Ο πρώτος τόμος με ομιλίες του Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου εκδόθηκε από το Ιερό Κοινόβιο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Ορμύλιας Χαλκιδικής με τον τίτλο «Σφραγίς Γνησία».
Πέραν του μεστού πνευματικών νοημάτων και βιωμάτων περιεχομένου αυτού του βιβλίου, μεγάλη αίσθηση προκαλεί στον αναγνώστη το εισαγωγικό σημείωμα. Πρόκειται για ένα κείμενο του γνωστότερου ίσως στις μέρες μας Έλληνα Γλωσσολόγου, καθηγητή Γεωργίου Μπαμπινιώτη, το οποίο επιγράφεται ως: «Η γλώσσα των κειμένων του Γέροντος Αιμιλιανού» (Αρχιμ. Αιμιλιανού, Κατηχήσεις και Λόγοι 1, Σφραγίς Γνησία, εκδ. Ορμύλια, Ορμύλια 1995, σ. 11-19.).
Στο εξαίρετο αυτό κείμενο δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να κατανοήσει τη σημασία της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας της βιωμένης Αγιοπνευματικής εμπειρίας. Η Πεμπτουσία δημοσίευσε το εισαγωγικό αυτό σημείωμα με την ευχή να αποτελέσει μία αφορμή για τους επισκέπτες της να εντρυφήσουν στις διδαχές του Γέροντος Αιμιλιανού προς ωφέλεια πνευματική.
Όταν πριν από λίγους μήνες συζήτησα με μια μικρή ομάδα μοναχών του Ιερού Κοινοβίου Ευαγγελισμού στην Ορμύλια, γυναικών μοναχών, οι οποίες με υψηλό αίσθημα φιλολογικής ευθύνης θέλησαν να πληροφορηθούν από τον γράφοντα ως γλωσσολόγο, πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν γλωσσικώς την έκδοση των κειμένων του πνευματικού τους πατρός, του Γέροντος Αιμιλιανού, τους είπα απλά ό,τι πίστευα ορθό για την περίσταση: Αποδώστε πιστά τον γραπτό και τον προφορικό λόγο του Γέροντος, έτσι που να μην αλλοιώνεται και να μή προδίδεται η γλωσσική φυσιογνωμία και το γλωσσικό ήθος της πνευματικής του προσωπικότητας. Ό,τι κι αν σας πουν, δεν έχετε το δικαίωμα, προσέθεσα, εν ονόματι μιας συμβατικής και τεχνητής συνέπειας και ομοιομορφίας στη χρήση της δημοτικής ή της λογιότερης γλώσσας, να αλλοιώσετε τη δομή και τις προθέσεις ενός θεολογικού λόγου που πασχίζει να σπάσει τον γλωσσικό φλοιό, για να δηλώσει όσο πιο καθαρά, απλά και αποτελεσματικά γίνεται την ουσία. Είτε πρόκειται για την ουσία του μοναχισμού, είτε για την ουσία του Θεού κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, είτε για την ουσία της ζωής και του πνεύματος του ανθρώπου κατά την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Σε μια τέτοια χρήση της γλώσσας ο γλωσσικός υποτάσσεται στον θεολογικό λόγο. Ο γλωσσικός τύπος υπηρετεί επικοινωνιακά το γλωσσικό περιεχόμενο. Το “σημαίνον” ακολουθεί το “σημαινόμενον” της γλώσσας.
