαστάσεις. Εκτός από τας μυθολογίας εκάστου λαού, εις την Παλαιάν Διαθήκην γίνεται πολλαχού αναφορά διά τας φυλάς των γιγάντων: τους Ενακίμ και Ραφαΐν [= Ομμίν, Ζομζομμίν].
Τελευταίος όστις είχεν απομείνει εξ αυτών των γιγάντων ήτο ο Ωγ βασιλεύς Βασάν, θανατωθείς υπό του στρατού του Μωϋσέως. Η κλίνη του ήτο σιδηρά και ευρίσκεται σήμερον εις την ακρόπολιν των Αμμανιτών. Το μήκος αυτής ήτο 9 πήχεις [= άνω των 4, 5 μ.], το δε πλάτος της 4 πήχεις, συμφώνως με το εν χρήσει μέτρον (Δευτ. γ΄, 11). Η εξολόθρευσις των γιγάντων με τας μεγάλας καθώς αναφέρεται πόλεις, τα τείχη των οποίων έφθανον έως τον ουρανόν, εγένετο κατά παραχώρησιν Θεού, λόγω της αθεραπεύτου ασεβείας αυτών (Δευτ. θ΄, 1-6).
Εις διαφόρους ανασκαφικάς εργασίας ή και όλως τυχαίως ευρέθησαν κατά καιρούς υπερμεγέθεις σκελετοί και τεράστια κρανία γιγάντων ανθρώπων, τα οποία η επίσημος επιστήμη όλως παραδόξως αποκρύπτει και αποφεύγει να σχολιάση. Οι λόγοι είναι ευνόητοι· σκοτεινά παγκόσμια κέντρα εξουσίας προσπαθούν με κάθε τρόπον να απαξιώσουν τα κείμενα των Γραφών, διά να δίδεται η εντύπωσις εις τον κόσμον ότι τα γραφόμενα αυτών είναι φαντασιώδη και ψευδή.
Εις την Αγίαν Γραφήν, Παλαιάν τε και Καινήν Διαθήκην, καθώς και την ιστορίαν εκάστου έθνους και φυλής, δυνάμεθα να εύρωμεν πολλά στοιχεία, αναφερόμενα εις τα επιτεύγματα των ανθρώπων εις τας τέχνας και τας επιστήμας, εις την υπακοήν και παρακοήν του θείου θελήματος, εις τας παρεμβάσεις του Θεού και εκάστοτε τιμωρίας διά λιμών, λοιμών, σεισμών, καταποντισμών κ.ο.κ.
Διαχρονικώς εγένοντο πολλαί εφευρέσεις, αίτινες εκπλήττουν τον νούν των σημερινών ανθρώπων. Επί παραδείματι, οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοι ημών είχον ανακαλύψει δύο τρόπους αμέσου επικοινωνίας μεταξύ των εκ μεγάλων αποστάσεων, όπως: α) τον υδραυλικόν τηλέγραφον κατά την Αλεξανδρινήν εποχήν, και τας φρυκτωρίας κατά την Ελληνιστικήν περίοδον (2ος αι. π.Χ.)· πρόκειται δι’ εν εξειλιγμένον σύστημα μηνυμάτων διά πυρσών, με ειδικούς κώδικας επικοινωνίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες, διά τας ιδικάς των εφευρέσεις, εχρησιμοποίουν ως επί το πλείστον το ύδωρ και τον αέρα. Ο δε Αρίσταρχος ο Σάμιος (3ος π.Χ. αι.), είναι ο πρώτος όστις εθεμελίωσε την ηλιοκεντρικήν θεωρίαν, 1800 έτη πριν του Κοπερνίκου.
Εντύπωσιν προκαλεί το ωρολόγιον [= ξυπνητήριον] του Πλάτωνος (4ος-5ος αι. π.Χ.), συγκείμενον εκ τεσσάρων κεραμικών δοχείων ύδατος. Μέχρι και αυτόματον πωλητήν λήψεως ύδατος είχεν ανακαλύψει, ρίπτοντες το απαιτούμενον νόμισμα εις εν δοχείον.
