του Γιώργου Θεοχάρη
Με αφορμή το θέμα των κλεμμένων κειμηλίων από τις Μονές της Βορείου Ελλάδος, το ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ παρουσιάζει το ιστορικό της κλοπής τους από τις Μονές Τιμίου Προδρόμου Σερρών, Εικοσιφοίνισσας Ι. Μητροπόλεως Δράμας και Αρχαγγελιώτισσας και Καλαμούς Ξάνθης.
Το σύνολο των χειρόγραφων κωδίκων και εντύπων της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών φυλασσόταν στον πύργο της μονής, που είναι κτίσμα του 1500 και μετασχηματίσθηκε μετά από μια ριζική ανακαίνιση το 1856 σε βιβλιοθήκη. Οι Βούλγαροι, στο πλαίσιο ενός σχεδίου αφελληνισμού της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας, εξουσιοδότησαν τον αυστριακής καταγωγής καθηγητή Vladimir Sis να επισκεφθεί τις μονές και υπό το πρόσχημα του μελετητού των βυζαντινών μνημείων, που υπάρχουν στα όρια της Ανατολικής Μακεδονίας, να καταγράψει τις διάφορες αρχαιότητες και να τις μεταφέρει στη Βουλγαρία.
Το σχέδιο αυτό της λεηλασίας των πολιτιστικών θησαυρών της Μακεδονίας, που εκπονήθηκε από το Γενικό Επιτελείο του Βουλγαρικού Στρατού, έγινε γνωστό στο Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας μας με απόρρητη έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας του Βερολίνου, στις 9 Φεβρουαρίου του 1917.
Στις 23 Ιουνίου του 1917 ένα Βουλγαρικό απόσπασμα με 30 οπλοφόρους και επικεφαλής τον υπολοχαγό Πετρώφ κατέλαβε τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Μετά από ύβρεις και απειλές εναντίων των πατέρων, οι Βούλγαροι, στις 27 Ιουνίου του 1917, εκτόπισαν τους 19 πατέρες στη Βουλγαρία και στις 28 και 29 του ιδίου μήνα, με οδηγό τις καταγραφές των κειμηλίων και των χειρογράφων που είχε συντάξει ο παραπάνω καθηγητής, λεηλάτησαν την Μονή.
Σύμφωνα με την καταγραφή του επισκόπου Καμπανίας Διοδώρου, που ήταν τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, κλάπηκαν από τη βιβλιοθήκη της μονής 313 χειρόγραφα, 4 χρυσόβουλλα Βυζαντινών αυτοκρατόρων, 5 πατριαρχικά σιγίλλια και 4 αρχαίοι Κώδικες. Η καταγραφή αυτή του επισκόπου Διοδώρου επιβεβαιώνεται από τον ιερομόναχο Γαβριήλ Κουντιάδη, αυτόπτη μάρτυρα των τραγικών γεγονότων, αλλά και από καταγραφές της βιβλιοθήκης της Ι. Μονής του Τιμίου Προδρόμου, που σε ανύποπτο χρόνο έκαναν διάφοροι μελετητές όπως οι Κωνσταντίνος Μηνάς Μινωΐδης, Πέτρος Παπαγεωργίου, Χριστόφορος Δημητριάδης (αδελφός της μονής), C. R. Cregory, Ευάγγελος Στράτης και Κωνσταντίνος Ζησίου, με μικρές διαφοροποιήσεις στον συνολικό αριθμό των χειρογράφων. Όμως, πέραν των μαρτύρων, ο ίδιος ο Vladimir Sis επιβεβαιώνει την προσχεδιασμένη αφαίρεση των χειρογράφων και κειμηλίων της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου με τον κατάλογο των κλοπιμαίων, που συνέταξε στο μεσοδιάστημα 1917-1923.
