Από τους πρώτους ασκητές που κατοίκησαν στο Άγιο Όρος, ήταν και ο Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης, τον 9ον αιώνα μ.χ.
Πριν γίνει μοναχός κι έρθει στο Άγιο Όρος, ήταν στρατιωτικός στην Κωνσταντινούπολη και σε κάποια μάχη με τους Αγαρηνούς, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στην χειρότερη φυλακή της τότε εποχής, την λεγομένη του “Σαμαρά”.
Ευλαβής όπως ήταν ο Όσιος, προσεύχονταν στον Θεό για να τον ελευθερώσει από τα δεσμά της φυλακής, όμως αισθανόταν και ένοχος, διότι είχε τάξει πολλές φορές στον Θεό να γίνει μοναχός, αλλά δεν έγινε.
Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον Άγιο Νικόλαο, στον οποίο είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες και τον επικαλούνταν με πολλή θέρμη, για να τον βοηθήσει στις δυσκολίες που περνούσε μέσα στην φυλακή.
Πράγματι ο Άγιος Νικόλαος άκουσε τις προσευχές του και του εμφανίστηκε στο κελί του, αλλά του είπε ότι δεν μπορεί να τον βοηθήσει, διότι είχε αθετήσει πολλές φορές την υπόσχεση που είχε δώσει στον Θεό ότι θα γίνει μοναχός. Ο Όσιος όμως, με περισσότερη ακόμη θέρμη, παρακαλούσε τον Άγιο να τον βοηθήσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να του εμφανιστεί ο Άγιος πάλι και να του πει τα εξής: “επειδή είναι δύσκολο να κάμψω το Θέλημα του Θεού μόνος μου, πρέπει να παρακαλέσεις και τον Άγιο Συμεών τον Θεοδόχο, ο οποίος έχει μεγάλη παρρησία στον Θεό και δύναται να δώσει λύση στο αίτημα σου”.
Χωρίς να χάσει χρόνο ο Όσιος Πέτρος άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο και Δίκαιο Συμεών τον Θεοδόχο και να τον παρακαλάει να τον ελευθερώσει από τα δεσμά.
Πράγματι, μετά από μερικές ημέρες του εμφανίστηκε ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος και τον ρώτησε: “εάν σε ελευθερώσω από τα δεσμά, θα κρατήσεις την υπόσχεση που έδωσες στον Θεό ότι θα γίνεις μοναχός?” ο Όσιος Πέτρος δεσμεύτηκε με όρκους πλέον, ότι θα κρατήσει την υπόσχεση του κι έτσι ο Άγιος Συμεών, ακουμπώντας με την ράβδο του τα σιδερένια δεσμά του Πέτρου, τον ελευθέρωσε. Η πόρτα του κελιού του άνοιξε μόνη της και ο Όσιος δραπέτευσε σαν να μην υπήρχαν φρουροί.
Χωρίς να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, μετέβηκε στην Ρώμη, όπου έγινε μοναχός, κρατώντας έτσι την υπόσχεση του.
Απ’ εκεί επιβιβάστηκε σε πλοίο με άγνωστο προορισμό, μη ξέροντας που να πάει να μονάσει. Καθώς καθόταν μόνος του στο κατάστρωμα και είχε αρχίσει να τον παίρνει ο ύπνος από την κούραση, βλέπει πάλι εν οράματι τον Άγιο Νικόλαο, αλλά αυτή την φορά μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, να συνομιλούν για το που πρέπει να μονάσει και σε ποιον τόπο.