Βασικός εφευρέτης πολλών τούτων πρωτοτύπων ανακαλύψεων ήτο και ο Μαθηματικός Ήρων ο Αλεξανδρεύς (1ος μ.Χ. αι.), όστις ανεκάλυψε τον συναγερμόν εις τας θύρας και το αυτόματον άνοιγμα αυτών. Αι εφευρέσεις αυτού είναι καταγεραμμέναι εις κώδικα του ιδίου, αποκειμένου σήμερον εις την Βρεττανικήν Βιβλιοθήκην του Λονδίνου.
Πολύ εβοήθησεν εις την κατασκευήν μεγάλων κτισμάτων και η διά τροχαλιών εφεύρεσις της ανυψωτικής μηχανής, καθώς και ο πολεμικός καταπέλτης του Διονυσίου του Αλεξανδρέως· η τεχνολογία των οποίων διετηρήθη μέχρι της εποχής του Μεσαίωνος (395-1453 μ.Χ.).
Σπουδαίον εφεύρημα διά την επιστήμην αποτελεί ο μηχανισμός των Αντικηθύρων, ευρεθείς εις το Μυρτώον πέλαγος προ 100 περίπου ετών. Πρόκειται διά τον πρώτον υπολογιστήν επεξεργασίας δεδομένων, όστις απηρτίζεται εκ 35 εν όλω γραναζίων και είναι εν αστρονομικόν ημερολόγιον της Ελληνιστικής περιόδου (2ος αι. π.Χ.).
Υπό των ανθρώπων κατεσκευάσθησαν ομοίως και συνεχίζουν να κατασκευάζωνται τεράστια και θαυμαστά έργα, όπως:
α) Τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου [= αι πυραμίδες της Αιγύπτου, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνος, ο ναός της Αρτέμιδος εν Εφέσω, το άγαλμα του Ολυμπίου Διός, το εν Αλικαρνασώ Μαυσωλείον, ο κολοσσός της Ρόδου και ο φάρος της Αλεξανδρείας].
β) Τα επτά θαύματα του μεσαιωνικού κόσμου [= το σπήλαιον των 10.000 αγαλμάτων εις την ανατολικήν Κίναν, η αρχαία αφρικανική πόλις Ζιμπάμπουε, ο ναός του Άνγκορ Βατ εις την Καμπότζην, το φρούριον Κρακ των Ιπποτών εις την Συρίαν, ο ναός του Σαλίσμπουρι εις την νότιον Αγγλίαν, η ακρόπολις Αλάμπρα εις την νότιον Ισπανίαν, και η πόλις Τενοτστιτλάν των Ατζέκων εις το Μεξικόν].
γ) Τα επτά θαύματα του συγχρόνου κόσμου [= η όπερα του Σίδνεϋ εις την Αυστραλίαν, η σήραγξ της Μάγχης μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, το διεθνές αεροδρόμιον Κανσάι εις τον κόλπον της Οσάκα Ιαπωνίας, το υπερηχητικόν αεροσκάφος Κόνκορντ, το φράγμα Ασσουάν εις τον Νείλον ποταμόν, ο ουρανοξύστης Σίαρς εις το Σικάγον των ΗΠΑ ύψους 443 μ., και το διαστημικόν Κέντρον Κέννεντυ εις το ακρωτήριον Κανάβεραλ της Φλόριδα].
Χοροί προφητών, αποστόλων και μαρτύρων, οσίων και δικαίων, ποιμένων και διδασκάλων, βασιλέων και αρχόντων ευρέθησαν επ’ αληθεία εις το σχέδιον της Θείας προνοίας και ηγωνίσθησαν διά την δόξαν του Θεού και διά το καλόν της ανθρωπότητος.
