1. Για την περίπτωση της τύχης της περιουσίας που έχει αποκτήσει ο μοναχός μετά από την κουρά του, πρέπει να γίνει ξανά διάκριση ανάμεσα σε μοναχούς κοινοβίων Μονών και ιδιορρύθμων Μονών.
Όσον αφορά τους μοναχούς που εκάρησαν και εγκαταβιώνουν σε κοινόβιες Μονές, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: οι μοναχοί των κοινοβίων Μονών, παρόλο που δεν στερούνται ικανότητας δικαίου και δικαιοπραξίας, εντούτοις δεν μπορούν να αποκτήσουν περιουσία μετά από την κουρά τους διότι υπάρχει η απαγορευτική προς τούτο διάταξη του εδ. δ’ του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. σύμφωνα με την οποία οι μοναχοί κοινοβίων Μονών δεν μπορούν να αποκτήσουν περιουσία ούτε από χαριστική, ούτε από επαχθή αιτία, αφού «δεν δύνανται να έχωσιν ιδίαν περιουσίαν»[1].
Κατά συνέπεια οτιδήποτε αποκτήσει ο μοναχός κοινοβίου Μονής ή οτιδήποτε περιέλθει σε αυτόν μετά από την κουρά του (λ.χ. από κληρονομιά ή κληροδοσία) κατά την κρατούσα γνώμη[2] θεωρείται ότι περιέρχεται κατά κυριότητα αυτομάτως στη Μονή. Δηλ. ο μοναχός αποκτά για λογαριασμό της Μονής. Όπως υποστηρίζεται η μετάσταση της κυριότητας του πράγματος στη Μονή δεν συντελείται ευθέως προς αυτή, αλλά μέσω του προσώπου του μοναχού, ο οποίος αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον ενδιάμεσο κρίκο ή το διαμετακομιστικό όργανο μεταξύ του πρώην κυρίου του πράγματος προς το νέο, ο οποίος είναι η Μονή. Ο μοναχός δεν αποκτά εμπράγματο δικαίωμα στο μεταβιβαζόμενο πράγμα και η αστική κατάστασή του εξομοιώνεται οιονεί με την κατάσταση του υπεξουσίου κατά το ρωμαϊκό δίκαιο[3].
Πάντως κατά την ίδια άποψη, η μετάσταση της κυριότητας στη Μονή με τον ανωτέρω έμμεσο τρόπο, δεν μπορεί να βλάψει τυχόν υφιστάμενα δικαιώματα τρίτων επί της μεταβιβαζόμενης περιουσίας, όπως είναι απαιτήσεις δανειστών ή δικαιώματα νομίμου μοίρας[4]. Τα δικαιώματα των τρίτων προστατεύονται σε κάθε περίπτωση έναντι πάντων και συνεπώς και κατά της Μονής στην κυριότητα της οποίας περιέρχεται η αποκτώμενη από τον μοναχό περιουσία.
Υποστηρίχθηκε[5] επίσης ότι κατά την αυτόματη περιέλευση της κυριότητας των αποκτηθέντων πραγμάτων προς τη Μονή, παρεμβάλλεται έστω για μια «χρονική στιγμή» η κυριότητα του μοναχού στα πράγματα αυτά, κατά την οποία ο μοναχός έχει τη δυνατότητα να αποποιηθεί κληρονομιά ή κληροδοσία που του έχει επαχθεί.
Τη ρύθμιση του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο., ότι οι κοινοβιάτες μοναχοί δεν μπορούν να έχουν μετά από την κουρά τους ατομική περιουσία, αποδέχεται και η Διοίκηση[6].
2. Αντίθετα με τους μοναχούς των κοινοβίων Μονών, οι μοναχοί των ιδιορρύθμων Μονών δεν δεσμεύονται από την αρχή της ακτημοσύνης και ως εκ τούτου μπορούν μετά από την κουρά τους να διατηρήσουν την κυριότητα στην περιουσία που δεν δώρησαν στη Μονή κατά την είσοδό τους, αλλά και να αποκτήσουν εμπράγματα δικαιώματα σε νέα περιουσία, ανεξάρτητα από την αιτία κτήσεώς της, δηλ. είτε από χαριστική (λ.χ. από κληρονομιά ή κληροδοσία ή δωρεά), είτε από επαχθή αιτία[7].
Την περιουσία αυτή, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ο ιδιορρυθμίτης μοναχός μπορεί να τη διαχειρίζεται αλλά και να διαθέτει ελεύθερα μέχρι τον θάνατό του. Η περαιτέρω όμως διάθεση της περιουσίας μπορεί να γίνει χωρίς περιορισμούς μόνο με πράξεις εν ζωή[8] και όχι με πράξεις αιτία θανάτου (διαθήκη), διότι μετά από το (φυσικό) θάνατο του μοναχού, η περιουσία που απέκτησε μετά από την κουρά, είτε είναι μοναχός κοινοβίου Μονής, είτε μοναχός ιδιορρύθμου Μονής, είτε των εξαρτημάτων τους, θα περιέλθει στη Μονή της εγκαταβιώσεώς του (οικεία Μονή) σύμφωνα με το άρθρ. 101 εδ. β’ Κ.Χ.Α.Ο. Η Μονή αποκτά ως καθολική διάδοχος[9] του μοναχού[10] τα μετά από την κουρά περιουσιακά στοιχεία του, ανεξάρτητα από το που επήλθε ο θάνατός του ή από το που βρίσκεται η ακίνητη περιουσία[11], αρκεί μόνο ο μοναχός να μην είχε λάβει απολυτήριο (άρθρ. 103 Κ.Χ.Α.Ο.) από αυτή[12].
Για τη διατηρούμενη και μη εκχωρηθείσα πριν από την κουρά περιουσία, ισχύουν ανάλογα όσα αναφέρθηκαν για τη μη εκχωρηθείσα πριν από την κουρά περιουσία μοναχού κοινοβίου Μονής[13]. Κατά την κρατούσα άποψη, η μη εκχωρηθείσα πριν από την κουρά περιουσία μοναχού ιδιόρρυθμης Μονής, θα περιέλθει στους εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης κληρονόμους του μοναχού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ. Η κληρονομική διαδοχή όμως σε αυτή την περιουσία, θα λάβει χώρα μετά από το φυσικό θάνατο του μοναχού και όχι μετά από την κουρά (όπως ισχύει για τους μοναχούς κοινοβίων Μονών).