Στον “Κατάλογο των Ελληνικών Χειρογράφων της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών”, που σήμερα βρίσκεται στο “Αρχείο Κέντρου Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev”, ο Vl. Sis περιγράφει 537 περγαμηνά και χαρτώα χειρόγραφα, που προέρχονται από τις βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Τιμίου Προδρόμου και της Εικοσιφοίνισσας. Εμβόλιμα σημειώνεται ότι από τους σημαντικότερους κώδικες της μονής ήταν οι δύο Κώδικές της, γνωστοί ως Α και Β. Ο Κώδικας Α περιείχε το τυπικό της μονής και 14 αντίγραφα από χρυσόβουλλα, αυτοκρατορικά προστάγματα και πατριαρχικά σιγίλλια. Ο Κώδικας εντοπίστηκε τελικά στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Πράγας με αρίθμηση XXVC9. Ο Κώδικας Β περιέχει έγγραφα χρονολογημένα από το 1279 μέχρι το 1800. Σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών «Ivan Dujcev» με αριθμό D 80.
Τα κλεμμένα χειρόγραφα των μοναστηριών Τιμίου Προδρόμου και Εικοσιφοίνισσας άρχισαν να εμφανίζονται από το 1920 σε διάφορες αγορές ευρωπαϊκών πόλεων. Το 1927 ο καθηγητής A.Erhart, βοηθός του K. Krumbacher, απέδειξε με υλικό από μελέτες που είχε κάνει το 1918 στην Βουλγαρία σχετικά με τα χειρόγραφα των μοναστηριών μας, ότι στις κρατικές βιβλιοθήκες της χώρας αυτής υπήρχαν τα κλεμμένα χειρόγραφα των μοναστηριών της Ανατολικής Μακεδονίας. Το 1919 υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης του Neuilly. Τα άρθρα 125 και 126 υποχρέωναν τη Βουλγαρία να επιστρέψει στην Ελλάδα τα κλεμμένα βιβλία, τους Κώδικες και τα αρχεία των μοναστηριών, τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, καθώς και τα εκκλησιαστικά κειμήλια. Σε εφαρμογή των άρθρων της συνθήκης του Neuilly τον Μάιο του 1923 ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον έφορο Βυζαντινών αρχαιοτήτων και μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Σωτηρίου, πήγε στη Σόφια και υποχρεώθηκε να παραλάβει σε προσυσκευασμένα κιβώτια τα, κατά τους Βουλγάρους, κλεμμένα κειμήλια από τα ελληνικά μοναστήρια της Μακεδονίας. Μέσα στα προσυσκευασμένα κιβώτια υπήρχε ένας μικρός, συγκριτικά με το σύνολο των κλεμμένων χειρογράφων, αριθμός περγαμηνών και χαρτώων κωδίκων, που προερχόταν από τη βιβλιοθήκη του Τιμίου Προδρόμου Σερρών.
Η Βουλγαρία, θεωρώντας ότι είχε εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη Συνθήκη του Νεϊγύ, έκτοτε και έως το 1990, αρνιόταν πεισματικά την ύπαρξη ελληνικών χειρογράφων στις Πανεπιστημιακές και κρατικές βιβλιοθήκες της.
Το 1990 το Κέντρο Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev οργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο με θέμα τις αρχές και τις μεθόδους καταλογογράφησης των ελληνικών χειρογράφων. Στο συνέδριο αυτό αποκαλύφθηκε αυτό που επί χρόνια και σε πείσμα της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας αρνιόταν η Βουλγαρία, ότι δηλαδή τα κλεμμένα χειρόγραφα των μοναστηριών της Ανατολικής Μακεδονίας βρισκόταν σχεδόν όλα στο ίδρυμα του Κέντρου Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev. Το Φεβρουάριο του 1991 το Δημοτικό Συμβούλιο των Σερρών ζήτησε με ψήφισμά του την επιστροφή των κλεμμένων χειρογράφων, ως πράξη “καλής γειτονίας” από την πλευρά της Βουλγαρίας.