Πρώτος εκλεκτός λαός του Θεού ανεδείχθη ο Ισραηλιτικός· εκλεκτότερος δε τούτου ο Ελληνικός, καθότι ούτος απεδέχθη τον Ευαγγελικόν λόγον και ετίμησεν υπέρ πάντα άλλον λαόν το όνομα του Σωτήρος Χριστού και της Μητρός Αυτού Υπεραγίας Θεοτόκου, της δευτέρας λέγομεν Εύας, ήτις μας εισήγαγεν εκ νέου εις τον Παράδεισον. Η ακατάληπτος και ανερμήνευτος Γέννησις του Χριστού συνέβη κατά την χρονολογίαν της Ανατολικής Εκκλησίας το έτος 5508 από κτίσεως κόσμου επί Αυγούστου καίσαρος, βασιλεύοντος της Ιουδαίας Ηρώδου του μεγάλου.
Να σημειωθή ότι η έκτη Οικουμενική Σύνοδος (680 μ.Χ.) είναι εκείνη ήτις ώρισε την κτίσιν του κόσμου κατά την 1ην Σεπτεμβρίου του 5508 π.Χ. Όθεν, πάσα έννοια και δήθεν ένδειξις περί ανθρώπων πέραν του ανωτέρω χρονολογικού ορίου [= 5508 από κτίσεως κόσμου η Γέννησις του Χριστού], παραπέμπει εις την ύπαρξιν πιθηκοειδών όντων, δεδομένου ότι τα χερσαίαι όντα εδημιουργήθησαν υπό του Θεού προ της κατασκευής ανθρώπου· τα οποία, καθώς προελέχθη, ωνοματοποίησεν ο ίδιος ο Αδάμ.
Η Γέννησις του Χριστού είναι το σπουδαιότερον γεγονός εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος, διό και επέφερε βαθυτάτην τομήν εις τον χρόνον. Με την Γέννησιν του Θεανθρώπου, τα διάφορα γεγονότα χαρακτηρίζονται ότι εγένοντο προ Χριστού ή μετά Χριστόν. Το παράδοξον τούτο μυστήριον ήτο προαιωνίως εις το σχέδιον του Θεού διά την σωτηρίαν του κόσμου, και το προείδον οι θεόπνευστοι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, οι ένθεοι Έλληνες φιλόσοφοι, αι Σίβυλλαι [= μάντεις] και οι εθνικοί ποιηταί και ρήτορες της αρχαιότητος.
Ο μετά Χριστόν κόσμος επραγματοποίησε τεράστια άλματα εις όλους τους τομείς της επιστήμης, ιδία κατά το β΄ήμισυ του 20ου αιώνος με αρχάς της τρίτης χιλιετίας, ένθα η γνώσις των ανθρώπων επληθύνθη σφόδρα>σφόδρα. Ένεκα δε της γνώσεως ταύτης και των τεχνολογικών μέσων, εμελετήθησαν ο μεγαλόκοσμος και ο μικρόκοσμος.
Εμελετήθησαν δηλαδή τα χερσαία, τα υδρόβια, τα εναέρια και τα αμφίβια όντα· εμελετήθησαν τα άτομα και τα μικροάτομα· εμελετήθησαν τα μεγάλα βάθη των ωκεανών με τα τεράστια θαλάσσια κήτη, τα ασπόνδυλα αυτόφωτα και ετερόφωτα πλάσματα, τα βακτήρια και οι μύκητες· παρετηρήθη ότι θαλάσσια ρεύματα διασχίζουν τους ωκεανούς, και ότι κάθε ωκεανός εκ των πέντε εν όλη τη γη έχει την ιδικήν του χημικήν σύστασιν· παρετηρήθη εισέτι ότι εις τους ωκεανούς, εκεί όπου αναβλύζουν θερμά ύδατα με θερμοκρασίαν καθ’ ην λειώνει ο μόλυβδος, υπάρχει ζωή [= δίχως ενέργειαν και ύλην].
Χάρις εις την κατασκευήν τεραστίων τηλεσκοπίων και την αποστολήν διαστημοπλοίων και δορυφόρων εις το διάστημα, εμελετήθη κατά μέγα μέρος το Σύμπαν, αυτό το άπειρον δημιούργημα του Θεού. Ως εκ τούτου, γνωρίζομεν κατά πληρέστερον τρόπον σήμερον, ότι ο γαλαξίας εις τον οποίον ανήκομεν είναι μόνον εις εκ των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων άλλων γαλαξιών, τους οποίους ημπορούμεν να διακρίνωμεν· έκαστος των γαλαξιών περιλαμβάνει με την σειράν του εκατοντάδας δισεκατομμύρια άστρα.
