Προς το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ – Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ – Ο Όσιος Αθανάσιος ο επωνυμούμενος Αθωνίτης, ήτοι οικήτωρ του Αγίου Όρους Άθω, εγεννήθη εις την Τραπεζούντα του Πόντου περί το έτος 930, και είναι ο ιδρυτής της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, την οποίαν ανήγειρε τη συνδρομή του στενού του φίλου αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά και πολλών άλλων δωρητών και θαυμαστών της αρετής αυτού.
Η υπό του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου ιδρυθείσα Μεγίστη Λαύρα παρουσιάζει ανέκαθεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον, ως απαρχή της συστηματοποιήσεως του Μοναχισμού εν Αγίω Όρει, και ως πρότυπον κατά μίμησιν του οποίου ιδρύθησαν αι λοιπαί Ιεραί Μοναί, αποτελούσα ούτω το θεμέλιον της Αγιορειτικής Ιστορίας.
Ο Άθως και η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία οφείλουν πολλά εις τον γίγαντα της αρετής Όσιον Αθανάσιον. Πολλά οφείλει εις αυτόν και άπασα η Ευρώπη, καθότι ο ίδιος συνέβαλεν εις την κατατρόπωσιν των πειρατών Αράβων, οίτινες εις την εποχήν του, έχοντες ως βάσιν την Κρήτην, ηπείλουν να κατακτήσουν την τετάρτην ταύτην των ηπείρων της Γης και να αφανίσουν τον προϋπάρχοντα πολιτισμόν της.
Συμφώνως με τα Βυζαντινά χρονικά, πλοίον του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού αποσταλέν τον Φεβρουάριον του 961 υπό του τότε αρχιστρατήγου Νικηφόρου Φωκά ήλθεν εις τον Άθω και παρέλαβε τον Όσιον, τον οποίον μετέφερεν εις την Κρήτην, όπου και διέμεινε ολόκληρον σχεδόν έτος εν τη μεγαλονήσω.
Κατά την περιλάλητον εκείνην εκστρατείαν, ιδική του ιδέα ήτο καθώς έχει γραφή και η πυρπόλησις του ιδίου εκστρατεύσαντος Βυζαντινού στόλου άμα τη αποβάσει, ίνα μη έχη ο στρατός εύκολον έξοδον διαφυγής και να αγωνισθή μέχρις εσχάτων διά την τελευταίαν εκείνην μάχην των Βυζαντινών κατά των Αράβων, ήτις εν τέλει κατέστη νικηφόρος διά τους πρώτους και έκρινε το μέλλον ολοκλήρου της Ευρώπης.
Διά την συμβολήν του εις τον αγώνα τούτον ο Όσιος Αθανάσιος έλαβε μεγάλην βοήθειαν υπό του Νικηφόρου Φωκά, την οποίαν διέθεσε διά την ανέγερσιν της μεγαλοπρεπούς Λαυριωτικής Μάνδρας εν Αγίω Όρει του Άθω.
Το υπάρχον Καθολικόν της παλαιφάτου ταύτης Ιεράς Μονής εκτίσθη το 963, συμφώνως με την ιδιόχειρον Διαθήκην του Οσίου, και είναι εκ των αρχαιοτέρων Ιερών Ναών του Άθω, όπως και το εν Καρυαίς Πρωτάτον. Το Καθολικόν της Λαύρας μεταβολήν υπέστη κατά τον κεντρικόν τρούλλον, ως λέγεται, προ της Αλώσεως, εκ πτώσεως του οποίου διακρίνεται εισέτι τεθρυμματισμένον το δάπεδον.
Κατ’ αρχάς ετιμάτο επ’ ονόματι του Ευαγγελισμού, ακολούθως όμως κατ’ επιταγήν της ιδίας Υπεραγίας Θεοτόκου τιμάται επ’ ονόματι του ιδρυτού Οσίου Αθανασίου την 5ην Ιουλίου, ημέραν της μαρτυρικής κοιμήσεως αυτού το έτος 997.
