Ο Μέγας Αρσένιος, λέγουν οι βιογράφοι του, ύψωνε τα χέρια του, σαν άλλος Μωυσής, στην προσευχή, ενώ ο ήλιος έδυε πίσω του και τα κατέβαζε, όταν έλαμπε πάλι στο πρόσωπό του.
Ο Ηγούμενος ενός Μοναστηριού που είχε ιδρύσει ο Άγιος Επιφάνιος, ο Επίσκοπος της Κύπρου, επισκέφθηκε κάποτε τον Άγιο και του είπε με κάποια ικανοποίηση:
-Με την ευχή σου, Δέσποτα, δεν παραμελούμε τον κανόνα της προσευχής που μάς έδωσες. Διαβάζουμε με προθυμία την πρώτη ώρα, την τρίτη, την έκτη και την ενάτη.
-Και τις άλλες ώρες τι κάνετε; ρώτησε με έκπληξη ο Άγιος Ιεράρχης. Δεν ασχολείσθε με την προσευχή; τότε δεν είστε Μοναχοί.
Και βλέποντας την απορία του Ηγουμένου, εξήγησε:
-Εκείνος που ανήκει στην τάξη του Μοναχού έχει καθήκον ν’ ασχολείται διαρκώς με την προσευχή και την ψαλμωδία. Ο Προφήτης Δαυίδ, αν και βασιλιάς μαζί και πολεμιστής, το βράδυ προσευχόταν, τα μεσάνυχτα σηκωνόταν από το στρώμα του- το ομολογεί ο ίδιος- για να δοξολογήσει μαζί με τους Αγγέλους το Θεό. Πριν από τα ξημερώματα τον βρίσκουμε ακόμη να δέεται.
Μόλις ξημέρωνε, ύψωνε την καρδιά του για να ευχαριστήσει τον Πλάστη του. Το πρωί παρακαλούσε και πάλι, το μεσημέρι και το βράδυ έκλινε το γόνυ για να ικετεύσει τον Θεόν. Γι’ αυτό μάς βεβαιώνει πως επτά φορές την ημέρα αινούσε τον Κύριο.
Ο χριστιανός που θυμάται να συνομιλήσει με τον Θεό μόνο όταν φτάσει η ορισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρες.
Από τούτα τα τέσσερα έχει πιο πολύ ανάγκη η ψυχή, έλεγε κάποιος Γέροντας: Να φοβάται την κρίση του Θεού, να μισεί την αμαρτία, ν’ αγαπά την αρετή και να προσεύχεται αδιαλείπτως.
Όταν ήμουν νέος, έλεγε στους αδελφούς ο Αββάς Ισίδωρος, ο Πρεσβύτερος της σκήτης, δεν είχα ορισμένο καιρό για προσευχή. Προσευχόμουν χωρίς διακοπή όλη την ημέρα και το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας.
Οι νεότεροι μοναχοί μιας σκήτης επισκεφτήκανε έναν από τους Γέροντες για να τον συμβουλευτούν. Εκείνος τους υποδέχτηκε με χαρά κι αφού είπε τη συνηθισμένη προσευχή, κάθισε μαζί τους κι απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις τους. Όταν πια σηκώθηκαν να φύγουν, είπαν στον Γέροντα να κάνει προσευχή.
-Δεν προσευχηθήκαμε; είπε μ’ απορία εκείνος.
-Προσευχηθήκαμε, Αββά, όταν ήρθαμε, ύστερα όμως αρχίσαμε την συνομιλία.
-Συγχωρήσατέ με, παιδιά μου, αλλά ξέρω καλά πως ένας από μας είπε εκατό ευχές στο διάστημα της συνομιλίας.
Πέρασαν κάποτε από το κελλί του Αββά Λουκίου οι λεγόμενοι Ευχίτες Μοναχοί. Ο Γέροντας τους κράτησε και συνομίλησε μαζί τους.
-Ποιο είναι το έργο σας, αδελφοί; τους ρώτησε.
-Εμείς δεν ασχολούμαστε με καμιά υλική εργασία, αποκρίθηκαν εκείνοι. Ακολουθούμε τη σύσταση του θείου Παύλου: αδιαλείπτως προσευχόμαστε.
-Δεν τρώτε καθόλου;
-Τρώμε.
-Δεν κοιμάστε;
-Κοιμόμαστε λίγο.
-Όταν κοιμάστε, ποιος προσεύχεται για σας;
-….
-Μα τότε, αδελφοί μου, είπε ο Αββάς Λούκιος, δεν κάνετε ακριβώς αυτό που λέτε. Εμείς εδώ κάνουμε εργόχειρο για να μη ζούμε εις βάρος άλλων και να πως τηρούμε το «αδιαλείπτως προσεύχεστε»:
Όταν αρχίζουμε το πρωί τη δουλειά μας, λέγει ο καθένας μας: «ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου». Δεν είναι τούτο προσευχή;
Όταν με το νου προσεύχομαι, τα χέρια μου πλέκουν. Από την εργασία μου αυτή κερδίζω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ελάχιστα για το καθημερινό μου ψωμί και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη στους πτωχούς και αρρώστους αδελφούς μου, που δεν μπορούν να εργαστούν. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι αδελφοί. Όταν λοιπόν εμείς τρώμε η κοιμόμαστε, οι πτωχοί προσεύχονται για μας και η καρδιά μας μάς πληροφορεί πως έτσι εφαρμόζουμε τη σύσταση του Αποστόλου.
Ρώτησαν τον Αββά Αγάθωνα οι Αδελφοί, ποια αρετή νομίζει πως είναι πιο επίπονος.
-Η προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος. Όταν ποθήσει η ψυχή να συνομιλεί συχνά με τον Δημιουργό της, αγωνίζονται τα πονηρά πνεύματα να την εμποδίσουν, γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει πιο ισχυρό όπλο εναντίον τους από την προσευχή. Όταν αποκτήσει οποιαδήποτε άλλη αρετή η ψυχή, ύστερα ξεκουράζεται, μα για να μάθει να προσεύχεται, όπως πρέπει, χρειάζεται να κοπιάζει σ’ όλη της τη ζωή.
Οι νεότεροι αδελφοί στη σκήτη περικύκλωσαν μια μέρα τον Όσιο Μακάριο και τον παρακαλούσαν να τους διδάξει πως να προσεύχονται.
-Το μεγαλύτερο σφάλμα, που κάνουμε στην προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος, είναι η περιττολογία. Αρκεί να μάθει ο άνθρωπος να υψώνει το νου του στα ουράνια και να λέγει μ’ όλη του την ψυχή: «Κύριε, ελεήσόν με, όπως γνωρίζεις και όπως θέλεις». Τούτο είναι προσευχή.
Όταν πάλι νοιώθει δυνατή επάνω του την επίθεση του διαβόλου ή την επανάσταση των κατωτέρων παθών του, ας τρέξει με πίστη στον Ουράνιο Πατέρα κι ας φωνάζει σ’ Αυτόν όχι με το στόμα, αλλά με την καρδιά: «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος γνωρίζει τον τρόπο να βοηθήσει την ψυχή, που πηγαίνει κοντά Του μ’ εμπιστοσύνη.
Από το Γεροντικό