ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ-Συμπληρώνονται σήμερα 17 χρόνια από την κοίμηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κυρού Χριστοδούλου Α’. Ήταν 28 Ιανουαρίου 2008, όταν τα ξημερώματα, στις 5:15, η καρδιά αυτού του μεγάλου Ιεράρχη σταμάτησε να χτυπά.
Του Γιώργου Θεοχάρη – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ένας οραματιστής και χαρισματικός ηγέτης, που σε μόλις εννέα χρόνια και εννέα μήνες αρχιεπισκοπικής θητείας κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα τόσο στην Εκκλησία όσο και στην ελληνική κοινωνία.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κατάφερε να συσπειρώσει τους Έλληνες, να εμπνεύσει τη νεολαία και να αναδείξει την Εκκλησία σε υπολογίσιμη δύναμη στην κοινωνία, όχι μόνο πνευματικά, αλλά και σε θέματα που άγγιζαν την ελληνική ταυτότητα και την Ορθοδοξία. Οι συγκρούσεις του, η αγάπη του για τον λαό και το Έθνος, η ασθένεια και ο πρόωρος θάνατός του άφησαν ένα κενό που δύσκολα θα καλυφθεί.
Τα Πρώτα Βήματα: Από τις Αλάνες στην Ιεροσύνη
Ο Χριστόδουλος γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες. Από μικρή ηλικία ξεχώριζε για την αγάπη του στην Εκκλησία. Αν και ο πατέρας του ήθελε να τον δει πανεπιστημιακό, εκείνος βρήκε την κλήση του στην Ιεροσύνη. Στα 18 του, αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο της πίστης, ενώ παράλληλα σπούδαζε Νομική και Θεολογία. Το 1962 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή και, λίγο αργότερα, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Μαζί με τους συνεργάτες του, Καλλίνικο (μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς) και Αμβρόσιο (Μητροπολίτη Καλαβρύτων), ίδρυσε τη μοναστική αδελφότητα της Χρυσοπηγής. Μέσα από αυτήν την κοινότητα, ανέπτυξε πλούσιο πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο, προσελκύοντας τη νεολαία και ενισχύοντας την παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία.
Από τον Βόλο στην Αρχιεπισκοπή
Το 1974, σε ηλικία μόλις 35 ετών, ο Χριστόδουλος εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού. Στον Βόλο έγινε πρωταγωνιστής της τοπικής κοινωνίας, επικεντρώνοντας το έργο του στη νεολαία. Επισκεπτόταν σχολεία, διοργάνωνε κατηχητικά και προώθησε το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Παράλληλα, ανέπτυξε στενές σχέσεις με πολιτικούς, πνευματικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, κάνοντας το όνομά του γνωστό σε εθνικό επίπεδο.
Η εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου, στις 28 Απριλίου 1998, σηματοδότησε μια νέα εποχή για την Εκκλησία της Ελλάδος. Στον ενθρονιστήριο λόγο του, τόνισε την ανάγκη ανανέωσης και εκσυγχρονισμού, δηλώνοντας: «Οραματίζομαι μια Εκκλησία ζωντανή και δυναμική, που να συντονίζεται στους παλμούς της καρδιάς του λαού μας».
Ηγεσία με Ρήξεις και Οράματα
Ως Αρχιεπίσκοπος, ο Χριστόδουλος δεν δίστασε να συγκρουστεί για θέματα που θεωρούσε ζωτικής σημασίας. Ήταν ο πρωτοστάτης στην προσπάθεια διατήρησης των θρησκευτικών συμβόλων, όπως το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Παράλληλα, υποστήριζε με πάθος την ελληνική γλώσσα, την ιστορία και την παράδοση, τονίζοντας ότι «η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είναι αμιγώς Ορθόδοξη».
Το χάρισμά του να επικοινωνεί με απλότητα και ειλικρίνεια τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στη νεολαία. Οι πρωτοβουλίες του για τον εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας, η έμφαση στη φιλανθρωπία και η δυναμική του παρουσία στα εθνικά ζητήματα τον κατέστησαν μοναδικό ηγέτη.
Η Ασθένεια και το Τέλος
Τον Ιούνιο του 2007, ο Αρχιεπίσκοπος διαγνώστηκε με καρκίνο. Παρά την ασθένεια, δεν έχασε την ελπίδα και την πίστη του. Η δημόσια μάχη του με την αρρώστια συγκίνησε εκατομμύρια Έλληνες, που προσεύχονταν καθημερινά για την υγεία του. Η ταπείνωση και η αποδοχή της δοκιμασίας του ήταν το τελευταίο μάθημα ζωής που πρόσφερε στο ποίμνιό του.
Η αναδημοσίευση επιτρέπεται μόνο εάν προσθέσετε ενεργό σύνδεσμο στη πηγή του άρθρου
Στις 28 Ιανουαρίου 2008, ο Χριστόδουλος «έφυγε» από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που ακόμη δεν έχει καλυφθεί. Το λαϊκό προσκύνημα που ακολούθησε ήταν πρωτοφανές, με χιλιάδες πιστούς να αποχαιρετούν έναν ηγέτη που υπήρξε φίλος, πατέρας και πνευματικός καθοδηγητής.
Η Κληρονομιά του Χριστοδούλου
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν ήταν απλώς ένας ιεράρχης, αλλά ένας εθνικός ηγέτης. Η κληρονομιά του ζει μέσα από τα έργα και τις πρωτοβουλίες του, που συνεχίζουν να εμπνέουν την Εκκλησία και την κοινωνία. Η μνήμη του παραμένει ζωντανή, όχι μόνο στις καρδιές όσων τον γνώρισαν, αλλά και σε ολόκληρο το Έθνος.