Ως γνωστόν, ανερχόμενος τότε ο Όσιος Αθανάσιος «την τεκτονικήν κλίμακα» προς επιθεώρησιν του Καθολικού μετ’ άλλων εξ (6) αδελφών, όταν έφθασεν εις το ύψος της οικοδομής, αμέσως κατέρρευσε το τμήμα εκείνο εντός του Ιερού Βήματος και συμπαρέσυρε τον Όσιον και τους αδελφούς. Και οι μεν πέντε (5) αδελφοί αμέσως ετελεύτησαν, ο δε ιερός Πατήρ και ο οικοδόμος Μοναχός Δανιήλ επέζησαν εν μέσω των ερειπίων. Όμως μετά τρίωρον εξέπνευσε και ο Όσιος Αθανάσιος, ο δε Μοναχός Δανιήλ, φέρων ολίγους τραυματισμούς, επέζησε και μετά ταύτα.
Το πολυπαθές και πολύαθλον σώμα του Οσίου Αθανασίου ευρέθη σώον, με μίαν μόνον πληγήν εις τον δεξιόν αυτού πόδα, εκ της οποίας έρρεεν ολίγον αίμα. Ο Όσιος παρέμεινεν άταφος επί τριήμερον, προκειμένου να προσέλθη άπασα η πληθύς των Πατέρων του Άθω (= διόμυσι χιλιάδων τω καιρώ εκείνω) διά να
αποδώση εις το «μυροβλυτίζον» σκήνωμα αυτού επικηδείους τιμάς.
Κατά το τριήμερον τούτο διάστημα η ιερά σορός αυτού παρέμεινεν αναλλοίωτος. Είτα ετάφη μετά πολλών τιμών εις το Παρεκκλήσιον των Τεσσαράκοντα (40) Μαρτύρων, αριστερά του Καθολικού. Ο τάφος του διατηρείται μέχρι σήμερον εις το ίδιον μέρος ακαίρεος και πάνυ προσκυνηματικός διά τους γονυπετούντας
ενώπιον αυτού, εκπέμπων κατά καιρούς και άρρητον ευωδίαν, δηλούσαν όντως την ύπαρξιν του Οσίου εντός του τάφου.
Εις το παρελθόν, προς όσους επεχείρησαν να διανοίξουν τον τάφον, λέγεται ότι εξήρχοντο φλόγες πυρός εμποδίζουσαι την προσέγγισιν εις το πανίερον λείψανόν του, το οποίον ενδέχεται να παραμένη εισέτι αδιάφθορον ή και βαθύτερον της επιφανείας του εδάφους, εντός κρύπτης ομού μετ’ άλλων ιστορικών κειμηλίων, τα οποία εν καταλλήλω χρόνω θέλει αποκαλυφθούν, όπως και ο διαθρυλούμενος χρυσούς Βυζαντινός χορός του Καθολικού, φυλασσόμενος εις κρύπτην κάτωθεν του δαπέδου αυτού, καθώς ήκουσα υπό παλαιών Γερόντων.
Θεολογούμενον όμως ζήτημα αποτελεί ο τρόπος της τελευτής του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου: ο πρώτος Βιογράφος αυτού, ο εκ ΚΠόλεως λογιώτατος ομώνυμος Μοναχός Αθανάσιος, όστις δεν εγνώρισε προσωπικώς τον Τραπεζούντιον Όσιον, αλλ’ έγραψε τον πρώτον χειρόγραφον Βίον αυτού προ του 1025, ερμηνεύει ως εξής το γεγονός του μαρτυρικού του τέλους:
«Κατά τρεις τρόπους τας καταχώσεις ή καταποντήσεις ή και άλλως βιαίους θανάτους τοις αγίοις επίγεσθαι (= επέρχονται), ως λέγει τις των παλαιών και τα θεία σοφών και πάντως, <ουδέ πάντες διά αμαρτίας ταύτα πάσχουσιν>, ως π.χ. ο δίκαιος Ιώβ.
Ο πρώτος λοιπόν τρόπος γίνεται προς <σωφρονισμόν των αμελεστέρων και φόβον>· ο δεύτερος <διά μείζονα και τελείαν κάθαρσιν των ίσως μικρών ελαττωμάτων>· και ο τρίτος συμβαίνει εις τους μεγάλους Αγίους, οι οποίοι ως δυνατοί, <… αμαρτίας λαού αναδεξάμενοι, πειρασμοίς πολλάκις και χαλεποίς θανάτοις υπέρ αναδοχής παραδίδονται και εαυτοίς και τω λαώ μείζονα σωτηρίαν περιποιούμενοι· και γαρ Χριστός διά τας αμαρτίας ημών ετραυματίσθη και τον υπέρ ημών ανεδέξατο θάνατον>».