Όσοι ζητήσουν από τον θεολογικό λόγο του ασυμβίβαστου αγιορείτη Γέροντα να συμβιβαστεί με τον γλωσσικό φορμαλισμό είτε αποκλειστικώς της λόγιας γλώσσας είτε και της δημοτικής, όσοι ζητήσουν να “αποτάξει” τη μία ή την άλλη μορφή της γλωσσικής μας παράδοσης, είναι προφανές ότι ματαιοπονούν. Μια θεολογική σκέψη που ζή και εμβαπτίζεται καθημερινώς, για χρόνια πολλά και για ώρες ατελεύτητες, στη γλώσσα των ιερών κειμένων, είτε πρόκειται για τη Γραφή, είτε για τα πατερικά κείμενα, είτε για την εκκλησιαστική υμνογραφία, είτε για τα κείμενα του μοναχισμού και των Κανόνων της Εκκλησίας, είναι αυτονόητο ότι βιώνει αδιαλείπτως μια μορφή γλωσσικής επικοινωνίας, η οποία περνάει μέσα από αιώνων συνεχιζομένη λόγια γλωσσική παράδοση. Αυτή η γλωσσική αναστροφή, που γίνεται με τον χρόνο βαθύτερη γλωσσική συνείδηση, συγκροτεί μια γλωσσική οικείωση και μια γλωσσική αίσθηση που λειτουργούν αυτόματα στη γλωσσική έκφραση του αθωνίτη Γέροντα. Γι’ αυτόν η χρήση της λόγιας γλώσσας σε πολλά κείμενά του, που είναι γραμμένα σε μια απλούστερη αλλά λόγια πάντα γλωσσική μορφή, είναι εξίσου φυσική και οικεία όσο η προσευχή, το χαμόγελο ή η αναπνοή. Δεν επιλέγεται η λογιότερη γλώσσα για να εντυπωσιάσει ή να αποτελέσει μορφή γλωσσικής διαφοροποίησης ή επίδειξης ή και απλής συμμόρφωσης σε κάποιους άτεγκτους γλωσσικούς κανόνες. Είναι αυθόρμητο γλωσσικό βίωμα το οποίο ενεργοποιείται αυτομάτως κάθε φορά που θέλει ο Γέροντας να εκφραστεί πιο απαιτητικά, πιο προσεγμένα, όπως όταν χρειάζεται να αναπτύξει ένα λεπτό θεολογικό θέμα.
Μιλώντας για τη γλωσσική επίδραση που έχει δεχθεί ο Γέροντας από κείμενα όπως αυτά που αναφέραμε προηγουμένως, βρισκόμαστε ήδη στην περιοχή που είναι γνωστή από τη σύγχρονη επιστήμη των κειμένων ως διακειμενικότητα. Πρόκειται για έναν τρέχοντα επιστημονικό όρο που χρησιμοποιείται, για να χαρακτηρίσει τις γλωσσικές επιδράσεις που δέχεται κανείς στη γλώσσα των κειμένων του από ορισμένο γλωσσικό περιβάλλον.
Συγκεκριμένα, η γλωσσική εμπειρία του Γέροντα, τα γραπτά και προφορικά κείμενα που την συνθέτουν, προερχόμενα από την εκκλησιαστική – θεολογική γλωσσική παράδοση, είναι φυσικό, όπως εξηγήσαμε ήδη, να έχουν διαμορφώσει έναν γλωσσικό κόσμο έντονα επηρεασμένο από αυτά, μια γλωσσική έκφραση διακειμενικά συνδεδεμένη με αυτά, χωρίς να μειώνεται μ’ αυτό στο ελάχιστο ο δημιουργικός χαρακτήρας και τα προσωπικά υφολογικά χαρακτηριστικά της γλώσσας του.
Μιλήσαμε για τη λόγια ή λογιότερη μορφή των κειμένων. Όταν, όμως, ο λόγος του κειμένου γίνεται περισσότερο προσωπικός, πιο πατρικός και γεροντικός, καθοδηγητικός για νέους μοναχούς ή μοναχές, ή όταν γίνεται έντονα βίωματικός, όπως λ.χ. όταν μιλάει για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, για τη διαδικασία της προσευχής, τότε ο λόγος του Γέροντα παίρνει απλούστερη και αμεσότερη μορφή∙ τότε εκφέρεται σε μια ρέουσα και εναργή δημοτική γλώσσα, εμβαπτισμένη κι αυτή σε λόγια θεολογικά παραθέματα και λεξιλόγιο από τη γλώσσα των ιερών κειμένων. Ότι τέτοια κείμενα, όπως είναι το κείμενο “Περί προσευχής”, έχουν το χαρακτηριστικό της προφορικότητας, του προφορικού ύφους, ως κείμενα ζωντανών προφορικών ομιλιών, αυτό όχι μόνο δεν μειώνει τη γλωσσική τους αξία, αλλά και την αυξάνει.
Κι αυτό γιατί η αξιοποίηση, από διαίσθηση περισσότερο καίριων μηχανισμών του προφορικού λόγου, όπως είναι η κοφτή φράση, ο εσωτερικός διάλογος, η εικόνα και γενικότερα η μεταφορά, η ερώτηση — ρητορική ή πραγματική – οι συχνές παρεκβολές (παρενθετικός λόγος), ο μεταγλωσσικός σχολιασμός (σχόλια για τη σημασία και τη χρήση των λέξεων), οι προσφωνήσεις, το οικείο, άτυπο και στοργικό ύφος, ο υγιής συναισθηματισμός, η βιωματική, προσωπική και σχολιαστική γενικότερα προσέγγιση του λόγου, δίνουν σ’ αυτά τα κείμενα μιάν ενάργεια και μιάν απλότητα που συνεπαίρνει τον αναγνώστη μαζί με τη σοφία των λεγομένων. Έχουμε εδώ λαμπρό παράδειγμα, πως και τα πιο υψηλά, σύνθετα και λεπτά νοήματα μπορούν να είπωθούν απλά, όταν είναι σαφή και κατασταλαγμένα στη διάνοια του λέγοντος.
