Προς το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ – Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου: Αφιέρωμα εις μνήμην του Αγιορείτου τών Αθηνών Φωτίου Κόντογλου.
[Εκατόν έτη (100) από την πρώτην αυτού επίσκεψιν εις τον Άθω (1923-2023)]
Κατά το Δωδεκαήμερον εκάστου έτους, ήτοι κατά το χρονικόν διάστημα τών
δώδεκα (12) ημερών από της εορτής των Χριστουγέννων μέχρι της εορτής τών
Θεοφανίων, έρχεται εντονωτέρα εις την μνήμην μας η ενθύμησις της μορφής τού
μεγαλουργού Φωτίου Κόντογλου, του οποίου σχετικά μικρά εορταστικά ζωογονούν
κατ’ αυτάς τας αγίας ημέρας τας ευαισθήτους ψυχάς των αναγνωστών,
όπως το γνωστόν του διήγημα <Γιάννης ο Βλογημένος: Ο άγιος Βασίλης, σάν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύριζε σ’ όλα τα χωριά, νά δεί ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά…. >].
Ο αείμνηστος κορυφαίος Έλλην, ήτο γνήσιος ορθόδοξος χριστιανός, λογοτένης,
ζωγράφος, αγιογράφος και εκλεκτός συγγραφεύς. Εγεννήθη ως τέταρτον τέκνον τής
οικογενείας Νικολάου Αποστολέλλη και της Δεσποίνης Κόντογλου την 8
Νοεμβρίου 1896 εις τας Κυδωνίας (= Αϊβαλί) της Μικρασίας.
Επειδή ως μονοετές νήπιον έχασε τον πατέρα του, δεν εκράτησε το πατρικόν αυτού
επώνυμον, αλλά το επώνυμον της μητρός του. Με την καταστροφήν του Αϊβαλίου
(1914-1917) έχασε και αυτήν την μητέρα του, καθώς και τον θείόν του
Ιερομόναχον Στέφανον Κόντογλουν.
Αρχικώς εσπούδασεν εις την γενέτειραν αυτού και κατόπιν εις την εν Αθήναις
Ανωτάτην Σχολήν Καλών Τεχνών. Υπό των οικείων του προωρίζετο διά το ναυτικόν
στάδιον, καθότι παιδιόθεν είχε πολλήν αγάπην προς την θάλασσαν, ήτις εσφράγισε
καί μέγα μέρος του λογοτεχνικού του έργου. Υπερίσχυσαν όμως εις αυτόν η αγάπη
καί η κλίσις προς τας καλάς τέχνας, προς τας οποίας και επεδόθη. Πέραν τών
Αθηνών εταξίδευσε και εις διάφορα μέρη της Ευρώπης, με κύριον σκοπόν τήν
αρτιωτέραν κατάρτισίν του εις την ζωγραφικήν. Ένεκα τούτου παρηκολούθησε
συστηματικά μαθήματα και εις Παρισίους.
Την 27 Φεβρουαρίου 1925 ενυμφεύθη με την Αϊβαλιώτισσαν Μαρίαν
Χατζηκαμπούρη. Το δε 1927 εγεννήθη η θυγάτηρ αυτού Δέσπω, ήτις εκοιμήθη τήν
2 Ιουνίου 2009. Αύτη εγένετο σύζυγος του Ιωάννου Μαρτίνου, μετά του οποίου
απέκτησε δύο άρῥενα τέκνα.
Ο αείμνηστος ειργάσθη αόκνως εις την Ισπανίαν, Γαλλίαν Αίγυπτον καί
περισσότερον εις την Ελλάδα, όπου ιστόρησεν ομού και με μαθητάς του πλήθος
Ιερών Ναών, εις σημείον ώστε να κριθή καθοριστική η συμβολή του εις τήν διαμόρφωσιν της νεωτέρας εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Μεταξύ των ιστορηθέντων
Ιερών Ναών, είναι και η Καπνικαρέα των Αθηνών (1942-1953).