Το Μάιο του 1992 με πρωτοβουλία της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης οργανώνεται Επιστημονικό Συμπόσιο με θέμα «Χριστιανική Μακεδονία – Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών», όπου μεταξύ των άλλων εισηγήσεων οι Σύνεδροι συζήτησαν και το θέμα των κλεμμένων χειρογράφων. Από το σύνολο των χειρογράφων που επεστράφησαν στην Ελλάδα, σήμερα, και στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, βρίσκονται 236 χειρόγραφα εκ των οποίων τα 37 είναι περγαμηνά Α μεγέθους, τα 14 περγαμηνά Β μεγέθους, τα 29 περγαμηνά Γ μεγέθους, ενώ τα υπόλοιπα 156 είναι χαρτώα Α και Β μεγέθους.
Στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών βρίσκονται 4 περγαμηνά χειρόγραφα Γ μεγέθους και ένα χαρτώο χειρόγραφο Α μεγέθους. Τα έντυπα βιβλία της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου μετά την επιστροφή τους μοιράσθηκαν σε διάφορες βιβλιοθήκες ήτοι: 47 στη Βιβλιοθήκη την Εθνική, 40 στη βιβλιοθήκη του Βυζαντινού Μουσείου ενώ από το σύνολο των βιβλίων που κατετέθησαν στη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Από το σύνολο των 62 επιστραφέντων κειμηλίων, λειτουργικά σκεύη, θυμιατήρια, κανδήλαι, άμφια, σταυροί κ.λπ. μικρής καλλιτεχνικής αξίας, καθόσον τα σπουδαία χειροτεχνήματα κατακρατήθηκαν από τους Βουλγάρους και επιδεικνύονται σήμερα ως έργα δικά τους, όπως έγινε π.χ. με την έκθεση που οργανώθηκε το 1996 στο Βερολίνο και στη Φρανκφούρτη με τίτλο «Χρυσό Μοναστήρι – 1100 χρόνια Χριστιανισμού στη Βουλγαρία», 51 κειμήλια δόθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο και 11 στο Μουσείο Χειροτεχνημάτων.
Σήμερα στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev από τους κλεμμένους κώδικες της Πατριαρχικής Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών βρίσκονται (και είναι επιτακτική η ανάγκη να επιστρέψουν στην Ελλάδα) 20 περγαμηνά χειρόγραφα Α, Β, και Γ μεγέθους, καθώς και 21 χαρτώα χειρόγραφα Α μεγέθους, μεταξύ των οποίων με αρίθμηση D 80, το Χαρτουλάριο Β΄, δηλαδή ο περίφημος Β΄ αρχαίος Κώδικας του μοναστηριού. Ακόμη στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev υπάρχουν 25 χαρτώα χειρόγραφα Β΄ μεγέθους, μεταξύ των οποίων και ο κώδικας που περιέχει το Τυπικό της Μονής του Αγίου Ιωάννου με αρίθμηση D 184.
Με την είσοδο των Βουλγάρων στην πόλη των Σερρών κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η στρατιωτική και πολιτική διοίκηση των κατακτητών εγκατέστησε στην Ιερά Μονή δύο Βουλγάρους μοναχούς, τον Βασίλειο Αθανασίου Κούτλιο και τον Ιερομόναχο Στέφανο Ντοστοΐνσκη, προερχόμενους από το Βουλγαρικό κελί “ Άξιον Εστίν” της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους.
Οι δύο μοναχοί διοίκησαν το μοναστήρι από τον Ιανουάριο του 1942 μέχρι τα μέσα του μηνός Οκτωβρίου του 1944. Στις 5 Αυγούστου του 1942 επισκέφθηκε το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου ο Δημήτρη Ρίζωφ, ως εκπρόσωπος του Συνοδικού Εκκλησιαστικού Μουσείου της Βουλγαρίας, και μαζί με τον ηγούμενο Στέφανο Ντοστοΐνσκη αφαίρεσαν από το καθολικό της μονής και στη συνέχεια έστειλαν στη Βουλγαρία για να εκτεθούν στο Εκκλησιαστικό Μουσείο 22 βυζαντινές φορητές εικόνες, δύο πτέρυγες από τρίπτυχα, δύο Αντιμήνσια, τρεις στάμπες με πρόσωπα και πέντε χειρόγραφα χαρτώα με δερμάτινη θήκη (πηγή: ιστοσελίδα Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών, www.imsn.gr).