Ο αναγνώστης των κειμένων του Γέροντος Αιμιλιανού διαπιστώνει – πράγμα ευνόητο για έναν γλωσσολόγο – ότι ο λόγος του είναι μια σύνθετη μορφή γλωσσικής εκφράσεως (δεν θα την πώ “μεικτή”, γιατί επιλέγει· δεν ανακατεύει τυχαία)∙ μιας σύνθεσης η οποία αντλεί από όλες τις πηγές της γλωσσικής μας παράδοσης, παρεμβάλλοντας – όπου χρειάζεται – απλές δημοτικές λέξεις ή φράσεις σ’ ένα λογιότερο περιβάλλον ή, αντιστρόφως, λόγιες λέξεις και φράσεις σ’ ένα δημοτικότερο κείμενο. Εδώ ο λόγος του Γέροντα λειτουργεί – τηρούμενων πάντοτε των αναλογιών — όπως ο λόγος των αληθινών δημιουργών της λογοτεχνίας μας: αρύεται στοιχεία από όλον τον πλούτο της γλωσσικής μας διαχρονίας και σε όλα τα επίπεδά της – λεξιλογικό, γραμματικό, συντακτικό. Έτσι τα παρεμβαλλόμενα στοιχεία, λόγια ή δημώδη, φαντάζουν σαν εκφραστικές ανταύγειες ενός πολυπρισματικού γλωσσικού φωτός, που είναι πράγματι η ελληνική μας γλώσσα. Αλίμονο στον δημιουργό — επιστήμονα, λογοτέχνη, κληρικό, απλό ομιλητή της γλώσσας — που, στον βωμό μιας ανέκφραστης φορμαλιστικής συνέπειας, θα θυσιάσει την εκφραστικότητα μιας πεποικιλμένης, εκλεκτικής και επιλεκτικής και, γι’ αυτό, δημιουργικής γλωσσικής επικοινωνίας.
[irp posts=”378406″ name=”Αγιο Ορος, μοναχισμός και κόσμος”]
Το να μιλάς για τον Θεό, για την Εκκλησία, για τον μοναχισμό, για τη χριστιανική ζωή και πίστη, για τον άνθρωπο σε σχέση με τον Θεό, γενικά το να μιλάς για τόσο μεγάλα, λεπτά, βαθύτατα πνευματικά, σχεδόν άϋλα, θα τα έλεγα, θέματα, σημαίνει πως έχεις κιόλας απογειωθεί (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από τα πεζά και τα τετριμμένα, από τα καθημερινά και τα γήινα, και ανέρχεσαι επικοινωνιακά σε άλλο επίπεδο, που απαιτεί και άλλη γλώσσα: λιτή, αλλά δηλωτική∙ απλή, αλλά ακριβολόγο∙ απέριττη, αλλά διεισδυτική∙ ανεπιτήδεια, αλλά συνταρακτική∙ αυθόρμητη, αλλά αποκαλυπτική. Η σοφία του πνεύματος, πώς να το κάνουμε, έχει ανάγκη από το άρωμα του λόγου. Στο “Ονομαστικόν” του Πολυδεύκους βρίσκουμε έναν οξύνουν ορισμό της σοφίας που την συνδέει άμεσα με τη γλώσσα: «Της σοφίας το μέν τι εν τη της ψυχής αρετή, το δε εν τη χρεια της φωνής». Η σοφία, λοιπόν, είναι συνδυασμός της ψυχής και της γλώσσας του ανθρώπου∙ εσωτερικών, πνευματικών ιδιοτήτων της ψυχής και εξωτερικών, φυσικών χαρακτηριστικών της σωματικής υποστάσεως του ανθρώπου. Η ίδια η λέξη και, κατ’ επέκτασιν, η γλώσσα συνδυάζει, όπως και η φύσις του ανθρώπου, ένα στοιχείο άυλο, πνευματικό, νοητικό που είναι η σημασία της, η έννοιά της και μαζί ένα υλικό, εξωτερικό “σαρκίο”, που είναι η φωνητική της άρθρωση ή η γραπτή της απεικόνιση. Όλα αυτά δείχνουν, νομίζω, ότι η γλωσσική επικοινωνία, σ’ ένα απαιτητικότερο επίπεδο, είναι μια καθαρώς πνευματική διεργασία, που δεν μπορεί να επιτελείται με μηχανιστικούς κανόνες ή περιοριστικά και ανελεύθερα σχήματα.