Πάντως ο τρόπος τελευτής του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου συζητείται καθ’ όλας τας εποχάς εν Αγίω Όρει, και πέραν των ειρημένων θεολογικών ερμηνειών εκφέρονται και άλλαι γνώμαι περί τούτου.
Προ χρόνων, ο εκ της συνοδείας των εν Καρυαίς άλλοτε Τυπογράφων του Αγίου Όρους, μακαριστός ήδη Ιερομόναχος και Πνευματικός Παντελεήμων Νανόπουλος, με διεβεβαίωσεν ότι ανεύρε γεγραμμένον εις παλαιόν Αγιορειτικόν χειρόγραφον, ότι ο αιφνίδιος θάνατος του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου ήτο από Θεού εξιλαστήριος δι’ αυτόν, καθότι με ευθύνην του απέστειλεν εις τον διεξαχθέντα εμφύλιον Βυζαντινόν πόλεμον τον πνευματικόν αυτού υιόν και κατόπιν Κτίτορα της Ιεράς Μονής των Ιβήρων Γεωργιανόν Ιωάννην Τορνίκιον να πολεμήση ως επικεφαλής στρατεύματος, αποδυσάμενος ούτος το Μοναχικόν τριβώνιον και περιζωσάμενος την ρομφαίαν.
Συγκεκριμένως, ότε ο στρατηγός των Ανατολικών περιοχών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Βάρδας Σκληρός, αμέσως μετά τον θάνατον του Ιωάννου Τσιμισκή (10 Ιανουαρίου 976) επανεστάτησεν εναντίον της αυτοκρατορίας και απέκτησεν ούτος μεγάλα τμήματα αυτής, απειλών ακόμη και την πρωτεύουσαν ΚΠολιν, η
Βασιλική οικογένεια της Βασιλίσσης Θεοφανούς απέστειλε διά του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Βασιλείου Β ́του Βουλγαροκτόνου (976-1025) γράμματα εις τους εν Άθω διαβιούντας Ιωάννην Τορνίκιον και Αθανάσιον παρακαλούσα όπως ενεργήσουν δεόντως.
Πράγματι, ο Ιωάννης Τορνίκιος, δι’ ευλογιών του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου μετέβη τότε εις την Γεωργίαν, και με άδειαν του εκείσε Βασιλέως Δαβίδ συνεκέντρωσεν 12.000 πολεμιστάς. Ακολούθως, ευρίσκων τον Βάρδαν Σκληρόν να έχη ακάλυπτα τα νώτα αυτού προς την Τραπεζούντα, αμυνόμενος εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού με επικεφαλής τον στρατηγόν Βάρδαν Φωκάν, υιόν του Κουροπαλάτου Λέοντος, του επετέθη εξαπίνης και τον κατενίκησε την 24 Μαίου 979 εις την κοιλάδα της Παγκαλείας παρά τον Άλυν ποταμόν, μεταξύ Εφέσου και Κολοφώνος, με αποτέλεσμα να εκτοπισθή ακολούθως εις την Περσίαν.
Μετά δε το πέρας του πολέμου, η Βυζαντινή Βασίλισσα και ο Γεωργιανός Βασιλεύς Δαβίδ έδωκαν αμυθήτου αξίας δώρα εις τον Ίβηρα Μοναχόν και στρατηγόν Ιωάννην, καθ’ ην στιγμήν ανεχώρει διά τον Άθω τον Ιούνιον του 979, λαμβάνων μάλιστα μεθ’ εαυτού και τον αρτίως μεμορφωμένον 16ετή κατά σάρκα υιόν του
Ευθύμιον, σπουδάζοντα τότε εις την ΚΠολιν. Εις το Σκευοφυλάκιον της Ιεράς Μονής των Ιβήρων διατηρείται εισέτι ανηρτημένον μέρος του αλυσιδωτού θώρακος του γενναιοτάτου τούτου πολεμιστού Τορνικίου και βέλος σχήματος Ταταρικού εν μέρει συντεθλιμμένου.
Ομολογουμένως, επειδή πολλά πράγματα εις την ζωήν των ανθρώπων παραμένουν ανερμήνευτα, είναι καλόν να σιωπώμεν ενίοτε και να μη εκφέρωμεν με ευκολίαν γνώμας περί τούτων· κυρίως επί πνευματικών ζητημάτων, τα οποία ως «άδηλα και κρύφια» μόνον ο Θεός γνωρίζει, και δεν κάμνει εκπτώσεις εις ουδένα.