Στην συνομιλία τους άκουσε καθαρά την Υπεραγία Θεοτόκο να λέει στον Άγιο Νικόλαο τα εξής: “Είναι ένας τόπος που τον έχω διαλέξει από όλη την Γη και ζήτησα από τον Υιό μου να είναι κλήρος δικός μου και περιβόλι μου. Μπαίνει κατά πολύ μέσα στην θάλασσα και έχει όρος υψηλό. Θα τον παραδώσω στον ανδρώο μοναχισμό και θα είναι άβατος για τις γυναίκες. Όποιος μονάσει σ’ αυτό το Όρος και μείνει όλη του την ζωή εν μετανοία, εγώ θα πρεσβεύσω για τελεία άφεση αμαρτιών. Εγώ θα είμαι τροφός, ιατρός και παραμυθία, σύμβουλος γι’ αυτά που πρέπει να κάνουν και γι’ αυτά που δεν πρέπει. Εγώ θα προστατεύω αυτό το Όρος, το οποίο θα ονομαστεί Άγιο και θα είναι περιβόλι δικό μου”. Αυτά άκουσε ο Όσιος Πέτρος να λέει η Υπεραγία Θεοτόκος στον Άγιο Νικόλαο και αμέσως συνήλθε από την οπτασία. Συνεχίζοντας το πλοίο την πορεία του, περνούσε μπροστά από το Άγιο Όρος, αλλά προς έκπληξη όλων το πλοίο σταμάτησε να πλέει και ακινητοποιήθηκε. Ο καπετάνιος και οι ναύτες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το γεγονός, όμως ο Όσιος Πέτρος κατάλαβε ότι αυτός είναι ο τόπος για τον οποίο μιλούσε η Υπεραγία Θεοτόκος. Αφού έπεισε τον καπετάνιο και τους ναύτες, τον κατέβασαν στην ξηρά και το πλοίο αμέσως συνέχισε την πορεία του. Ο Όσιος κατευθύνθηκε προς τους πρόποδες του Άθωνα και κατοίκησε μέσα σε σπηλιά, όπου έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, τρώγοντας μόνο άγρια χόρτα.
Οι μεγάλοι ασκητικοί του αγώνες μέσα στο σπήλαιο, επιβραβεύτηκαν από τον Θεό και έτσι έφτασε σε μέτρα πνευματικής τελιότητος. Λίγο πριν την οσιακή του κοίμηση, τον επισκέφθηκε κάποιος κυνηγός, στον οποίο και διηγήθηκε όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα. Ο κυνηγός με την σειρά του τα κατέγραψε και παρέδωσε το χειρόγραφο (το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα σε Μονή του Αγίου Όρους) στους πρώτους μοναχούς που είχαν αρχίσει να συνάζονται στα όρια της σημερινής Μονής των Ιβήρων. Αργότερα απ’ αυτό το χειρόγραφο, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ον αιώνα, συνέγραψε τον βίο του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτη και η εκκλησία μας τον τιμά στις 12 Ιουνίου.
Τα όσα άκουσε ο Όσιος Πέτρος από την Υπεραγία Θεοτόκο, επαληθεύτηκαν όλα, στο πέρασμα των αιώνων. Το Όρος ονομάστηκε Άγιο και γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη με μοναχούς. Χτίστηκαν Μοναστήρια, Σκήτες, Καλύβες και κατοχυρώθηκε το Άβατο με Αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος προστάτευσε αυτό από πειρατές, Τούρκους, Γερμανούς και πολλούς άλλους εχθρούς. Δεν έλειψε ποτέ το σιτάρι και το λάδι από το Άγιο Όρος, σύμφωνα με την υπόσχεση της Παναγίας, που είπε ότι αυτή θα είναι τροφός. Πάντα με θαυματουργικό τρόπο γέμιζαν οι αποθήκες τροφίμων των Μονών, με τα απαραίτητα τρόφιμα. Και σαν απόδειξη ότι πρεσβεύει για τελεία άφεση αμαρτιών, είναι ότι οι μοναχοί στο Άγιο Όρος όταν πεθαίνουν δεν παγώνουν, αλλά παραμένουν εύκαμπτοι και με θερμοκρασία σώματος, μέχρι την άλλη ημέρα όπου και τους θάπτουν στον τάφο.
Μέχρι σήμερα η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος , στέκεται φρουρός απροσπέλαστος για το Άγιο Όρος και αλίμονο σ’ αυτόν που θα τολμήσει να βλάψει με τον οποιονδήποτε τρόπο αυτόν τον τόπο.