Ποιός θα σκεφθεί να μεμφθεί τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σεφέρη ή τον Ελύτη γιατί, όπου το κρίνουν σκόπιμο, ανασύρουν και ενεργοποιούν στην ποίησή τους στοιχεία από όλες τις περιόδους της γλωσσικής έκφρασης των Ελλήνων; Στοιχεία της αρχαίας γλώσσας, της ελληνιστικής Κοινής, στοιχεία της λόγιας εκκλησιαστικής και θύραθεν γλωσσικής μας παράδοσης. Έτσι δρά ο δημιουργός, αφού δημιουργία σημαίνει πάνω απ’ όλα ελευθερία∙ ελευθερία σ’ όλες τις εκφάνσεις της∙ κατ’ εξοχήν δε ελευθερία στη γλωσσική έκφραση. Κοντολογής, ο λόγος περί Θεού, ο θεολογικός λόγος, από τη φύση του, είναι μεγίστη μορφή επικοινωνιακής ελευθερίας και έννοια ποιότητας, έτσι που να αυτοπροσδιορίζεται και να μορφώνει, κατά περίστασιν, τη γλωσσική του ιδιοσυστασία μέσα από τις επιλογές του δημιουργού του. Η γλώσσα των κειμένων του Γέροντος Αιμιλιανού είναι τρανή απόδειξη μιας τέτοιας γλωσσικής συμπεριφοράς – φυσικής, αυθόρμητης, αδέσμευτης, αντιμορφοκρατικής, εκλεκτικής και, γι’ αυτό, απόλυτα δηλωτικής και θελκτικής, με το χαρακτηριστικό μιας έντονης επικοινωνιακής αύρας να αναδύεται από αδρά, δηλωτικά στοιχεία του γλωσσικού παρελθόντος και δυνατά εκφραστικά στοιχεία του γλωσσικού μας παρόντος.
Το κατ’ εξοχήν δε γνώρισμα, που διέπει και φωτίζει τη γλώσσα του, είναι η επικοινωνιακή του ειλικρίνεια, η λαχτάρα του να επικοινωνήσει, να συναντήσει τον ακροατή του, να συνομιλήσει μαζί του, να τον καταστήσει κοινωνό των αληθειών που έχει ο ίδιος κατακτήσει μέσα από τη μακρόχρονη πνευματική του άσκηση. Αν δεν είναι αυτό κοινωνία γλωσσική και επικοινωνία, τότε τι είναι; Κατά πόσον αυτό το πάθος του Γέροντα για τον Χριστό, αυτή η αγωνία πνευματικής τελείωσης και συνάντησης με τον Θεό και ο πόθος να τα μεταδώσει στους άλλους μπορούσαν ή έπρεπε να υποκύψουν σε γλωσσικούς περιορισμούς και κανόνες, ας το κρίνει ο αναγνώστης των κειμένων αυτής της εκδόσεως.