Ζώμεν δε εις ένα γαλαξίαν διαμέτρου εκατόν χιλιάδων περίπου ετών φωτός, όστις περιστρέφεται αργώς. Να σημειωθή, ότι εν έτος φωτός ισούται με 94.608 Χ108 χλμ. Ο Stephen W. Hawking, όστις συγκαταλέγεται εις τους διασήμους θεωρητικούς φυσικούς της νεωτέρας εποχής και θεωρείται ο λαμπρότερος θεωρητικός φυσικός μετά τον Αινστάιν, εις το βιβλίον του: «Το χρονικό του χρόνου», ένθα περιγράφει με απλούν τρόπον τα όρια των γνώσεων της ανθρωπότητος διά την φύσιν του Χρόνου και του Σύμπαντος, λέγει συγκεκριμένως ότι: «θα ήταν πολύ δύσκολο να εξηγήση κανείς γιατί το Σύμπαν άρχισε να υπάρχη με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, εκτός εάν επικαλεσθή μία Θεία Πρόνοια, η οποία αποσκοπούσε στη δημιουργία νοημόνων όντων όπως εμείς» (εκδ. «Κάτοπτρο», [1988], σελ. 193-194).
Τα πράγματα θα ήσαν ασφαλώς ευχάριστα, εάν αύτη η γνώσις των συγχρόνων ανθρώπων ήτο προς το συμφέρον όλης της ανθρωπότητος, και απέβαινεν ασφαλώς προς δόξαν του Δημιουργού Θεού. Δυστυχώς, τα σύγχρονα προοδευτικά εις την τεχνολογίαν κράτη, δεν λαμβάνουν σωστικά μέτρα διά την υπερθέρμανσιν του πλανήτου μας· περισσσότερον επενδύουν εις όπλα μαζικής καταστροφής και ολιγώτερον εις την ευημερίαν του ανθρώπου, διά τούτο και προκαλούν μεγάλην ανησυχίαν εις τους αδυνάτους.
Η επιδεικτική προβολή του υπερσυγχρόνου αεροπλανοφόρου των Η.Π.Α., «Τζέραλ Φόντλ», μήκους 337 μ. και πλήρωμα 6.000 ανθρώπων, του οποίου η κατασκευή και μόνον ανήλθεν εις τα 18 δισεκ. δολλάρια, είναι μάρτυς των υπεροπτικών τούτων διαθέσεων του νέου Βαβυλωνιακού κόσμου. Εις τούτο βεβαίως συντελεί ο κορεσμός των υλικών αγαθών, καθώς και η παρατηρουμένη μεγάλη αποστασία εκ του αληθινού Θεού.
Εις τας ημέρας μας μελετάται υπό των αρνητών του Θεού και η δημιουργία ενός
«μετανθρώπου», ξένου προς τον σημερινόν άνθρωπον, ελεγχομένου τούτου και κατευθυνομένου υπό αψύχων ρομποτικών συστημάτων, μέσω της εξελισσομένης ψηφιακής τεχνολογίας. Η ψηφιακή τεχνολογία, χρήσιμος προς το παρόν διά τον άνθρωπον, προφανώς θα αποτελέση εις το μέλλον επικίνδυνον όπλον εναντίων αυτού· ήδη μελετώνται ψηφιακαί ταυτότητες με απόρρητα δεδομένα, ανεπιθύμητα διά την συνείδησιν του ανθρώπου τσιπάκια με αντιθέους σημειολογικούς αριθμούς και πλείστα άλλα.
Εις την προκειμένην περίπτωσιν, οι άνθρωποι του Θεού θα πρέπη βεβαίως να ανησυχούν, αλλά να εκβάλλουν όμως έξω τον φόβον· διότι οι αγαπώτες τους ανθρώπους ουράνιοι άγγελοι, συν τοις χοροίς των αγίων, θα τους προστατεύουν από κάθε κακόν· αρκεί να μη συγκοινωνούν μετά του ανόμου και των ανόμων, και να προβάλλουν την ενδεδειγμένην αντίστασιν εις κάθε ενέργειαν προσβάλλουσαν την ελευθερίαν αυτών και εμποδίζουσαν την ψυχικήν των σωτηρίαν.
Ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποιεί: «το γαρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας, μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γεγέννηται· και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, ον ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού …» ( Β΄ Θεσ., β΄, 7-8).
Δεν ήλθε λέγει ακόμη ο ωρισμένος καιρός του Αντιχρίστου. Διότι τώρα είναι εις ενέργειαν η δύναμις του κακού και της ανομίας, η οποία εις μεγάλον βαθμόν παραμένει κεκρυμμένη και δεν εφανερώθη ακόμη ολόκληρος· υπάρχει δε κάποιος όστις εμποδίζει τον άνομον να φανερωθή. Και η φανέρωσις του ανόμου θα αναβληθή μόνον μέχρις ότου αυτός, όστις κατά θείαν πρόνοιαν παρεμποδίζει την εμφάνισίν του, φύγη από το μέσον. Και τότε θα φανερωθή ο άνομος, τον οποίον ο Κύριος θα εξαφανίση με το φήσημα του στόματός του και θα τον εκμηδενίση με την ένδοξον εμφάνισιν της παρουσίας του.
Εις το ερώτημα, εάν οι σημερινοί άνθρωποι είμεθα εις το τέλος του κόσμου, η απάντησις προέρχεται από ένα κεκοιμημένον Όσιον Αγιορείτην Πνευματικόν, τον Ρουμανικής καταγωγής Ιερομόναχον Διονύσιον της Βατοπαιδινής Κολιτσούς († 2004), όστις μοί έδωκε την κατωτέρω σχετικήν πληροφόρησιν εις μίαν κατ’ ιδίαν εξομολόγησιν, ολίγον προτού κοιμηθή μακαρίως: «Δεν είμεθα εις το τέλος του κόσμου, αλλά εις την στροφήν του δρόμου εκ της οποίας βλέπομεν το τέλος του κόσμου»!
Επιπρόσθετος βιβλιογραφία:
- Βασιλειάδη Ν. Π., Η Παλαιά Διαθήκη, τομ. Α΄, Γένεσις, Αδελφότης Θεολόγων ο «Σωτήρ», Αθήναι-Νοέμβριος 1984.
- Εξήγησις των εις την Εξαήμερον ένδεκα ομιλιών και των Ηθικών του εν Αγίοις Θεοφόρου Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου, παραφρασθέντων εις την καθομιλουμένην υπό Γρηγορίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του υπέρ του γένους μαρτυρήσαντος, εκδ. «Αγιορειτικής Βιβλιοθήκης» υπό Σωτηρίου Ν. Σχοινά, εν Βόλω 1963.
- Θωμαΐδη Ζήση Γ., τ. Επιθεωρητή Δημ. Εκπαίδευσης, Οι Άγγελοι και ο Ιερός Μητροπολιτικός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ Σερρών, Σέρρες 2004.
- Ιωάννου Θ. Κολιτσάρα, Η Παλαιά Διαθήκη, τομ. Α΄, Πεντάτευχος, Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή» , Αθήναι 1970.
- Κεφαλά Νεκταρίου (Μητροπολίτου Πενταπόλεως και Προλύτου της Θεολογίας), Υποτύπωσις περί ανθρώπου, εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου
«Ακροπόλεως», 1893.- Του ιδίου Αγίου Νεκταρίου (Μητροπολίτου Πενταπόλεως), Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972. - Χαμουδοπούλου Μηνά Δ. (Μ. ρήτορος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας), Χριστιανού Εγκόλπιον, Αθήνησι, εκ του τυπογραφείου Αλεξ. Παπαγεωργίου, 1895.
- Νικολοπούλου Μαξίμου (Μοναχού) Ιβηρίτου, Τα μυστικά του Πόντου, Άγιον Όρος 2014/2015.
[Ιούλιος, 2023]