3. Το ζήτημα των ιερομονάχων που απασχόλησε επί μακρόν τα δικαστήρια της χώρας σχετικά με την τύχη της περιουσίας που απέκτησαν όταν εγκατέλειψαν νόμιμα τη Μονή για να ζήσουν εκτός αυτής ως εφημέριοι, ιεροκήρυκες, καθηγητές ή σε άλλες εκκλησιαστικές υπηρεσίες ή όταν καθαιρέθηκαν και απέβαλλαν το ιερατικό σχήμα[14], δημιούργησε ανάλογους προβληματισμούς και για τους αγιορείτες ιερομόναχους.
Στο άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. δεν περιλαμβάνεται καμία διάταξη σχετικά με την τύχη της περιουσίας των αγιορειτών ιερομονάχων. Η μόνη βεβαία διάταξη του Κ.Χ.Α.Ο. είναι ότι η μετά την κουρά περιουσία του μοναχού, κοινοβίου ή ιδιορρύθμου Μονής καθώς και των εξαρτημάτων τους, περιέρχεται στη Μονή της εγκαταβιώσεώς του, οπουδήποτε και αν πεθάνει, χωρίς να πάρει απολυτήριο[16] (άρθρ. 101 εδ. β’ Κ.Χ.Α.Ο.). Η νομολογία όταν κλήθηκε να κρίνει περιπτώσεις μοναχών που εξήλθαν από τη Μονή τους νόμιμα με απολυτήριο η περιπτώσεις κληρικών που προέρχονται από μοναχούς του Αγίου Όρους, οι οποίοι καθαιρέθηκαν και απέβαλαν το ιερατικό σχήμα, εφάρμοσε αναλογικά τις θέσεις που είχε ήδη διατυπώσει ως προς την κληρονομική διαδοχή των ιερομονάχων που ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος[16].
Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας[17], από το κοινό δίκαιο[18] (δηλ. τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου του Α.Κ.) διέπεται μόνο η περιουσία των αγιορειτών μοναχών καθώς και των κληρικών που προέρχονται από μοναχούς του Αγίου Όρους, οι οποίοι αποχώρησαν οριστικά και νόμιμα από τη Μονή της μετανοίας τους (εκείνης δηλ. που εκάρησαν και απέκτησαν τη μοναχική ιδιότητα) ή της εγκαταβιώσεώς τους (εκείνης δηλ. που εντάχθηκαν κατόπιν νόμιμης απόλυσης από τη Μονή της μετανοίας τους), δηλαδή, είτε γιατί απολύθηκαν από τη Μονή, προκειμένου στο μέλλον να ζήσουν έξω απ’ αυτήν ως διάκονοι ή εφημέριοι ή καθηγητές ή ιεροκήρυκες ή σε άλλες γενικά εκκλησιαστικές υπηρεσίες (έχοντας δηλ. απολυτήριο γράμμα κατά το άρθρο 103 Κ.Χ.Α.Ο.), είτε γιατί καθαιρέθηκαν και απέβαλαν το ιερατικό σχήμα. Οι διατάξεις του κοινού δικαίου εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση λόγω της αρχής της επικουρικότητας, αφού δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη στον Κ.Χ.Α.Ο. για το ζήτημα[19].
Αλλά και στην περίπτωση αυτή από το κοινό κληρονομικό δίκαιο ρυθμίζεται μόνο το μέρος της κληρονομιάς που αποτελείται από περιουσιακά στοιχεία που απόκτησε ο μοναχός μετά την οριστική αποχώρησή του από τη Μονή της μετανοίας ή εγκαταβιώσεώς του[20]. Εφόσον η περιουσία αυτή διέπεται από το κοινό δίκαιο, ο μοναχός μπορεί να τη διαθέσει ελεύθερα, είτε με πράξεις εν ζωή είτε αιτία θανάτου και ως εκ τούτου τυχόν συνταχθείσα από αυτόν διαθήκη για τη ρύθμισή της μετά από το θάνατό του είναι έγκυρη[21].
Αντιθέτως, δεν ρυθμίζεται από το κοινό δίκαιο η κληρονομιά εκείνων των αγιορειτών μοναχών καθώς και των κληρικών που προέρχονται από μοναχούς του Αγίου Όρους, οι οποίοι αποχώρησαν οριστικά από τη Μονή μετανοίας ή εγκαταβιώσεώς τους, όχι όμως νόμιμα, αλλά αυθαίρετα. Στην περίπτωση αυτή η περιουσία των ως άνω μοναχών, έστω και αν αποκτήθηκε εκτός της περιοχής του Αγίου Όρους από την εν γένει οικονομική δραστηριότητα τους, διέπεται από την διάταξη του άρθρου 101 Κ.Χ.Α.Ο. και περιέρχεται στη Μονή της μετανοίας ή εγκαταβιώσεώς τους ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της ως ιδιόρρυθμης ή κοινόβιας[22]. Επομένως, οι μοναχοί που αποχώρησαν όχι νόμιμα, αλλά αυθαίρετα, στερούνται την εξουσία να διαθέσουν την μετά από την κουρά αποκτώμενη περιουσία τους και τυχόν διαθήκη τους για την ρύθμιση της περιουσίας αυτής είναι άκυρη[23]. Η τυχόν διάθεση της περιουσίας αυτής με διαθήκη αλλά και η ίδια η διαθήκη είναι άκυρη (άρθρ. 180 Α.Κ.) υπέρ της Μονής, τη δε ακυρότητα μπορεί να την προτείνει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατ’ ένσταση ή με αναγνωριστική αγωγή (απόλυτη ακυρότητα)[24].
4. Η πιο πάνω θέση της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία για να κληρονομηθεί ο μοναχός κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, πρέπει αυτός να έχει αποχωρήσει νόμιμα από τη Μονή, διαφορετικά κληρονομείται από αυτή, διασπάστηκε εκ νέου με μια επιπλέον εξαίρεση, την οποία εισήγαγε και αυτή η νομολογία[25]: οι μοναχοί οι οποίοι εξήλθαν από τη Μονή χωρίς απολυτήριο, αλλά με σκοπό να εισέλθουν στον ιερό κλήρο και να χειροτονηθούν Επίσκοποι, κληρονομούνται κατά το κοινό δίκαιο, παρόλο που δεν έχει εκδοθεί γι’ αυτούς απολυτήριο γράμμα. Δικαιολογητικός λόγος της διατάξεως αυτής είναι ο εξής: στο Άγιο Όρος παράλληλα με τις διατάξεις του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. ισχύουν και οι διατάξεις του βυζαντινού και του νεότερου δικαίου και των ιερών κανόνων και παραδόσεων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 188 Κ.Χ.Α.Ο.