Τέλος, η διακειμενικότητα της γλώσσας του Γέροντα, η σχέση της δηλ. με τη γλωσσική παράδοση συναφών θεολογικών κειμένων, είναι φυσικό να έχει τον αντίκτυπό της και στη γραφική παράσταση της γλώσσας του, στην ορθογραφία. Η τήρηση της ιστορικής ορθογραφίας, που αποτελεί τη γνώριμη εικόνα των κειμένων με τα οποία συναναστρέφεται βιωματικά επί χρόνια, είναι φυσικό να έχει παγιώσει στη συνείδησή του οικείες “οπτικές παραστάσεις” των λέξεων καθώς και συγκεκριμένη ορθογραφική πρακτική, η οποία δεν υπόκειται κι αυτή σε κανονιστικές ορθογραφικές ρυθμίσεις, σε συμβατικές απλουστεύσεις, σε ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις στους ληκτικούς τύπους των λέξεων και στον τονισμό (μονοτονικό). Υπάρχει, τρόπον τινά, ενα οπτικό (γραφικό και ορθογραφικό) συνεχές ανάμεσα στα κείμενα αυτά και στα άλλα, τα ιερά και τα θεολογικά κείμενα, στα οποία παραπέμπουν και τα οποία απηχούν. Η πρακτική της γραφής, η ορθογραφία των λαϊκών και κοσμικών, που επηρεάζεται από τον Τύπο, την Εκπαίδευση, την ηλεκτρονική γραφή κ.ά., αφήνουν ατάραχο το γλωσσικό και ορθογραφικό αίσθημα του αθωνίτη μοναχού, όμοια όπως οι κοσμικές απολαύσεις και τεχνολογικές εξαρτήσεις, τις οποίες ο ίδιος έχει απαρνηθεί ως επιλογή ζωής. Έτσι η διατήρηση της ορθογραφίας των τύπων λ.χ. της υποτακτικής (-η, -ωμε, -θή κ.τ.ό.) ή των τύπων με χρονική αύξηση (ώρισα, ωρισμένος) είναι απολύτως φυσική στη γραπτή γλώσσα του Γέροντα και σε πλήρη αρμονία με τον τρόπο που είναι γραμμένα τα λοιπά κείμενα που μελετά, παραπέμπει και ερμηνεύει. Συμβιβασμοί και παραχωρήσεις στις μεταβαλλόμενες συνήθειες του αναγνώστη δεν είναι νοητοί για τέτοια κείμενα, για τα οποία ο ίδιος ο (υποψιασμένος ή επαρκής) αναγνώστης, από την επαφή του με συναφή κείμενα, αναμένει μια διαφορετική γλωσσική εικόνα και υφή, αυτήν που ταιριάζει σ’ έναν τέτοιο τύπο κειμένων.
* * *
Οι σκέψεις που εκθέσαμε για την ύφη της γλώσσας των κειμένων του Γέροντος Αιμιλιανού και για τη γλωσσική μορφή και ορθογραφία με την οποία εμφανίζονται στην παρούσα έκδοση, δεν είναι παρά μια απλή κατάθεση ενός γλωσσολόγου, για το πώς είναι φυσικό να λειτουργεί η γλώσσα σε κείμενα αυτού του τύπου και πώς εξηγούνται, από γλωσσολογικής πλευράς, όσα αυθόρμητα, υποσυνείδητα ή και συνειδητά εφαρμόζονται στα κείμενα αυτά. Ό,τι προσπάθησα να επισημάνω, έξ αφορμής των κειμένων του Γέροντος αλλά και όσων άλλων — και είναι πολλά — κινούνται στην ίδια γλωσσική κατεύθυνση, είναι ότι η ελληνική γλώσσα, με την καλλιέργεια που έχει αποκτήσει από το δούλεμά της πάνω στο αμόνι της έκφρασης μεγάλων κειμένων του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, παρέχει τα μέσα σε όσους διαθέτουν αγάπη, ευαισθησία και παιδεία γλωσσική να εκφράζονται με έναν πλούσιο, προσωπικό και επικοινωνιακά αποτελεσματικό λόγο. Φτάνει να αποδεσμεύονται από τις ιδεοληψίες μιας τεχνητά επιβεβλημένης “γλωσσικής συνέπειας” και μιας νοοτροπίας γλωσσικού εξισωτισμού, που είναι και ιστορικά και γλωσσολογικά και πνευματικά και ανθρώπινα αφύσικες. Η γλώσσα, το είπαμε ήδη, είναι πάνω απ’ όλα δημιουργία, και ως δημιουργία προϋποθέτει την ελεύθερη γλωσσική συνείδηση του δημιουργού που επιλέγει και οικοδομεί ο ίδιος την έκφρασή του, δηλ. τη σκέψη του, το ίδιο του το είναι. Σ’ αυτό, στα “ιερά και τα όσια” της έκφρασης, στη διαδικασία συνάντησης ανθρώπου με άνθρωπο, παρεμβάσεις, ρυθμίσεις, ψευδοσυνέπειες και κάθε μορφής γλωσσικοί εξισωτισμοί δεν έχουν καμμία θέση.
Ας απολαύσουμε, λοιπόν, τη διδασκαλία του Γέροντα στον πρωτογενή, γάργαρο λόγο του κι ας βοηθήσουν οι άξιες μοναχές, που επιμελούνται την έκδοση αυτής της πολύτιμης πνευματικής παρακαταθήκης, να τηρηθεί αλώβητος ο λόγος αυτός. Το οφείλουμε στον Γέροντα, στην παράδοση τέτοιων κειμένων και στην ίδια την ελληνική γλώσσα.
Γ. Μπαμπινιώτης
Καθηγητής Γλωσσολογίας
Πανεπιστημίου Αθηνών