Προς το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ -Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ – Η ιστορική και μαρτυρική πόλις της Μοσχοπόλεως, η άλλοτε πόλις της Ορθοδοξίας, του πολιτισμού, των γραμμάτων, των επιστημών, της βιοτεχνίας και ακόμη του αμυθήτου πλούτου, της ευμαρείας και της ευημερίας των κατοίκων της,
μένει άσβεστος εις την συνείδησιν των Ελλήνων ως «το μικρό Παρίσι της Ανατολής» κατά τον συγγραφέα Φάνην Μιχαλόπουλον, και δη «το άνθος των Βαλκανίων, η Ακρόπολις της Βορείου Ελλάδος, αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας» κατά τον στρατιωτικόν ιερέα της 5ης Μεραρχίας των Βαλκανικών πολέμων 1912- 1913 Αρχιμανδρίτην Δημοσθένην Καλλίμαχον.
Η κατά το πάλαι ακμάζουσα και ευημερούσα αύτη πόλις και σήμερον (ατυχώς) εν ερειπίοις εκτάδην κειμένη, ευρίσκεται 20 χλμ. εκ της Κορυτσάς και συγκεκριμένως εις τας ανατολικάς κλιτύς του όρους Όπαρη και εις ύψος 1000 περίπου μ. προς τα βορεοδυτικά αυτής.
Η Μοσχόπολις υπήρξεν ακραιφνώς Ελληνική πόλις, της οποίας τα ηρωικά αυτής τέκνα ύψωσαν κατά τα Ορλωφικά έτη την σημαίαν της ελευθερίας, με αποτέλεσμα να υποστή την απεινή δίωξιν των γειτόνων
Τουρκαλβανών μετά την ατυχή έκβασίν της. Ένεκα τούτου, οι Τουρκαλβανοί, μένεα πνέοντες, ελεηλάτησαν αγρίως την ευτυχούσαν Μοσχόπολιν και ηνάγκασαν τους πλείστους των κατοίκων αυτής να την εγκαταλείψουν και να ζητήσουν καταφύγιον εις ξένας χώρας: εις Βιέννην, Βουδαπέστην, Τεργέστην και αλλαχού.
Οι εναπομείναντες κάτοικοι, μη υπολειπόμενοι εις φιλοπατρίαν, ηρωισμόν και ανδρείαν, πρώτοι ύψωσαν την σημαίαν της ελευθερίας και κατά το 1914, ότε οι σκληροί και ανάλγητοι ισχυροί της γης παρεχώρησαν εις το αρτισύστατον Αλβανικόν κράτος την μόλις ελευθερωθείσαν το προηγούμενον έτος 1913 ιδιαιτέραν αυτών πατρίδα Μοσχόπολιν, υπό των γενναίων Ελληνικών στρατευμάτων ομού μετά των λοιπών Βορειοηπειρωτών αδελφών.
Αλλά και ολίγον τι αργότερον, η ένδοξος αύτη πόλις αντέταξε λυσώδη άμυναν εναντίον των αγρίων ορδών του Τουρκαλβανού Σαλή Μπούτκα, ότε τον Οκτώβριον του 1916 εκινήθη εναντίον αυτής προς εκδίκησιν. Ατυχώς, ο αγών ήτο άνισος και ούτω μετά λεόντειον αντίστασιν των υπερασπιστών αυτής η πόλις κατελήφθη, ελεηλατήθη και κατεστράφη εντελώς, οι δε εναπομείναντες κάτοικοι εζήτησαν καταφύγιον εις την Κορυτσάν και αλλαχού.
Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Κορυτσάς Ευλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης, όστις εξεπόνησε διδακτορικήν διατριβήν, υπό τίτλον: «Νέα Ακαδήμεια Μοσχοπόλεως» (1935), γράφει (σελ. α ́) ότι η πόλις αύτη συνωκίσθη κατά τας αρχάς του 14ου αιώνος υπό ποιμένων Βλάχων, και μεσούντος του 18ου αιώνος επαρουσίασε μεγίστην ακμήν, ώστε οι κάτοικοι αυτής Κουτσόβλαχοι να ανέλθουν εις τους 60.000.
Τότε, χάρις εις την ευφυίαν και των δραστηριοτήτων των οικητόρων της, άφθονα πλούτη συνέρρεον εις την απόκεντρον γωνίαν της άλλοτε Ευρωπαικής Τουρκίας, καθώς εμαρτύρουν αι μεγαλοπρεπείς οικοδομαί και τα ευαγή καθιδρύματα, διό και ετάττετο «εν ίση ή και μείζονι προς τα Ιωάννινα μοίρα».