[irp posts=”329044″ name=”Το πάθος του μοναχού”]
Συγκεκριμένα, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ο καν. 2 της εν Αγ. Σοφία Συνόδου[26]. Τούτο σημαίνει για τους μοναχούς του Αγίου Όρους που χειροτονούνται Επίσκοποι ότι, αφενός μεν καθίσταται περιττή η έκδοση απολυτηρίου γράμματος για να αποχωρήσουν από τη Μονή, αφού η αποχώρηση του μοναχού για να γίνει Επίσκοπος έχει γίνει δυνάμει διαταγής της προϊσταμένης εκκλησιαστικής αρχής, αφετέρου δε ο μοναχός ναι μεν διατηρεί τη μοναχική ιδιότητα λόγω του αναλλοίωτου της μοναχικής καταστάσεως, εντούτοις οι επαγγελίες της υπακοής και ακτημοσύνης ατονούν ως ασυμβίβαστες με το αξίωμα του Επισκόπου, στο οποίο προήχθη ο μοναχός. Οι διατάξεις πάντως του κοινού κληρονομικού δικαίου εφαρμόζονται για την περιουσία που θα αποκτήσει ο μοναχός από την προαγωγή του στο βαθμό του Επισκόπου και εντεύθεν[27].
5. Τέλος, για τα χρέη του μοναχού προβλέπει το άρθρ. 101 εδ. γ’Κ.Χ.Α.Ο.: «Διά τα χρέη των μοναχών ουδαμώς ευθύνεται η μονή αυτών, εφ’ όσον ταύτα συνήφθησαν άνευ εγγράφου αδείας αυτής». Η νομολογία[28] ερμήνευσε τη διάταξη αυτή και έκρινε ότι η Μονή ευθύνεται απέναντι στους δανειστές του μοναχού (ανεξαρτήτως εάν είναι κοινοβιάτης ή ιδιορρυθμίτης), εφόσον τα χρέη που σύναψε αυτός, αλλά και γενικώς οποιεσδήποτε φύσεως υποχρεώσεις του, πραγματοποιήθηκαν ή αναλήφθηκαν από αυτόν μόνο μετά από προηγούμενη συγκατάθεσή της. Η συγκατάθεση της Μονής αποτελεί το στοιχείο που πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή του δανειστή κατά της Μονής, η οποία κληρονόμησε το μοναχό, για την πληρωμή του χρέους του.
Μάλιστα η ίδια απόφαση έκρινε ότι η διάταξη του άρθρ. 101 εδ. γ’ Κ.Χ.Α.Ο. ως δημοσίας τάξεως δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την εφαρμογή του άρθρ. 281 Α.Κ. για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από τη Μονή. Κατά τη γνώμη μου, η διάταξη του άρθρ. 101 εδ. γ’ Κ.Χ.Α.Ο. μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιεική αποτελέσματα. Εάν λ.χ. ένας μοναχός κοινόβιας Μονής συνάψει δάνειο, πράγμα που δύναται να πράξει καθώς διατηρεί μετά την κουρά την ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, τα χρήματα του δανείου θα περιέλθουν στη Μονή δυνάμει του εδ. δ’ του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. (οι μοναχοί των κοινοβίων Μονών δεν μπορούν να έχουν περιουσία). Εάν όμως η Μονή δεν ανέλαβε εγγράφως το χρέος του μοναχού από το δάνειο, δεν υποχρεούται να επιστρέψει τα χρήματα και άρα ο δανειστής του μοναχού δεν θα μπορέσει να πάρει πίσω τα χρήματα του δανείου!
Για το λόγο αυτό πρέπει να αναγνωριστεί ευθύνη της Μονής με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 Α.Κ.)[29], εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, ή όταν πρόκειται για Μονή ιδιόρρυθμη[30] και κληρονομεί την περιουσία του μοναχού μετά από την κουρά του να ισχύει και γι’ αυτή η ευθύνη που έχει κάθε κληρονόμος για τα χρέη του κληρονομούμενου (άρθρ. 1901 Α.Κ.). Την ίδια θέση εμμέσως είχαν δεχτεί και τα δικαστήρια της ουσίας, τα οποία απάλλασσαν τη Μονή μόνο ως προς τα χρέη του μοναχού που είχαν γίνει χωρίς την έγγραφη άδειά της, ενώ για τις λοιπές υποχρεώσεις του, είχαν κρίνει ότι η Μονή αναμφισβήτητα ευθύνεται γι’ αυτές, εφόσον αποκτά μετά από το θάνατο του μοναχού, ολόκληρη την μετά από την κουρά περιουσία του[31].
Τέλος στο άρθρ. 141 Κ.Χ.Α.Ο.[32] υπάρχει ειδική διάταξη για τους κελλιώτες και καλυβιώτες μοναχούς, στους οποίους απαγορεύεται να συνάψουν δάνειο σε βάρος του σκηνώματος τους, χωρίς την έγκριση της κυριάρχου Μονής. Σε διαφορετική περίπτωση, αυτή δεν φέρει καμία ευθύνη για το δάνειο. Απαγορεύεται επίσης σε αυτούς να ενεχυριάζουν το ομόλογο του κελλίου ή της καλύβας τους. Εάν συνάψουν τέτοια ενεχυριακή σύμβαση, αυτή θεωρείται άκυρη.
Παραπομπές:
1. Βλ. πιο πάνω § 16.
2. ΔΩΡΗΣ σ. 413• ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Άγιον Όρος σ. 647? Εφ. Θεσ. 165/1939 Θ. Ν’ [1939] σ. 835? Πρ. Σπάρτης 53/1959 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΔ’ [1959] σ. 53’ Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών νομος σ. 5. Η νομική αυτή κατασκευή πάντως παρουσιάζει το εξής ελάττωμα: για την απόκτηση κυριότητας κινητού (άρθρ. 1034 Α.Κ.) ή ακινήτου (άρθρ. 1033 Α.Κ.) με σύμβαση απαιτείται, μεταξύ άλλων, η μεταβιβαστική σύμβαση να γίνει μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος και να σκοπεύει στη μετάθεση της κυριότητας.
