Η Εθνική Πινακοθήκη συνιστά Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο εποπτεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Του Μιχάλη Γκολέμη – Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Με βάση τον προ ενός περίπου μηνός ψηφισθέντα νόμο 5179/20.2.2025 για την αναδιοργάνωση της Εθνικής Πινακοθήκης, συγκεκριμένα τις διατάξεις του άρθ. 4 παρ. 1 και 2 περ. ζ’ του νόμου αυτού, τίθεται ως σκοπός της έκθεσης έργων τέχνης η αισθητική καλλιέργεια του κοινού και ως μέσο επίτευξής του, μεταξύ άλλων, η οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, απευθυνόμενων σε ανήλικους μαθητές των σχολείων της χώρας, αρχής γενομένης από τους Παιδικούς Σταθμούς.
Στο ελληνικό Σύνταγμα και στο σύνολο της ελληνικής έννομης τάξης τίθενται σαφή όρια στην άσκηση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των ατόμων, ως πολιτών μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής Πολιτείας. Είναι σαφές πως σε κανένα συντεταγμένο οργανωμένο κράτος δε νοείται η ενάσκηση των δικαιωμάτων δίχως την πρόβλεψη των άκρων ορίων τους και τη θεμελίωση των αντίστοιχων υποχρεώσεων κι ευθυνών.
Στις συνταγματικές διατάξεις περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων εδράζεται πλήθος δημοσίων σκοπών, δηλαδή συνταγματικής περιωπής υποχρεώσεων, που δεσμεύουν άμεσα το σύνολο των κρατικών αρχών, μεταξύ των οποίων αφενός την Εθνική Πινακοθήκη, η οποία συνιστά φορέα του Ελληνικού Δημοσίου και χρηματοδοτείται τόσο από πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού, ήτοι εκ των φορολογουμένων Ελλήνων πολιτών, όσο και από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αφετέρου το Υπουργείο Πολιτισμού, ως εποπτεύον την Εθνική Πινακοθήκη. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένοι εκ του Συντάγματος δημόσιοι σκοποί είναι η εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προβαλλόμενων προϊόντων τέχνης, συμφώνως προς την κοινωνική τους αποστολή και την πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
Η δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, ως μορφή πνευματικής έκφρασης του ανθρώπου, είναι ελεύθερη, όχι όμως απεριόριστη. Η καλλιτεχνική έκφραση της ανθρώπινης δημιουργικότητας γίνεται σεβαστή, εφόσον ο καλλιτέχνης σέβεται και, πάντως, δεν προσβάλλει τη μοναδική προσωπικότητα εκάστου ατόμου, θεμελιακή πτυχή της οποίας αποτελεί η θρησκευτική του συνείδηση, που περιλαμβάνει τη συναισθηματική σύνδεση του ανθρώπου με εικονιζόμενα πρόσωπα της Πίστης του, τα οποία θεωρεί ιερά.
Εν προκειμένω, ο πυρήνας της προβληματικής περί ορίων της καλλιτεχνικής έκφρασης δεν εντοπίζεται απλώς στην προσβολή μεμονωμένων ατόμων, καθότι δεν πρόκειται για έργα τοποθετημένα σε ιδιωτικούς εκθεσιακούς χώρους. Το εγερθέν ζήτημα εξικνείται από την προβολή αυτών εντός της Εθνικής Πινακοθήκης, δηλαδή του κομβικότερου εκθεσιακού δημόσιου χώρου του κράτους, προορισμένου να προάγει την εθνική μας πολιτιστική κληρονομιά.
Η Εθνική Πινακοθήκη θα πρέπει να συντελεί στην ενότητα και στην ομοψυχία του ελληνικού λαού, αποτυπώνοντας αντιπροσωπευτικά και με τα υψηλότερης στάθμης και αναγνώρισης καλλιτεχνικά έργα την ιστορική πορεία και συνέχεια του ελληνικού έθνους. Μάλιστα, την Εθνική Πινακοθήκη επισκέπτονται καθημερινώς τόσο αναρίθμητοι τουρίστες από όλον τον κόσμο όσο και μαθητές σχολείων όλης της χώρας, ήδη από τη νηπιακή τους ηλικία. Οι μεν πρώτοι αναμένεται να θαυμάσουν τον Πολιτισμό μας, οι δε δεύτεροι να διαπαιδαγωγηθούν από αυτόν.
Εκθέματα που είναι προδήλως και βάναυσα προσβλητικά για τη συνείδηση της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών συνιστούν έργα όλως ανοίκεια για τον χώρο και τον προορισμό της Εθνικής τους Πινακοθήκης. Ουδείς μπορεί να εξαναγκάζεται ως επισκέπτης δημόσιου φορέα, χρηματοδοτούμενου διά της φορολόγησής του ως Έλληνα πολίτη, να βλέπει έργα απολύτως εξυβριστικά για το θρησκευτικό του συναίσθημα. Άλλωστε, η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού αναγνωρίζεται ως η επικρατούσα στο ελληνικό κράτος κατά τις βασικές διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος και, συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθ. 3 παρ. 1 εδάφ. α΄ αυτού.
Τα απομακρυνθέντα από την Εθνική Πινακοθήκη έργα που παριστούν τον Χριστό, την Παναγία και Αγίους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας με αποκρουστικές μορφές, όπως και το παραμένον στον τρίτο όροφο του κτιρίου οπτικοακουστικό υλικό ερωτικού περιεχομένου υπό την ηχητική υπόκρουση της προσευχής προς το Άγιο Πνεύμα “Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε”, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την από αιώνων λατρευτική παράδοση του ελληνικού λαού, ο οποίος στα ίδια ιερά Πρόσωπα απέδωσε στις κρισιμότερες στιγμές της Ιστορίας του και απευθύνει καθημερινώς την ύψιστη τιμή.