Ο εκ Κορυτσάς Κωνσταντίνος Σκενδέρης, συγγράψας και ούτος σχετικήν ιστορικήν πραγματείαν, υπό τίτλον: «Ιστορία της παλαιάς και νέας Μοσχοπόλεως», λέγει ότι η Μοσχόπολις έφερε πρότερον το όνομα Βοσκόπολις, της οποίας τον όνομα μετηλάγη διά τον εξής λόγον: «ότε ο αοίδιμος Πατριάρχης της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ ηθέλησε να ανακαινίση τον εκεί Ιερόν Ναόν της Αναστάσεως του Σωτήρος και εζήτησε την προς τούτο οικονομικήν ενίσχυσιν των απανταχού της Γης χριστιανών, οι Μοσχοπολίται με την ευλάβειαν, που έτρεφον προς τα Θεία, έσπευσαν προθύμως και προσέφεραν τα περισσότερα διά τον άγιον τούτον σκοπόν χρήματα.
Ο Πατριάρχης τοσούτον συνεκινήθη από την γενναιόδωρον ταύτην συνεισφοράν των, ώστε μετωμνόμασεν επί το ευγενέστερον ταύτην Μοσχόπολιν»(σελ. 13).
Εις την Εγκυκλοπαιδείαν «Πάπυρος Λαρούς» (τομ. 10, σελ. 185), αναφέρεται ότι η Μοσχόπολις ήκμασε κατά τον 11ον αιώνα, οπότε κατωκείτο υπό πολυαρίθμου Ελληνορθοδόξου στοιχείου Βλαχοφώνων, προερχομένων κατά πάσαν πιθανότητα εκ της Μακεδονίας.
Κατά τον αιώνα τούτον ηυξήθη η δημιουργία εργαστηρίων υφαντικής, ταπητουργίας, σιδηρουργίας, χαλκουργικής και χρυσοχοίας εκ της υπαρχούσης εν αυτή πλουσίας κτηνοτροφίας. Τότε διηύρυνε και την εμπορικήν επικοινωνίαν της μετά των σημαντικών εμπορικών καταναλωτικών κέντρων της ΚΠόλεως, Βιέννης, Σμύρνης και άλλων Ευρωπαικών τοιούτων.
Εις την ακμάζουσαν και ευημερούσαν Μοσχόπολιν υπήρχον δύο δωδεκάδες μεγαλοπρεπείς Ιεροί Ναοί, εις ανά εκάστην Συνοικίαν, οίτινες διά της επιβλητικότητος αυτών εκαλλιέργουν ευγενείς χριστιανικάς καρδίας και Ελληνοπρεπείς χαρακτήρας. Οι Ιεροί Ναοί ήσαν εσωτερικώς κεκοσμημένοι με αφαντάστου τέχνης τοιχογραφίας και εφωδιασμένοι με αργυρεπίχρυσα ιερά σκεύη, με βαρυτίμους κανδήλας και χρυσοποίκιλτα ιερά άμφια. Τα εικονίσματα ήσαν αμιμήτου ξυλογλυπτικής τέχνης και αι επ’ αυτών άγιαι Εικόνες ήσαν απαραμίλλου Βυζαντινής ζωγραφικής.
Το κορύφωμα της ευλαβείας των κατοίκων ήτο η περίσεμνος Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, ήτις ένεκα της της γραφικότητος και της άλλης προνομιούχου θέσεως υπήρχε το θερινόν ενδιαίτημα του Αρχιεπισκόπου Αχριδών, όστις συνεκρότει πολλάκις εκεί και Συνόδους μετά των Μητροπολιτών της περιοχής.
Η ρηθείσα Αρχιεπισκοπή ιδρύθη το πρώτον υπό του Βυζαντινού αυτοκράτορος Ιουστινιανού το 535, και ωνομάζετο Πατριαρχείον Ιουστινιανής. Εις τούτο υπήγοντο αι Μητροπόλεις Καστορίας, Δυρραχίου, Βελεγράδων, Πρεσπών, Κορυτσάς, Πελαγωνίας, Βοδενών, Μογλενών, Σισανίου, Τιβεριουπόλεως, Στρωμνίτσης και τινες Επισκοπαί. Τελευταίος Αρχιεπίσκοπος αυτής ήτο ο εκ Μοσχοπόλεως Ιωάσαφ, όστις ήτο άκρως φιλόμουσος και ένθερμος υποστηρικτής της Παιδείας. Επί των ημερών του και συγκεκριμένως το 1767 κατηργήθη το Πατριαρχείον τούτο, υπαχθεισών των Μητροπόλεων και Επισκοπών αυτού εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ΚΠόλεως.