Επίσης, ιστόρησε το Δημαρχείον Αθηνών, με θέματα του Εθνικού βίου μας, καί
εζωγράφησε μεγάλον αριθμόν φορητών Εικόνων. Εφιλοτέχνησεν ακόμη
αγιογραφικάς παραστάσεις εις εκδοθέντα βιβλία, και το 1925 εξέδωκεν ο ίδιος
Λεύκωμα αντιγράφων αγιογραφιών του Αγίου Όρους. Εις το Άγιον Όρος μαθηταί
του ιστόρησαν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 το Ιβηριτικόν Εξωκκλήσιον
τής Παναγίας Πορταϊτίσης, το επωνυμούμενον «Φλωρίον», κείμενον εις ολίγην
απόστασιν βορειοδυτικώς της Μονής.
Μετά την εις Αθήνας εγκατάστασίν του, ήρχισε να επιδίδεται και εις τήν
συγγραφήν, παράξας πλούσια ωφέλιμα έργα, διαποτιζόμενα με πίστιν προς τόν
Θεόν και αγάπην προς την Πατρίδα. Εκ παραλλήλου εξέδωκε και περιοδικά τέχνης
καί παραδόσεως, και εκράτησε διά πολλά έτη τα «Κυριακάτικα θέματα» τής
εφημερίδος «Ελευθερία». Διά της γραφίδος και του χρωστήρος αυτού ηγωνίσθη διά
τήν τόνωσιν του πνεύματος της αγνής λαϊκής Παραδόσεως, όσον ουδείς τού
παρελθόντος αιώνος.
Το 1961 ετιμήθη με το βραβείον της Ακαδημίας Αθηνών, διά το δίτομον βιβλίον του
« Έκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας» (εκδ. «Αστήρ»),
καθώς και με τον Ταξιάρχην του Φοίνικος· ενώ το 1965 έλαβε το Αριστείον
Γραμμάτων και τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Φώτιος η Φώτης Κόντογλου(ς) εσχετίζετο βαθύτατα και με το Άγιον Όρος, διά
τούτο και ο Κ. Μπαστιάς τον είχε χαρακτηρίσει «Αγιορείτη της Αθήνας» (βλ.
Κριτικά Φύλλα 4, 1975). Η πρώτη ενταύθα επίσκεψίς του εγένετο το 1923, ότε
ήλθεν εις επαφήν και με την Βυζαντινήν ζωγραφικήν. Το ίδιον έτος εταξίδευσε μέ
τόν Κωνσταντίνον Μαλέαν, και επαρουσίασε σχετικά έργα του εις το Λύκειον
Ελληνίδων Αθηνών.
Διά τας επισκέψεις του εις το Άγιον Όρος και τας εξ αυτού εντυπώσεις, το 1963
εδημοσίευσε περισπούδαστον άρθον εις το περιοδικόν «Νέα Εστία». Ιδιαίτερον
ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαμονή του εις τον Αρσανάν (= το Ψαρόσπιτον) τής
Ιεράς Μονής των Ιβήρων. Άς ίδωμεν όμως τι γράφει ο ίδιος:
«Στ’ Άγιον Όρος πήγα πολλές φορές. Την πρώτη φορά κάθησα πάνω από δύο
μήνες κ’ έκανα γνωριμία με πολλούς πατέρες και λαϊκούς, γιατί υπάρχουν εκεί πέρα
καί αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοί και γεμιτζήδες που φορτώνουνε κερεστέ (=
ξυλεία) στα καράβια.
Στη Δάφνη, που είναι η σκάλα που πιάνουν τα βαπόρια, βρισκότανε και κάτι
ψαράδες κοσμικοί, κ’ εκεί γνωρίσθηκα με τρείς Αϊβαλιώτες και περάσαμε έμορφα.