Για αυτά τα κλεμμένα κειμήλια έχει συνταχθεί, με επιμονή του τότε αδελφού της μονής και μετέπειτα Επισκόπου της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης Κωνσταντίνου Καρδαμένη, ένα «πρωτόκολλο παραλαβής». Μετά την απελευθέρωση της πόλης των Σερρών, η διοίκηση του μοναστηριού του Τιμίου Προδρόμου έστειλε ακριβές αντίγραφο του «πρωτοκόλλου παραλαβής» τόσο στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων Βορείου Ελλάδος, όσο και στην Ελληνική Αντιπροσωπεία της Διασυμμαχικής Επιτροπής στη Σόφια, ζητώντας την επιστροφή των κλοπιμαίων, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
Όσον αφορά την Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, στις 27 Μαρτίου του 1917, Μεγάλη Δευτέρα, σαράντα και πλέον οπλισμένοι Βούλγαροι Κομιτατζήδες, με επικεφαλής επίσης τον καθηγητή Βλαδιμήρ Sis και τον Κομιτατζή Πανίτσα, συνεπικουρούμενοι από Τούρκους και άλλα αποσπάσματα τακτικών και άτακτων, επέδραμαν στην Μονή και σύλησαν τα αμύθητης αξίας κειμήλια και τους θησαυρούς της.
Αφού περιόρισαν τον ηγούμενο Νεόφυτο Μοσχόπουλο, τους μοναχούς και όλους τους εργάτες που βρήκαν εκεί, στον στεγασμένο χώρο του παλαιού φούρνου, ξυλοκόπησαν τους μοναχούς και τον ηγούμενο, και στη συνέχεια επιδόθηκαν στη λεηλασία. Έκαψαν κελιά, σοδειές και στρώματα, και φεύγοντας πήραν μαζί τους 18 φορτία (μουλάρια) με πολύτιμα μόνο κειμήλια, δηλαδή χειρόγραφα και ιερατικά άμφια, πατριαρχικά σιγίλλια και σουλτανικά φιρμάνια, λειψανοθήκες και Ευαγγέλια, σταυρούς και εγκόλπια, εικόνες διαφόρων εποχών και εξαπτέρυγα, όπως και εκατοντάδες άλλους θησαυρούς, που αναγράφονται σε έκθεση της 20.10.1918 του τότε τοποτηρητή της Μητροπόλεως Δράμας Γενναδίου προς τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Γεννάδιο, που βρίσκεται σήμερα στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκη.
Εκτός από τα κειμήλια και τους θησαυρούς, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, η λεηλασία περιλάμβανε και την αρπαγή χαρτονομισμάτων 6.400 δραχμών, 3.750 αιγοπροβάτων, 82 αγελάδων, 84 φορβάδων, 41 αλόγων και μουλαριών, επιτοίχιων ωρολογιών, δεκάδων μαγειρικών σκευών και εκατοντάδων οκάδων τροφίμων (σιτηρών, λαδιού κ.ά.), όπως και τις οικονομίας όλων των μοναχών, που το σύνολό τους αντιστοιχούσε την εποχή εκείνη (1917) στο μεγάλο ποσό των 579.775 δραχμών.
Από την γενική αυτή και ανελέητη λεηλασία και αρπαγή αποδεικνύεται ότι δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα ο ισχυρισμός του Διευθυντή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της Σόφιας Μπόζινταρ Δημητρώφ στα βουλγαρικά ΜΜΕ ότι τα κειμήλια φυγαδεύθηκαν δήθεν για να προστατευθούν!
Στις 22 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, οι ίδιοι άρπαγες επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήματος, άρπαξαν ό,τι είχε απομείνει από την πρώτη επιδρομή τους και ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι και να εξοριστούν σε άλλους τόπους, ώστε αυτό να μείνει έρημο και ακατοίκητο.