Εκείνο όμως το οποίον έχομεν χρέος ενταύθα να διευκρινήσωμεν, είναι ότι πλείστοι Άγιοι της Εκκλησίας μας είχον ενεργόν συμμετοχήν εις αμυντικούς πολέμους και ηγωνίσθησαν σθεναρώς υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, διό και τους τιμά διά τούτο το Έθνος και η Εκκλησία.
Προσέτι, ο Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης και ο Ίβηρ Όσιος Ιωάννης Τορνίκιος παρέμειναν απλοί Μοναχοί εις την ζωήν των· όπως και πολλοί άλλοι, εν οις και οι Όσιοι Μάξιμος Καυσοκαλυβίτης και Νικόδημος ο Αγιορείτης, οι οποίοι δεν εγένοντο Ιερείς εκ σεβασμού προς το υψηλόν υπούργημα της Ιερωσύνης, κάτι τι το οποίον παραβιάζεται σήμερον, διό και βλέπομεν να γίνωνται συνήθως Ιερείς εκείνοι οι οποίοι δεν εσπούδασαν την Ιερωσύνην και να εφαρμώζηται ούτω το λεγόμενον: «πλήθος ιερέων, απώλεια λαού».
Ο υμνωδός της Ακολουθίας του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου αναφέρεται και εκείνος εις το τέλος του μεγάλου μας Αγίου, το οποίον με βάθος σοφίας χαρακτηρίζει πανίερον, λέγων εις το Δοξαστικόν του Εσπερινού (ήχος πλ. β ́): « Ως ένθεος η ζωή σου, και πανίερόν σου το τέλος, Πάτερ Αθανάσιε…».
Ο Πόντιος και Τραπεζούντιος τη καταγωγή Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης επετέλεσεν όντως εν ζωή και συνεχίζει να επιτελή και μετά την κοίμησίν του πολλά θαύματα. Εν ζωή, όχι μόνον ιαματικόν και θαυμάσιον ύδωρ < Αγίασμα εξήγαγεν, αλλά και αυτό το θαλάσσιον ύδωρ μετέβαλεν εν καιρώ εις γλυκύ και πόσιμον.
Εις την Μεγίστην Λαύραν υπάρχουν δύο Αγιάσματα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου: Το εν περισσότερον γνωστόν και το άλλο ολιγώτερον, μνημονευόμενα αμφότερα εις τα παλαιά Προσκυνητάρια του Λαυριωτικού Μοναστηρίου.
Το Πρώτον Αγίασμα ανέβλυσεν ως ρύαξ το 962 εις δίωρον πεζή απόστασιν δυτικώς της Μεγίστης Λαύρας, κατόπιν σταυροειδούς κτυπήματος της ράβδου του Οσίου Αθανασίου επί βράχου. Και τούτο καθ’ υπόδειξιν της Κυρίας Θεοτόκου, ήτις ενεφανίσθη έμπροσθέν του πορευομένου εις Καρυάς, προκειμένου να συμβουλευθή τους εκεί Γέροντας περί του τρόπου συνεχίσεως της οικοδομής της Μονής. Εις το μέσον της υπαρχούσης αύλακος μήκους εξ (6) περίπου μέτρων, διακρίνεται λίαν εμφανώς μέχρι σήμερον εις Σταυρός, κεχαραγμένος επί πέτρας υπό της θαυματουργού ράβδου του Οσίου Αθανασίου.
Το δεύτερον Αγίασμα ανέβλυσε και τούτο διά προσευχής του Οσίου Αθανασίου έναντι των Πυλών της Μεγίστης Λαύρας, εις τον αύλειον χώρον του Λαυριωτικού Καθίσματος του Τιμίου Προδρόμου, το οποίον Ησυχαστήριον προωρίζετο διά τον μέλλοντα γεγέσθαι Μοναχόν ευσεβή αυτοκράτορα Νικηφόρον Φωκάν (βλ.
εκτενέστερον, Νικολοπούλου Μαξίμου (Μοναχού) Ιβηρίτου, Τα εν Αγίω Όρει του Άθωνος Αγιάσματα, Α ́ εκδ. 2008, σελ. 30-36).