Τούτο σημαίνει κατά την κρατούσα άποψη ότι με βάση τις διατάξεις του Α.Κ., η μεταβιβαστική συμφωνία υπέρ τρίτου που δεν μετέχει στη σύμβαση είναι απαράδεκτη. Μόνο υποσχετική σύμβαση υπέρ τρίτου προβλέπεται στον Α.Κ. (άρθρ. 411) και όχι μεταβιβαστική, δηλ. υπέρ προσώπου που δεν μετέχει στη μεταβιβαστική σύμβαση. Άρα ο τρίτος αποκτά μόνο ενοχικό και όχι εμπράγματο δικαίωμα. Βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΜΠΑΛΗ, Εμπράγματο Δίκαιον (κατά τον Κώδικα), Αθήναι: τύποις «Πυρσού» Α.Ε. 1950 § 54 σ. 141 και § 62 σ. 159? ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ σ. 213 και υποσημ. 74 με σύμφωνη νομολογία• contra ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΕμπρΔ § 6 σσ. 80-81. Προκύπτει επομένως το ζήτημα, πως θα μεταβιβαστεί το πράγμα στη Μονή, η οποία ως τρίτη δεν μετέχει στη μεταβιβαστική σύμβαση, μέρος της οποίας είναι μόνο ο μοναχός. Αρα ή θα πρέπει να δεχτούμε ότι εφαρμογή έχει η άποψη περί μεταβιβαστικής σύμβασης μεταξύ τρίτου και μοναχού ότι η κυριότητα μεταβαίνει στη Μονή ή κατά τη γνώμη μου ότι στη διάταξη του άρθρ. αυτού προβλέπεται ένας εκ του νόμου ιδιόρρυθμος, sui generis τρόπος απόκτησης της κυριότητας της περιουσίας αυτής από τη Μονή.
3. Όπως υποστηρίζει ο ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΣ, Το μοναχικόν πολίτευμα, σ. 123: «2. Αι επιστημονικοί αμφισβητήσεις είνε εντονώτεραι δια τας μετά την απόκαρσιν σχέσεις, οπότε θεωρείται ότι επέρχεται μείωσις της αστικής καταστάσεως του μοναχού, δια του οποίου, κατά παρομοίωσιν προς τους υπεξουσίους του ρωμαϊκού δικαίου, κτάται το μοναστήριον». Την ίδια θέση ακολουθεί και η Εφ. Θεσ. 165/1939 Θ. Ν’ [1939] σ. 835 και η Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 5. Πάντως η θέση ότι ο μοναχός εξομοιώνεται με υπεξούσιο του ρωμαϊκού δικαίου δεν γίνεται δεκτή από την κρατούσα άποψη ακόμα και στην περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου. Βλ. στην § 21.
4. ΔΩΡΗΣ σ. 413? Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 5. Έχω τη γνώμη όμως, ότι στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αναγνωριστούν στη Μονή τα ίδια δικαιώματα που έχει και ο μοναχός σχετικά με την απόκτηση η μη της περιουσίας αυτής. Αν λ.χ. επάγεται μια καταχρεωμένη κληρονομιά στο μοναχό, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα αποποίησής της ή ενδεχομένως αποδοχής της με το ευεργέτημα της απογραφής θα ανήκει στη Μονή και όχι στο μοναχό. Σε διαφορετική περίπτωση η (κοινόβια) Μονή θα κινδυνεύει να επιβαρύνεται με οτιδήποτε αποκτά ο μοναχός ως όργανό της.
5. Από τον ΤΡΩΙΑΝΟ, Άγιον Όρος σ. 647. Η θεμελίωση της απόψεως αυτής περί παρεμβολής της κυριότητας του μοναχού στα αποκτώμενα πράγματα έστω για «μια νοητή χρονική στιγμή», στηρίζεται στη διδασκαλία της απόκτησης κινητού πράγματος με έμμεσο αντιπρόσωπο και προαντιφώνηση της νομής. Βλ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΕμπρΔ § 49 σ. 598 επ. και ιδίως σ. 600 in fine. Αρα, με βάση τη θεωρία αυτή ο μοναχός της κοινόβιας Μονής αποκτά τα πράγματα για λογαριασμό της Μονής ως έμμεσος αντιπρόσωπός της. Τούτο όμως συνεπάγεται ότι θα προηγείται πάντοτε ένα στάδιο που ο μοναχός θα απόκτα κυριότητα, γεγονός που είναι αντίθετο με το εδ. β’ άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. Πάντως αμφιβάλλω αν η δυνατότητα του μοναχού για μια χρονική στιγμή να αποποιηθεί την κληρονομιά έχει κάποια πρακτική αξία, δεδομένου ότι ο μοναχός, ακόμα και αν επιθυμούσε να αποποιηθεί, η διαδικασία που απαιτείται (δήλωση στον γραμματέα του Πρωτοδικείου κ.λπ.) σαφώς και δεν ολοκληρώνεται σε μια στιγμή. Η άποψη δε αυτή δεν δίνει λύση ούτε και στην περίπτωση που η κληρονομιά είναι καταχρεωμένη.
Διότι αν ο μοναχός δεν αποποιηθεί την κληρονομιά, η Μονή θα βρεθεί επιβαρημένη με την κληρονομιά αυτή, την οποία όμως ουδέποτε θέλησε. Πέραν τούτων, η απόκτηση κυριότητας πράγματος με έμμεσο αντιπρόσωπο και προαντι- φώνηση της νομής, καλύπτει μόνο την περίπτωση των κινητών πραγμάτων και όχι των ακινήτων.
6.Βλ. την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών Υπ. Οικ. Κ. 1115144/768/Α0013Πολ 114028/23-12-2003 σεΔ.Φ.Ν. 58 [2004] σσ. 134-135 = ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Φορολογία. Θρησκειών και Κοινοφελών Νομικών Προσώπων, Τρίκαλα – Αθήνα: Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις 2005, σσ. 282-284, η οποία έκρινε ότι σε περίπτωση κοινοβιάτη μοναχού, ο οποίος μετά την κουρά αποκτήσει περιουσία, αιτία δωρεάς ή αιτία θανάτου, δεν οφείλεται φόρος κληρονομιάς ή δωρεάς, καθόσον η περιουσία αυτή περιέρχεται στη Μονή, η οποία απαλλάσσεται του φόρου. Η ίδια ρύθμιση ισχύει και για τους μοναχούς των άλλων μοναστικών καθιδρυμάτων του Αγίου Όρους (Σκήτες, Κελλιά, Καλύβες, Ησυχαστήρια κ.λπ.), τα οποία υπάγονται στις (κυρίαρχες) Μονές και λειτουργούν ως εξαρτήματά τους.
7. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ σ. 324• ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, νομική μεταχείριση σ. 78? ΔΩΡΗΣ σ. 413? ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Άγιον Όρος σ. 646• ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εγχειρίδιο σ. 278• AΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, στον ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλου, άρθρ. 1710 αρ. 35? πρβλ. Εφ. Θεσ. 416/1931 Θ. ΜΓ [1932] σ. 573? Σ.τ.Ε. 1438/1958 σε 2ον Συμπλήρωμα Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας 1953-1960 τ. 1ος (α-κ), εν Αθήναις: εκδ. I.Ν. Ζαχαρόπουλου 1961 σ. 599, σύμφωνα με την οποία ο μοναχός ιδιορρύθμου Μονής αποκτά μετά την κουρά του περιουσία, την οποία διατηρεί μέχρι θανάτου του, και μόνο αν ήθελε αποβιώσει χωρίς απολυτήριο της Μονής, η περιουσία του περιέρχεται στην οικεία Μονή• Εφ.Θεσ. 234/1975 Αρμ. 29 [1975] σ. 219? Εφ. Πειρ. 557/1992 Χριστιανός ΛΑ’ [1992] σ. 86? Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 6.
8. Η ελεύθερη και απεριόριστη διάθεση της περιουσίας του μοναχού ιδιόρρυθμης Μονής μόνο με πράξεις εν ζωή και όχι αιτία θανάτου είναι η κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία: ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΣ ΤΟ μοναχικόν πολάτευμα σ. 127: «επί της περιουσίας δε έχει εν ζωή δικαίωμα, ελεύθερης διαθέσεως» και σ. 152 όπου αναφέρονται τρόποι εν ζωή εκποίησης περιουσίας κελλιώτη μοναχού• ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ σ. 324• ΑΛΙΠΡΑΝΤΗΣ σ. 63• ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, νομική μεταχείριση σ. 78• ΤΡΩΙΑΝΟΣ, Άγιον Όρος σ. 646• ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θεσμοί σ. 120• ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, Εγχειρίδιο σ. 279? Ν.Σ.Κ.638/1959 Νομικόν Δελτίον Ν.Σ.Κ. Α’ [1959] σ. 83• Εφ.Θεσ. 234/1975 Αρμ. 29 [1975] σ. 219• Εφ. Πειρ. 557/1992 Χριστιανός ΛΑ’ [1992] σ. 86. Αντιθ. κυρίως ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ A. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Γνωμοδότησις: Μοναχοί Αγίου όρους, κ.λπ., όπ. π. [§ 15 υποσημ. 8], σσ. 658-660• πρβλ. ΔΩΡΗΣ σσ. 414- 415• Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 6. Η αντίθετη επιχειρηματολογία, ότι δηλ. ο μοναχός ιδιορρύθμου Μονής δεν μπορεί να διαθέσει όχι μόνο με πράξεις αιτία θανάτου αλλά και με πράξεις εν ζωή την μετά από την κουρά περιουσία του (λ.χ. να πωλήσει ακίνητό του), στηρίζεται στην τελεολογική ερμηνεία του άρθρ. 101 εδ. β’ Κ.Χ.Α.Ο., σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να περιέλθει η μετά την κουρά περιουσία του μοναχού στη Μονή, πρέπει να εξασφαλισθεί αυτή από τυχόν πράξεις απαλλοτριώσεώς της εκ μέρους του μοναχού. Σε διαφορετική περίπτωση η διάταξη του άρθρ. 101 εδ. β’ Κ.Χ.Α.Ο., θα απέβαινε χωρίς περιεχόμενο.
Λόγω εθίμου που υπάρχει σε συγκεκριμένη Μονή, επιτρέπεται η εκποίηση από μοναχό ακινήτου του, οπουδήποτε και αν βρίσκεται αυτό, κατ’ οικονομία και κατόπιν άδειας της Μονής, η οποία εκτιμά τις περιστάσεις και τους προβαλλόμενους από το μοναχό λόγους για την εκποίησή του, όπως λ.χ. περίθαλψη της υγείας του, διατροφή και περίθαλψη στενών συγγενών κ.α. Σε περίπτωση που ο μοναχός διαθέσει την περιουσία του με πράξεις εν ζωή χωρίς την άδεια της Μονής, η διάθεση είναι άκυρη.
9. Δηλ. ως κληρονόμος και όχι ως ειδική διάδοχος, όπως στην περιουσία πριν από την κουρά. Κατά συνέπεια θα έχει και την ένδικη προστασία του κληρονόμου έναντι αυτών που παρακρατούν πράγματα από την κληρονομιά, όπως την αγωγή περί κλήρου. Επίσης η Μονή μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά του μοναχού. Βλ. την απόφαση Μ. Πρ. Αθ. 27/1974 Αρχ.Ν. ΚΣΤ’ [1975] σ. 229, η οποία έκρινε ότι προκειμένου να χορηγηθεί κληρονομητήριο σε εξ αδιαθέτου κληρονόμους μοναχού, πρέπει να αναφέρεται στην αίτηση και να αποδεικνύεται ο χρόνος της κουράς του μοναχού, ο χρόνος κτήσεως των κληρονομιαίων και ότι η Μονή αποποιήθηκε νομίμως την κληρονομιά. Εξάλλου, η Μονή μπορεί να ασκήσει κατά αυτών που παρακρατούν πράγματα από την κληρονομιά ή έναντι οποιούδηποτε τρίτου που προσβάλλει ιδίως τα εμπράγματα δικαιώματά της στα κληρονομηθέντα αντικείμενα τις ειδικές αγωγές που προβλέπονται στο νόμο, ιδίως τις εμπράγματες.