Κατά το διάστημα της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής, που ακολούθησε την συμμαχία των Βουλγάρων με τους Ναζί, στις 12 Ιουλίου του 1943, ενώ στο μεταξύ η Ιερά Μονή είχε κατοικηθεί και οι μοναχοί προσπαθούσαν να επανορθώσουν, η καταστροφή της ολοκληρώθηκε. Οι επιδρομείς συνέλαβαν ομήρους τον ηγούμενο Γρηγόριο και 12 άλλους Έλληνες μοναχούς, τους μετέφεραν στην κωμόπολη της Νικήσιανης και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά και κατέκαυσαν τα κύρια κτίριά της, τα τρία παρεκκλήσια και τα 365 δωμάτια του ξενώνα.
Από θαύμα σώθηκε ο κεντρικός ναός. Με θαύμα επίσης η Παναγία εμπόδισε την κλοπή της θαυματουργής εικόνας της, αφού, όπως βεβαίωσαν οι ίδιοι οι δράστες και είναι γνωστό στην ντόπια παράδοση, όταν την κατέβασαν από το ξυλόγλυπτο τέμπλο για να την πάρουν μαζί τους, τόσο πολύ βάρυνε, ώστε ήταν αδύνατο να την μεταφέρουν στην αυλή του Μοναστηριού για να την φορτώσουν στα μουλάρια. Έτσι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν στη μέση του Καθολικού. Εις πίστωση του θαύματος αποτυπώθηκε ανεξίτηλα στο μαρμάρινο δάπεδο του Καθολικού η μπότα του βέβηλου Βουλγάρου και μέχρι σήμερα επιδεικνύεται από τις μοναχές στους προσκυνητές.
Πολλά χρόνια μετά την κλοπή και μέχρι τις ημέρες μας κλεμμένα κειμήλια της Εικοσιφοίνισσας εμφανίστηκαν σε συλλογές του εξωτερικού, όπως τα χειρόγραφα που βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Princeton στις ΗΠΑ. Το 2002 η Ελλάδα πέτυχε την επιστροφή του χειρογράφου Συναξαριού του μοναχού Εφραίμ του 13ου αιώνα, το οποίο εντοπίστηκε στη Γερμανία, έτοιμο να δημοπρατηθεί. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι τα κειμήλια έγιναν και αντικείμενο εμπορίου από βουλγαρικές πηγές, πιθανόν στα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, όταν στη χώρα επικρατούσαν χαοτικές συνθήκες.
Ο Μητροπολίτης Δράμας Παύλος αγωνίζεται για την επιστροφή των κειμηλίων της Εικοσιφοίνισσας, που εντοπίζονται εκτός Βουλγαρίας, ενώ ταυτόχρονα έχει δηλώσει ότι, «εμείς δεν αφιστάμεθα του δικαιώματος της διεκδίκησης του συνόλου των κλαπέντων από την Εικοσιφοίνισσα και άλλα μοναστήρια της Αν. Μακεδονίας και Θράκης, κειμηλίων και περιμένουμε την στιγμή της δικαίωσης. Αφήστε που εκτός από το να μας επιστρέψουν τα κειμήλια θα έπρεπε να μας αποζημιώσουν για την πυρπόληση της μονής».
Κατά το διάστημα της βουλγαρικής κατοχής 1913-1919 οι Βούλγαροι έγδυσαν επίσης και τις Μονές της Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας και Καλαμούς της Ξάνθης. Μεταξύ των άλλων πήραν από αυτά 43 πολύτιμους χειρόγραφους κώδικες και τους μετέφεραν στην Βουλγαρία, στο εκκλησιαστικό μουσείο της Σόφιας.
Σήμερα, μετά από διεθνή συνέδρια και ημερίδες που οργανώθηκαν με θέμα ακριβώς τα κλεμμένα χειρόγραφα των μοναστηριών της Ανατολικής Μακεδονίας και την πλήρη καταγραφή τους, η Βουλγαρία δεν μπορεί να προφασιστεί, όπως άλλοτε, άγνοια του γεγονότος της κλοπής. Ούτε φυσικά μπορεί να υποστηρίξει ότι τα χειρόγραφα, που καταγράφουν σημαντικότατες λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή των παλαιότερων κατοίκων της Μακεδονίας, είναι σλαβικά, αφού και μόνη η ελληνική γλώσσα, στην οποία είναι γραμμένα τα περισσότερα, βοά για το ακριβώς αντίθετο. Το ίδιο συμβαίνει και με μεγάλο αριθμό κειμηλίων που φέρουν ελληνικές απιγραφές.