Του Οσίου Αθανασίου σώζονται και τρεις συγγραφαί αυτού: η Υποτύπωσις (970), το Τυπικόν (973), και η Διατύπωσις (977). Η τελευταία συγγραφή «Διαθήκης επέχουσα τύπον», έγγραφός τε και ενυπόγραφος, ηνοίχθη μετά την κοίμησίν του.
Εις τα Acta της Μεγίστης Λαύρας σώζεται και η «Χαριστική» αυτού (Δεκ. 984), ήτοι έγγραφον δωρεάς προς την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων. Εις δε την Ιεράν Μονήν του Παντοκράτορος υπάρχει και η παλαιοτέρα εν Άθω φορητήν Εικών του.
Η Ιερά Μονή των Ιβήρων είναι και αύτη πνευματικόν δημιούργημα του Οσίου Αθανασίου, διό και παραμένουν μέχρι σήμερον αναλλοίωτοι πνευματικαί σχέσεις μεταξύ των δύο Ιερών Μονών.
Ως γνωστόν, μεριμνών ο Όσιος διά την Μεγίστην Λαύραν και μετά την κοίμησίν του, την παρέδωσε διά προστασίαν εις δύο Επιτρόπους: τον Κτίτορα της Ιεράς Μονής Ιβήρων Όσιον Ιωάννην Τορνίκιον και τον πατρίκιον Νικηφόρον Ουρανόν, στρατηγόν του αυτοκράτορος Βασιλείου Β ́.
Εις περίπτωσιν δε τελευτής του Ιωάννου, ώρισεν ως αντικαταστάτην αυτού «τον κυρ Ευθύμιον, το πνευματικόν μου (= ως γράφει) τέκνον και εκείνου (= του Ιωάννου) κατά σάρκα και κατά πνεύμα υιόν».
Ο Όσιος Ευθύμιος, ο περιώνυμος Φωτιστής της Ιβηρίας και δεύτερος Ιωάννης Χρυσόστομος κατά τα δη λεγόμενα, όστις επετέλει θαύματα παιδιόθεν, εύρε και εκείνος αποτρόπαιον θάνατον εν ΚΠόλει, ότε επιχειρήσας να ελεήση πτωχόν, τον έρριψε κατά γης ο ημίονος αυτού την 13 Μαίου 1028 και τον εφόνευσεν.
Ενταφιασθείς αναγκαστικώς εις την Βασιλεύουσαν, τα λείψανά του μετεφέρθησαν αργότερον και ενεταφιάσθησαν αρχικώς εντός του Ιερού Ναού του Τιμίου Προδρόμου της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, του πρώτου Καθολικού αυτής, και μετά την ανέγερσιν του νέου Καθολικού Ναού της Θεοτόκου μετεφέρθησαν εντός αυτού και ετοποθετήθησαν επί θαυμασίας μαρμαρίνης λάρνακος.
Διευκρινίζεται, ότι οι Γεωργιανοί Κτίτορες της Ιεράς Μονής των Ιβήρων: οι ΌσιοιΙωάννης, Ευθύμιος και Γεώργιος, οίτινες εχρημάτισαν πνευματικά τέκνα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, κατήγοντο εκ της χώρας Τάω ή Τάο του ιστορικού Πόντου· οι δε Ταόχοι συναριθμούνται μεταξύ των αρχαίων Ποντιακών φύλων.
Εν κατακλείδι του παρόντος αφιερώματος και των όσων ιστορικών σημειωμάτων εγράφησαν παρ’ ημίν, σημειούμεν και την μαρτυρίαν παλαιού Γέροντος Ιβηρίτου, όστις νέος ων Μοναχός εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων είδεν εις οραματικόν ενύπνιον χείραν ανθρωπίνην, γεγυμνωμένην μέχρι του αγκώνος, αναγράφουσαν επί του αέρος έξωθεν του Παρεκκλησίου της Παναγίας Πορταιτίσσης τας λέξεις: «Ενθυμού τον Όσιον Αθανάσιον τον Αθωνίτην».
Όθεν, επικαλούμενοι και ημείς κατά χρέος διπλήν την χάριν του Οσίου, ούτινος την εορτήν επανηγυρίσαμεν άρτι εν Αγίω Όρει του Άθω, τον εκλιπαρούμεν να σκέπη και να φρουρή εσαεί την Αθωνικήν αυτού Πολιτείαν και να χαρίζη αέναον ευλογίαν εις τους τιμώντας την μακαρίαν μνήμην του.