Ειδικώς δε για το ορισμένο της διεκδικητικής, αρνητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής (1094, 1108 και 70 ΚΠολΔ αντιστοίχως) που αφορά κληρονομιαίο ακίνητο, η Μονή, που στηρίζει την κυριότητα της σε κληρονομική διαδοχή, πρέπει να μνημονεύει και να επικαλείται στο αγωγικό δικόγραφο την ιδιότητά της ως κληρονόμου και τη μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής ή του κληρονομητηρίου, καθώς και ότι ο αποθανών μοναχός ήταν κύριος του ακινήτου. Βλ. ad hoc Εφ. Αθ. 4208/2009 ΕλλΔνη 50 [2009] σ. 1753. Για τα στοιχεία του δικογράφου της διεκδικητικής αγωγής βλ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ § 58 σσ. 708-709 και ιδίως σ. 709. Πάντως δεν απαιτείται η επίκληση των στοιχείων αυτών για την άσκηση εκ μέρους της Μονής αγωγών προστασίας της νομής στο κληρονομηθέν ακίνητο (αγωγή αποβολής άρθρ. 987 Α.Κ. η αγωγή διατάραξης άρθρ. 989 Α.Κ.), αφού η νομή περιέρχεται στη Μονή με τον θάνατο του μοναχού κατά άρθρ. 983 Α.Κ. Βλ. και ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΕμπρΔ § 19 σ. 225 υποσημ. 23.
10. Ενν. μοναχού που ανήκει αδιακρίτως είτε σε κοινόβια κυρίαρχη Μονή ή εξαρτήματος της, είτε σε ιδιόρρυθμη κυρίαρχη Μονή και εξαρτήματος της.
11. Βλ. σε ΘΕΟΔΩΡΟ Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Γνωμοδότησις: Μοναχοί Αγίου όρους, κ.λπ., όπ. π. [§ 15 υποσημ. 8], σ. 661? ΔΩΡΗ σ. 418: τα εκτός της περιοχής του Άθω ακίνητα των αγιορειτών μοναχών κληρονομούνται κατά τις διατάξεις του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο.
12. Περί τούτου επικρατεί ομοφωνία στη θεωρία και στη νομολογία. Βλ. σε ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ σ. 252• ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ σ. 324• ΤΟΥΣΗ σ. 820• ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, νομική μεταχείριση σ. 78• ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Άγιον Όρος σ. 646• ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θεσμοί σ. 120• ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Εγχειρίδιο σ. 279• Εφ. Θεσ. 165/1939 Θ. Ν’ [1939] σσ. 834-835• Πρ.Αθ. 397/1957 Αρχ.Ν. Η’ [1957] σ. 514• Σ.τ.Ε. 1438/1958 σε 2ον Συμπλήρωμα Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας 1953-1960 τ. 1ος (α-κ), εν Αθήναις: εκδ. I. Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ 1961 σ. 599• Εφ. Λάρ. 88/1959 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΓ’ [198] σσ. 201- 202• Πρ. Βόλου 144/1958 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΓ’ [1958] σ. 203• Πρ.Αθ. 20010/1959 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΕ’ [1960] σσ. 57-58• Α.Π. 401/1959 ΝοΒ 7 [1959] σ. 1250• Εφ. Αθ. 369/1960 ΕλλΔνη 1 [1960] σ. 217• Α.Π. 170/1964 ΝοΒ 12 [1964] σ. 613• Ν.Σ.Κ. 673/1968 Νομικόν Δελτίον Ν.Σ.Κ. Γ [1968] σσ. 58-59• Πρ. Κεφαλληνίας 27/1970 Ε.Ε.Ν. 37 [1970] σ. 174• Εφ. Θεσ. 234/1975 Αρμ. 29 [1975] σ. 219• Εφ. Πειρ. 505/1984 Πειραϊκή Νομολογία 6 [1984] σ. 169 επ.’ Μ.Πρ.Τριπ. 292/1987 ΕλλΔνη 29 [1988] σ. 1250• Εφ. Αθ. 1101/1989 ΕλλΔνη 31 [1990] σ. 161Γ Εφ. Αθ. 649/1998 ΝοΒ 48 [2000] σ. 1135• Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 6? Α.Π. 462/2008 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2008 σ. 184 = Δίκη 39 [2008] σ. 849 = Θ.Π.Δ.Δ. 8-9/2008 σ. 992- Εφ. Αθ. 4208/2009 ΕλλΔνη 50 [2009] σ. 1753• Εφ. Αθ. 1433/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2010 σ. 162- Ν.Σ.Κ. 419/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2011 σ. 114. Σύμφωνα με τον ΔΩΡΗ σσ. 416-417, το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. καταλαμβάνει την περιουσία κάθε μοναχού που εγκαταβιώνει στο Άγιο Όρος, ανεξαρτήτως αν η κουρά του έγινε σε αυτό ή αν προσήλθε ήδη καρείς σε κάποια άλλη Μονή.
13. Βλ. § 16.
14. Βλ. για τους ιερομόναχους § 14.
15. Το απολυτήριο ρυθμίζεται από το άρθρ. 103 Κ.Χ.Α.Ο. Βλ., αντί άλλων, σε ΔΩΡΗ σσ. 427-429.
16. Εφάρμοσε δηλ. όσα είχε κρίνει η θεμελιώδης Α.Π. 209/1965 (Ολομ.) ΝοΒ 13 [1965] σ. 1146. Το ενδιαφέρον της αποφάσεως αυτής, πέραν του ότι αποκρυστάλλωσε την θέση της νομολογίας για το ζήτημα των ιερομονάχων, εντοπίζεται και στο πραγματικό της: κληρικός προερχόμενος από την τάξη των μοναχών της Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους, απολύθηκε νόμιμα από αυτή το 1930 και το 1938 απέκτησε ένα ακίνητο. Το 1942 ενεγράφη ξανά σε Μονή, αυτή τη φορά σε Μονή της Εκκλησίας της Ελλάδος (Μονή Δουβίκου της Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών), από την οποία όμως ποτέ δεν απολύθηκε νομίμως μέχρι το θάνατό του. Ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της Μονής (Δουβίκου) και του Ο.Δ.Ε.Π. ότι ποτέ δεν απολύθηκε νόμιμα από τη Μονή και άρα κληρονομείται κατ’ ισομοιρία από τους δύο σύμφωνα με τον ΓΥΙΔ΄/1909 και αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση (η προσβαλλομένη είναι η Εφ. Αθ. 369/1960 ΕλλΔνη 1 [1960] σ. 216). Η κρίση αυτή του Α.Π. εμμέσως λύνει και ένα διατοπικό ζήτημα: το ακίνητο αποκτήθηκε το 1938, ήτοι μετά από τη νόμιμη απόλυση του ιερομονάχου από το Άγιο Όρος.