Το θέμα της επιστροφής των κλεμμένων κειμηλίων είναι τόσο σημαντικό από πλευράς ιστορίας και παράδοσης, που το σύνολό τους έχει χαρακτηρισθεί ώς τα “Ελγίνεια της Εκκλησίας” ή ως τα “Ελγίνεια της Μακεδονίας”. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το θέμα αυτό δεν ετέθη προς την βουλγαρική πλευρά για πρώτη φορά σε επίσημο επίπεδο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά και από σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα και ανώτατους άρχοντες, όπως οι κ.κ. Χρ. Σαρτζετάκης, Κ. Παπούλιας και Στ. Παπαθεμελής. Φυσικά ο Πατριάρχης ήταν ο πρώτος που θα είχε το δικαίωμα και θα έπρεπε να το κάνει, αφού τα κειμήλια αποτελούν μεν εθνική και πνευματική κληρονομιά του ελληνικού λαού, αλλά νομικά πρόκειται για εκκλησιαστική περιουσία πατριαρχικών σταυροπηγιακών μονών.
Είναι καιρός η Ορθόδοξη Βουλγαρική Εκκλησία, ξεπερνώντας τις πολιτικές σκοπιμότητες και μένοντας συνεπής στην πνευματική αποστολή της, να μην κρύβεται πίσω από τους πολιτικούς, αλλά να παράσχει την αναγκαία προς κάθε κατεύθυνση βοήθεια και συνδρομή, προκειμένου να επιστρέψουν στην αρχική τους θέση τα κλεμμένα ελληνικά κειμήλια των πατριαρχικών μονών της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, δίνοντας, πρώτη αυτή, το καλό παράδειγμα, με την επιστροφή των παράνομα ευρισκομένων στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Βουλγαρίας βυζαντινών εικόνων και εκκλησιαστικών θησαυρών.
Η άρνηση του Βούλγαρου πρωθυπουργού Μπορίσοφ να συναντηθεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, λόγω του θέματος των κλεμμένων κειμηλίων, δεν διέσωσε την «εθνική υπερηφάνεια» της Βουλγαρίας, όπως υποστήριξαν ορισμένοι κύκλοι μέσα σε αυτήν. Αντίθετα ταπείνωσε την χώρα και αποτελεί πράξη οπισθοδρόμησής της, διότι έδειξε ότι η ηγεσία της Βουλγαρίας δεν έχει ακόμη την ωριμότητα να αναγνωρίσει τα κακουργήματα του παρελθόντος, πολύ περισσότερο δεν έχει πρόθεση να τα διορθώσει. Και, όπως ακριβώς κάποιος που είναι τυφλός, όταν πιστεύει ότι βλέπει καλά, γίνεται θεότυφλος και σίγουρα θα κινδυνεύσει να σπάσει τα μούτρα του, έτσι και μία χώρα, που θεωρεί τα εγκλήματα του παρελθόντος ως «εθνική υπερηφάνεια», δεν είναι δυνατόν να πάει μπροστά.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ήδη αποδείξει, με την άρση του βουλγαρικού σχίσματος και την μέχρι τώρα ανυπόκριτη στάση αδελφικής αγάπης και στήριξης προς την Εκκλησία της Βουλγαρίας, χωρίς προαπαιτούμενα, ότι πάνω από όλα, πάνω και από αυτά τα πολύτιμα κειμήλια, θέτει την ενότητα της Εκκλησίας, που είναι το πολυτιμότερο από όλα τα αγαθά της, αφού για αυτήν προσευχήθηκε ο ίδιος ο Κύριος στον κήπο της Γεθσημανή.