Από κεί πήγα στις Καρυές, μά δεν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πήγα στό
μοναστήρι των Ιβήρων μαζί με ένα γέροντα που πουλούσε βιβλία στις Καρυές καί
πού τον λέγανε Αβέρκιο Κομβολογάν.
Σ’ αυτό το μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιό πολύ με τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδή
τό μέρος που βάζουνε τις βάρκες και τα σύνεργα της ψαρικής. Άφησα τα γένεια
μου, τα ξέχασα όλα και γίνηκα ψαράς. Έτρωγα, έπινα, δούλευα, και κοιμώμουνα
μαζί με τους ψαράδες που ήτανε όλοι καλόγεροι, οι ποιο πολλοί Μπουγαζιανοί,
δηλαδή από τα μπουγάζια της Πόλης. Τι ξέγνοιαστη ζωή που πέρασα! ιδιαίτερη
φιλία έπιασα με τρείς.
Ο ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονών, καλή ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός,
πρόθυμος στο κάθετί κ’ είχε καλογερέψει από μικρός: τον λέγανε Βαρθολομαίο. Ο
άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαράς από το χωριό του, κοντόφαρδος, απλός,
ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχός τώ πνεύματι», ταπεινός και τον λέγανε
Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σαν τον άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής καί
τόν λέγανε Νικάνορα.
Ο Βαρθολομαίος διάβαζε και βιβλία με ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σε άλλα είχε
στό κελλί του και τα δύο τρία βιβλία του Ιουλίου Βέρν. Μ’ αυτόν ψαρεύαμε
αστακούς. Έβγαζε και κοράλια και μού έδειχνε πως να τα ψαρεύω. Ο αρσανάς
ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στη θάλασσα μέσα σ’ ένα κόρφο που τόν
αποσκέπαζε ένας κάβος και για κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστά είχε κάτι
ξέρες που σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι από πάνω κατεβαίνανε τά
βράχια φυτρωμένα με μυρσίνες, με πουρνάρια και κάθε αγριόδεντρο.
Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες (= δωμάτια, κελλιά) αραδιασμένες και μπροστά
ένα χαγιάτι, που ακουμπούσε σε κάτι δοκάρια από αγριόξυλα. Εκεί μέσα
κοιμόμαστε. Από κάτω είχε κάτι χαμηλές καμάρες και μέσα στις καμάρες
τραβούσανε τις βάρκες. Τα δίχτυα τα απλώνανε απάνω στα μπαρμπάκια (= ξύλινα
κάγκελλα) του χαγιατιού.
Εκεί που κοιμόμαστε ακούγαμε από κάτω μας τη θάλασσα, που έμπαινε μέσα στίς
καμάρες και κυλούσε τα χαλίκια και μας νανούριζε. Παλιά εικονίσματα ήτανε
κρεμασμένα μέσα στον αρσανά κ’ έκαιγε ακοίμητο καντήλι. Άφησα υγεία στούς
Ιβηρίτες και τράβηξα με τα πόδια και πήγα στο μοναστήρι του Καρακάλλου…»
(βλ. Περιοδ. «Νέα εστία», τεύχ. 875, Αθήναι 1963).
Ο Φώτιος Κόντογλου(ς) εκοιμήθη την 13 Ιουλίου 1965 εις τας Αθήνας, εις ηλικίαν
69 ετών, νοσηλευόμενος εις το Νοσοκομείον του Ευαγγελισμού. Η Νεκρώσιμος
αυτού ακολουθία επραγματοποιήθη εις τον Μητροπολιτικόν Ιερόν Ναόν τών
Αθηνών και η ταφή του εις το ενταύθα Α΄Νεκροταφείον. Τα οστά του μετά τήν
εκταφήν, όπως και της συζύγου του, μετεφέρθησαν και εναπετέθησαν εις την Ιεράν
Μονήν Ευαγγελισμού της Θεοτόκου εις το όρος Αμώμων της περιοχής Νέας
Μάκρης Αττικής. Αιωνία η μνήμη!
[Δωδεκαήμερον 2023/2024].