Εάν ο μοναχός δεν «γραφόταν» σε άλλη Μονή τότε το ακίνητο αυτό ως κληρονομιά θα περιερχόταν στους εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης συγγενείς του. Επειδή όμως στη συνέχεια «ενεγράφη» σε Μονή που ανήκει στο πεδίο ισχύος του Ν. ΓΥΙΔ΄/1909, η περιουσία αυτή θα κληρονομηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.
Το συμπέρασμα από την απόφαση είναι ότι ανεξαρτήτως του πότε αποκτήθηκε η περιουσία του μοναχού η ιερομονάχου, η ρύθμιση της θα καταλαμβάνεται από το πεδίο ισχύος των διατάξεων στις οποίες υπάγεται η τελευταία Μονή στην οποία εγκαταβιώνει ο μοναχός πριν από το θάνατό του. Βλ. και τις αντίστοιχες σκέψεις της εφετειακής Εφ. Αθ. 369/1960 ΕλλΔνη 1 [1960] σ. 217 in fine, σύμφωνα με τις οποίες: α) σε περίπτωση αποχωρήσεως μοναχού από κάποια Μονή νομίμως με απολυτήριο και θανάτου αυτού κατά το χρόνο εγκαταβιώσεώς του σε άλλη Μονή, κληρονόμος αυτού είναι η τελευταία Μονή και β) η περιουσία του μοναχού που αποκτάται μετά από την αποχώρησή του από τη Μονή της μετανοίας νόμιμα, περιέρχεται στη νέα Μονή εγκαταβιώσεώς, ασχέτως του αν αποκτήθηκε μετά ή πριν την κατάταξη του μοναχού στη νέα Μονή, αρκεί να αποκτήθηκε μετά από την αποχώρηση από τη Μονή της μετανοίας του νόμιμα, συνεπεία απολυτηρίου. Δηλ. ισχύει ο κανόνας του εκκλησιαστικού διατοπικού δικαίου, ο οποίος ευστόχως έχει διατυπωθεί από τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟ, Έκτασις εφαρμογής του δικαίου της αυτοκεφάλου ελληνικής εκκλησίας, Α.Ε.Κ.Δ. KH’ [1973] σ. 49 :
«Αι περιουσιακοί και κληρονομικαί σχέσεις των μοναχών διέπονται υπό του δικαίου της Εκκλησίας, εις μονήν της οποίας νομίμως εγκαταβιούν αυτοί». Ο ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, νομική μεταχείριση σ. 79, για το ίδιο ζήτημα επιβεβαιώνει την ανωτέρω θέση, αναφέροντας ότι ο μοναχός που λαμβάνει απολυτήριο και εισέρχεται στην αδελφότητα άλλου καθιδρύματος διαφορετικού από το προηγούμενο, υπάγεται στις οικείες προς τη δεύτερη Μονή διατάξεις από την εγγραφή του στο μοναχολόγιό της. Επίσης υποστηρίζει ότι στην περίπτωση που μια ιδιόρρυθμη Μονή μετατραπεί σε κοινόβια, υποχρεούται να χορηγήσει απολυτήριο σε μοναχό της κατά το άρθρ. 103 Κ.Χ.Α.Ο. χωρίς να εξετάσει τους αποχρώντες λόγους αποχωρήσεώς του, προκειμένου αυτός να εγγράφει σε ιδιόρρυθμη Μονή για να διατηρήσει την περιουσία του.
17. Εφ. Πειρ. 505/1984 Πειραϊκή Νομολογία 6 [1984] σ. 170• Εφ.ΑΘ. 1101/1989 ΕλλΔνη 31 [1990] σ. 1611• Εφ.ΑΘ. 649/1998 ΝοΒ 48 [2000] σ. 1135• Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σσ. 7-8• Εφ. Αθ. 1433/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2010 σ. 162• Ν.Σ.Κ. 419/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2011 σ. 114. Πρβλ. AΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΛΗΣ, στον ΑΚ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ/ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, άρθρ. 1710 αρ. 36• ΨΟΥΝΗ, ΚληρΔ 7 σ. 51? ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θεσμοί σ. 120.
18. Αντιθ. στην άποψη αυτή είναι η Μ. Πρ. Τριπ. 292/1987 ΕλλΔνη 29 [1988] σ. 1249 επ., σύμφωνα με την οποία ναι μεν ο Ν. ΓΥΙΔ΄/1909 δεν εισήχθη στο Άγιον Όρος και η κληρονομιά των μοναχών ρυθμίζεται από την ειδική διάταξη του άρθρου 101 Κ.Χ.Α.Ο., εντούτοις αν ο μοναχός με κανονικό απολυτήριο αποχωρήσει από τη Μονή της μετανοίας του και αποβιώσει εκτός αυτής, τότε δεν εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη του άρθρ. 101 Κ.Χ.Α.Ο. αλλά οι διατάξεις του Ν. ΓΥΙΔ΄/1909, η εφαρμογή των οποίων δεν εμποδίζεται αν ο μοναχός αποβιώσει εκτός Αγίου Όρους με κανονικό απολυτήριο.
19. Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr=Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ.7.
20. Βλ. και Ν.Σ.Κ. 419/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2011 σ. 114.
21. Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε wvvw.nsk.gi- = Τράπεζα νομικών πληροφοριών νομος
σ. 8.
22. Α.Π. 401/1959 ΝοΒ 7 [1959] σ. 1250• Α.Π. 555/1961 ΝοΒ 10 [1962] σσ. 211-213• Εφ. Πειρ. 505/1984 Πειραϊκή Νομολογία 6 [1984] σ. 170• Μ. Πρ. Τριπ. 292/1987 ΕλλΔνη 29 [1988]σ. 1250• Εφ. Αθ. 1101/1989 ΕλλΔνη 31 [1990] σ. 1611• Εφ.ΑΘ. 649/1998 ΝοΒ 48 [2000] σ. 1135• Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σσ. 7-8.
23. Βλ. ad hoc την Εφ.ΑΘ. 649/1998 ΝοΒ 48 [2000] σ. 1136, η οποία κρίνει ότι η διαθήκη είναι άκυρη γιατί αντιβαίνει στις δημοσίας τάξεως διατάξεις των άρθρ. 101 και 103 Κ.Χ.Α.Ο. Πρβλ. και Α.Π. 462/2008 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2008 σ. 184 = Δίκη 39 [2008] σ. 849 = Θ.Π.Δ.Δ. 8-9/2008 σ. 992. Η Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 7 θεωρεί άκυρη κάθε διάθεση της περιουσίας αυτής. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτα ορθό, αφού ο μοναχός ιδιόρρυθμης Μονής μπορεί να διαθέτει με πράξεις εν ζωή την περιουσία του. Ακυρες είναι οι πράξεις εκποίησης του μοναχού κοινόβιας Μονής λόγω της διάταξης του άρθρ. 101 εδ. δ’ Κ.Χ.Α.Ο.
24. Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σ. 9. Πρβλ. και ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θεσμοί σ. 121.
25. Η βασική απόφαση είναι η Α.Π. 170/1964 ΝοΒ 12 [1964] σσ. 613-614 η οποία επικύρωσε τις Εφ. Αθ. 2657/1962 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΗ’ [1963] σσ. 126-127 και Πρ.Αθ. 14608/1962 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΗ’ [1963] σσ. 127-129. Η νομολογιακή αυτή θέση επιβεβαιώθηκε και στη συνέχεια από τις Εφ. Πειρ. 505/1984 Πειραϊκή Νομολογία 6 [1984] σ. 170? Εφ. Αθ. 1101/1989 ΕλλΔνη 31 [1990] σ. 1611• Εφ.ΑΘ. 649/1998 ΝοΒ 48 [2000] σ. 1135? Ν.Σ.Κ. 708/2002 (ατομική) σε www.nsk.gr = Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ σσ. 7-8? Εφ. Αθ. 1433/2010 ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ 2/2010 σ. 162. Πρβλ. και ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, νομική μεταχείριση σσ. 79-80? ΔΩΡΗ σσ. 419-420? ΤΡΩΙΑΝΟΥ, Άγιον Όρος σ. 647. Αντιθ. ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Γνωμοδότησις: Επίσκοπος καρείς μοναχός προ της χειροτονίας αυτού εις Επίσκοπον και εγγεγραμμένος εις το Μοναχολόγιον της Μονής, αδεία της οποίας προεχειρίσθη εις Επίσκοπον, δεν δύναται να διαθέση την περιουσίαν του δια πράξεως εν ζωή ή αιτία, θανάτου, ήτις μετά τον θάνατον αυτού περιέρχεται εις την Μονήν, Αρμ. 15 [1961] σ. 576 και passim.
26. ΣΥΝΤΑΓΜΑ τ. 2 σ. 707.
27. Κατά την Πρ. Αθ. 14608/1962 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΗ’ [1963] σ. 129, η εφαρμογή των διατάξεων του κοινού δικαίου καταλαμβάνει όχι μόνο την περιουσία που απέκτησε ο μοναχός μετά την χειροτονία του σε Επίσκοπο, αλλά όλη την μετά από την κουρά περιουσία του. Η απόφαση ακολουθεί την άποψη του ΜΟΜΦΕΡΡΑΤΟΥ σ. 115, ότι η μετά από την κουρά περιουσία του μοναχού που προάγεται σε Επίσκοπο, δεν απομένει στο μοναστήρι, αλλά «παρακολουθεί» τον Επίσκοπο. Ενδιαφέρον από απόψεως εμπραγμάτου δικαίου έχει και η κρίση της Πρ. Αθ. 14608/1962, όπ. π. σ. 128 ότι προκειμένου να διεκδικηθεί η βιβλιοθήκη μοναχού που έχει προαχθεί σε Επίσκοπο ως σύνολο, πρέπει να μνημονεύονται στην αγωγή τα καθ’ έκαστον βιβλία, αλλιώς η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη. Πρβλ. και ΔΩΡΗ σ. 419. Πάντως ο μοναχός που εγκαταλείπει το Αγιο Όρος δεν δικαιούται να συναποκομίσει την προσωπική βιβλιοθήκη του, η οποία αυτοδικαίως περιέρχεται στην κυριότητα της Μονής του. Βλ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ, νομική μεταχείριση σ. 79 και υποσημ. 14 με παραπομπή στο άρθρ. 13 της Κανονιστικής Διατάξεως από 13.5.1947 της I. Δισενιαυσίου Συνάξεως.
28. Α.Π. 401/1959 ΝοΒ 7 [1959] σ. 1250
29. Έτσι και ΔΩΡΗΣ σ. 421.
30. Είναι θεωρητική πλέον η τοποθέτηση εφόσον δεν υπάρχουν σήμερα ιδιόρρυθμες Μονές.
31. Εφ. Λαρ. 88/1959 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΓ’ [1958] σ. 202• Πρ. Βόλου 144/1958 Α.Ε.Κ.Δ. ΙΓ’ [1958]σ. 203. Πριν από την ισχύ του Α.Κ., η Εφ. Θεσ. 165/1939 Θ. Ν’ [1939] σ. 834, είχε δεχτεί ότι: «τα εις την μονήν προσποριζόμενα δεν περιλαμβάνονται το από του μοναχού δι’ αδικήματος κτώμενα, ως δι’ υπαιξερέσεως, διότι αντίκειται εις την ηθικήν να αποκτά η μονή όσα εξ αθεμίτων πράξεων επορίσθη ο μοναχός, τοιούτο δε δεν είναι δυνατόν να ήθελεν ο νομοθέτης.,.η μονή ευθύνεται δια της condition sine causa μόνον καθ’ όσον κατέστη πλουσιωτέρα εξ αδικήματος του μοναχού, είτε εμμέσως εξ αυτών των αντικειμένων άτινα εκτήθησαν δια του αδικήματος, είτε εμμέσως εκ του τιμήματος όπερ επορίσθη ο διαπράξας το αδίκημα, μοναχός δια της πωλήσεως τοιούτων αντικειμένων, διότι και ούτως η μονή καθίσταται πλουσιωτέρα εκ της αθεμίτου πράξεως του μοναχού». Δηλ. η Μονή δεν ευθύνεται για αποζημίωση λόγω της αδικοπραξίας του μοναχού, ευθύνεται όμως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού έναντι του ζημιωθέντος από το μοναχό. Βλ. και ΔΩΡΗΣ σ. 420.
32. Βλ. το άρθρ. σε ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Θεμελιώδεις διατάξεις σσ. 352-353.
Πηγή: Αθανασίου Κόντη Δ.Ν.- Δικηγόρου, από τη Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου (Διευθυντής: Καθηγητής Ι.Μ.Κονιδάρης) Σειρά Β΄: Μελέτες, Η κληρονομική διαδοχή των ορθοδόξων μοναχών στην ελληνική επικράτεια κατά το ισχύον δίκαιο, §17. Η περιουσία μετά από την κουρά, σελ.302-312, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012.