Ο μεν παραγωγός των εικόνων δηλώνει πως «η θρησκεία αποτελεί το πιο κιτς στοιχείο της λαογραφίας μας», η δε παραγωγός του οπτικοακουστικού υλικού δηλώνει ότι ο θεατής του έργου της «εάν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως χοίρο, θα αντιλαμβάνεται και τον καλλιτέχνη ως χοίρο. Θα αντιλαμβάνεται επίσης τον κόσμο ως ένα απέραντο χοιροστάσιο, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ίδιος». Συνοπτικά, για όσους εκφράζουν την απαρέσκειά τους απέναντι στα έργα ως απάδοντα προς τις θρησκευτικές τους ευαισθησίες ο μεν πρώτος θεωρεί ότι εκφράζουν κάτι το κακόγουστο και αντιαισθητικό (“κιτσ”), ενώ η δεύτερη τους αποκαλεί κοινώς “πρωταγωνιστές γουρούνια”. Έτσι, επιλέγουν με τον πιο ωμό τρόπο να μετατρέψουν την Εθνική Πινακοθήκη από καλλιτεχνικό σύμβολο ενότητας της ελληνικής κοινωνίας και της Πατρίδας μας σε ιδιωτικό βήμα διχαστικής, επιθετικής και απαξιωτικής έκφρασης προς τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού.
Συγχρόνως, οι εν λόγω καλλιτέχνες αποκαλούν σύμπαντες όσους επικρίνουν τα έργα τους, δηλαδή τους συντριπτικά περισσοτέρους, ως φορείς μεσαιωνικών και σκοταδιστικών αντιλήψεων, ακροδεξιούς, ψεκασμένους, ταλιμπάν, φασίστες κ.λπ. Προσπερνούν, βεβαίως, αβασάνιστα το γεγονός ότι τέτοιες πολιτικές και κοινωνικές ιδέες δεν επικρατούν στην Ελλάδα, η οποία εγγυάται την ελευθερία ακόμη κι εκείνων που επιλέγουν να επιτεθούν κατ’ αυτόν τον ανενδοίαστο τρόπο στην ευσέβεια των πολιτών της, αντιθέτως επικρατούν σε άλλες χώρες και λαούς, τη θρησκευτική ευλάβεια των οποίων δε θα αισθάνονταν την ίδια ασφάλεια να απαξιώσουν ή να υποβιβάσουν.
Ουδέποτε στη συνταγματική δογματική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κράτη του δυτικού κόσμου έχει υποστηριχθεί από νομολογία ή θεωρία πως Δημοκρατία σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να πράττει ή να λέει ό, τι θέλει. Απεναντίας, το Συνταγματικό Δίκαιο είναι εν τέλει το Δίκαιο των σταθμίσεων, της αλληλοπεριχώρησης, των ισορροπιών. Οι συγκεκριμένοι δύο καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται ότι Δημοκρατία και δικαιώματα σημαίνουν πρώτον ότι μπορούν να κάνουν ό, τι επιθυμούν απεριορίστως, δεύτερον ότι ο συμπολίτης τους δεν έχει την αντίστοιχη ελευθερία γνώμης κι έκφρασης να τους κρίνει, τρίτον ότι αν τους κρίνει θα είναι ταλιμπάν, περιθωριακό στοιχείο, φασίστας. Ώστε, εν τέλει, δύο καλλιτέχνες να θεωρούν ότι μπορούν να επιβάλλουν λογοκρισία στη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Στα ομολογουμένως δύσκολα χρόνια που ζούμε, στα οποία το κράτος μας καλείται να κερδίσει πολυμέτωπες μάχες και να αναπληρώσει αβελτηρίες δεκαετιών, οι Έλληνες πολίτες διά της άμεσης αντίδρασής τους σε τέτοια ονειδιστικά για τις
αρχές και τις παραδόσεις τους γεγονότα στέλνουν σαφές μήνυμα. Την ίδια αμεσότητα οφείλουν να επιδεικνύουν και οι αρμόδιες αρχές, προς τον σκοπό της προστασίας της πλούσιας καλλιτεχνικής και πολιτιστικής παράδοσης του λαού μας, επιλέγοντας να εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη έργα αντάξια της Ιστορίας του. Έργα που θα ενώνουν, δε θα διχάζουν. Καλλιτεχνικές δημιουργίες της υψηλότερης ποιοτικής στάθμης.
Ο ελληνικός λαός δε λοιδορεί τα ιερά του πρόσωπα. Μέσα στις δοκιμασίες του πάντα επιλέγει να γονατίζει μπροστά στον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους, να προσεύχεται, να δοξολογεί. Ας μην επιτραπεί στους ελαχίστους να αμαυρώσουν την ευλάβεια της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών.
Ο Μιχάλης Γκολέμης είναι Ασκούμενος Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Μεταπτυχιακός φοιτητής του Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης στη Νομική ΑΠΘ. Είναι Διπλωματούχος Βυζαντινής Μουσικής. Γνωρίζει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.
*Ο Μιχάλης Γκολέμης είναι Ασκούμενος Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Μεταπτυχιακός φοιτητής του Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης στη Νομική ΑΠΘ. Είναι Διπλωματούχος Βυζαντινής Μουσικής. Γνωρίζει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.