Το επόμενον έτος εκοιμήθη ο Ιωάσαφ καί ετάφη εις τον Νάρθηκα του Ιερού Ναού του Αγίου Κλήμεντος της Μητροπόλεως Αχριδών, δεξιά και έμπροσθεν της Εικόνος του Ιησού Χριστού (πρβλ., Γκατσοπούλου Σταύρου Ματθ., Μοσχόπολις, εκδ. Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Ιωάννινα 1979, σελ. 28-29).
Οι φιλόμουσοι Μοσχοπολίται είχον ιδρύσει εις πόλιν αυτών και περιφανείς Σχολάς, εκ των οποίων ανωτάτη πασών ήτο η «Νέα Ακαδημία», όπου εδιδάσκοντο μαθήματα Ελληνιστικού Ακαδημαικού χαρακτήρος και διέθετε πλουσίαν Βιβλιοθήκην.
Επίσης, μέχρις εσχάτων και έως της καταστροφής αυτής υπό των Τουρκαλβανών, διετήρει ακμαία Σχολεία, οι απόφοιτοι των οποίων, πλήρως κατηρτησμένοι, ενεγράφοντο εις ανωτάτας Σχολάς όταν δεν απητούντο τυπικά προσόντα.
Ο Ευλόγιος Κουρίλας εις το ειρημένον βιβλίον του: «Νέα Ακαδήμεια Μοσχοπόλεως» (σελ. β ́), αναφέρει ότι εν αυτή ιδρύθη και περιώνυμον Τυπογραφείον, όπερ μετά το θνησιγενές εις το Πατριαρχείον ΚΠόλεως επί
Πατριάρχου Κυρίλλου του Λουκάρεως συσταθέν, υπήρξε μοναδικόν εν τη Ευρωπαική Τουρκία και διήρκεσεν επί ήμισυ περίπου αιώνα.
Αι εκδόσεις αυτού είναι περιζήτητοι και υπερβαίνουν τας είκοσι. Κυρίως περιέχουν Βίους Αγίων και Μαρτυρολόγια των Αγίων της Εκκλησίας μας, καθώς και αντιπαπικά· με σκοπόν την προσήλωσιν των πιστών εις την πατρώαν πίστιν, καθώς και την στερέωσιν και τον φρονηματισμόν αυτών έναντι των εκβιασμών του απαισίου τυράννου και της παπικής προπαγάνδας.
Το ονομαστόν Τυπογραφείον της Μοσχοπόλεως θεωρείται προγενέστερον του Αγίου Όρους. Αυτό δε του Άθω συνεστήθη κατά το 1759 εν τη Μεγίστη Λαύρα υπό του Αρχιμανδρίτου Κοσμά Επιδαυρίου Λαυριώτου, με τυπογράφον τον Θάσιον Σωτήριον Δούκαν (βλ. Μαξίμου (Μοναχού) Ιβηρίτου Ν., Τα Αγιορειτικά
Τυπογραφεία, Ειρμολόγιον Καταβασιών Νεκταρίου Μοναχού Ιεροψάλτου, Άγιον Όρος 2008, εν αρχή).
Πολλοί εκ των Μοσχοπολιτών ανεδείχθησαν Εθνικοί Ευεργέται, πλουτίσαντες τας Αθήνας με Ανώτατα Εκπαιδευτήρια και άλλα ευαγή ιδρύματα, όπως ο Σίμων Σίνας, ο υιός του Γεώργιος και ο έγγονος αυτού Σίμων Γεωργίου Σίνας (1810-1876), ιδρυτής της Ακαδημίας Αθηνών (2.8.1859 π.η.). Εις το πάνθεον επίσης των εξεχουσών προσωπικοτήτων της Μοσχοπόλεως ανήκει και ο αξιωματικός του Πυροβολικού Κωνσταντίνος Σμολένσκης (1842-1915), αγωνισθείς κατά την Κρητικήν Επανάστασιν του 1866 και διακριθείς κατά τον ατυχή πόλεμον του 1897.
Διεκρίθη επίσης ως υπουργός Στρατιωτικών και αντιστράτηγος το 1909· η δε σύζυγος αυτού ήτο εκ πατρός θεία του Μακεδονομάχου ήρωος Παύλου Μ. Μελά.
Σήμερον η Μοσχόπολις παρουσιάζει εικόνα ηρειπωμένης πόλεως· όμως το ένδοξον αυτής παρελθόν μας πληροφορεί ότι δεν εχάθη, θα έλθη η στιγμή καθ’ ην θα φωτίση και πάλιν εν αυτή ο ζωογόνος απελευθερωτικός ήλιος, όπως και τας άλλας Ελληνικάς περιοχάς της Βορείου Ηπείρου, αίτινες δοκιμάζονται συστηματικώς υπό των εν Αλβανία συνεχομένων απολυταρχικών καθεστώτων. Το ευχόμεθα!
[6 Δεκ. 2023]