Την τελευταία φορά που επισκέφτηκα τα Πετροκέρασα βρήκα τυχαία και ξεφύλλισα ένα φωτογραφικό λεύκωμα του πατέρα μου.
Αφορούσε τη χρονιά του 1993 και το πρώτο του μέρος ήταν αφιερωμένο στην προσκυνηματική εκδρομή που έκαναν κάτοικοι του χωριού στο Άγιο Όρος. Κοιτώντας τις φωτογραφίες θυμήθηκα ότι ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα το Άγιο Όρος σε ηλικία 13 χρονών μαζί με τον πατέρα μου, τον θείο μου Γιαννάκη τον συγχωρεμένο και τον αδελφό μου.
Χαρακτηριστικό αυτής της εκδρομής ήταν η παρουσία 7 παιδιών-εφήβων σε σύνολο 18 συμμετεχόντων. Βλέπω τη φωτογραφία στο Βατοπαίδι που απεικονίζει τον Σίμο και τον Γιάννη, τον Πάνο, τον Ηλία, τον Τζίμη, τον Θανάση και εμένα και από πίσω τους πατεράδες μας. Μικρά παιδιά όλοι τότε απολαμβάναμε αυτή τη «περίεργη» περιήγηση.
Είναι αρκετές οι μνήμες μου από αυτή την εκδρομή στο Άγιο Όρος. Η επίσκεψη μας στο άγαλμα του Αριστοτέλη στα Στάγειρα, το πλήθος κόσμου στη Ουρανούπολη και μέσα στο καράβι, ο αγώνας δρόμου στη Δάφνη και τα παμπάλαια μεταφορικά μέσα γεμάτα σκόνη, το τσούρμο προσκυνητών στις Καρυές που κατηφόριζαν με πάθος προς το κελάκι του γέροντα Παϊσίου. Μα πάνω από όλα τη διαμονή μας στα μοναστήρια σε μεγάλους ξενώνες και τις πλάκες που γίνονταν αναμεταξύ μας αλλά και τις επιβλητικές ακολουθίες σε μεγαλόπρεπους ναούς με αποκορύφωμα την αγρυπνία της Παναγίας…
Καλοκαίρι του 2013 στο χωριό και ετοιμάζομαι, μόνος αυτή τη φορά, να επισκεφτώ το Άγιο Όρος. Συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει 20 χρόνια από τη πρώτη φορά και ότι έχω δημιουργήσει μια προσωπική παράδοση να κλείνω τα καλοκαίρια μου με μια επίσκεψη στο Άγιο Όρος. Πράγματι μέσα στα 20 αυτά χρόνια το έχω επισκεφθεί 19 φορές και δεν διστάζω πια να δηλώνω «φιλοαθωνίτης».
Αφορμή για να κάνω αυτή τη καταγραφή γεγονότων και εμπειριών είναι η ερώτηση που μου έκανε η φίλη μου η Σεμέλη καθώς πίναμε το καφεδάκι μας στη πλατεία του χωριού: «Γιατί πας στο Άγιο Όρος κάθε χρόνο;». Εκείνη τη στιγμή δεν βρήκα κάτι εύκαιρο να της πω. Σαφώς δεν είμαι ο ίδιος με τον 13χρονο ή τον 23χρονο Μιχάλη. Είναι σίγουρο ότι μου έχει φύγει αυτός ο νεανικός ενθουσιασμός. Υπάρχουν όμως κάποιες σταθερές όλα αυτά τα χρόνια τόσο μέσα μου όσο και στο ίδιο το Άγιο Όρος που το κάνουν ελκυστικό.
Το πρώτο πράγμα που απολαμβάνει κάποιος προσκυνητής στο Άγιο Όρος είναι η συμμετοχή στη λατρεία. Το μεσονυχτικό, οι ώρες, ο εσπερινός με τη λιτή, το απόδειπνο με τη παράκληση στη Παναγία είναι ακολουθίες που μόνο στο Άγιο Όρος μπορεί κάποιος να συμμετέχει και τελούνται πάντοτε με μυσταγωγία. Η καθημερινή θεία λειτουργία (υπολογίζεται ότι περίπου 1000 θείες λειτουργίες γίνονται κάθε μέρα στο Άγιο Όρος) αλλά κυρίως οι αγρυπνίες κατά τις μεγάλες εορτές είναι μοναδικές εμπειρίες για τον κάθε προσκυνητή. Ακολουθίες που γίνονται εδώ και αιώνες την ίδια πάντα ώρα, με το ίδιο τυπικό και με την ίδια σπουδή από τους μοναχούς. Ιδιαίτερα στις αγρυπνίες, που κρατάνε από 8 έως 16 ώρες, ο παρευρισκόμενος έχει την ευκαιρία να γευτεί τη χαρά της παννύχιδος ακούγοντας μοναδικούς ύμνους από μελίρρυτους ψάλτες και βλέποντας, ανάμεσα στο ημίφως των κεριών, τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του.
Πέρα από τη λατρεία, μοναδική εμπειρία για τον κάθε προσκυνητή είναι η συναναστροφή με τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί. Δεν αναφέρομαι απαραίτητα στους γέροντες-πνευματικούς όπου πολλοί προστρέχουν για να καθαρίσουν τους λογισμούς τους και να ωφεληθούν. Είναι πολλοί μέσα στο Άγιο Όρος, μοναχοί και κοσμικοί, αφανείς οι περισσότεροι και αλλόκοτοι για τα ανθρώπινα μέτρα και στεγανά, πραγματικοί όμως θησαυροί για όποιον έχει τη τύχη να συνομιλήσει μαζί τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο γέροντας Παΐσιος όσο και αγιορείτης μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, στα βιβλία που έχουν γράψει για το Άγιο Όρος, έχουν αναφερθεί εκτενώς σε αυτούς τους αλλόκοτους που τους χαρακτηρίζουν «δια Χριστόν σαλούς».
Πέρα από το έμψυχο κομμάτι, το Άγιο Όρος αποτελεί και ένα μνημείο βυζαντινής παράδοσης. Τα 20 μοναστήρια είναι κτίσματα πολλών αιώνων και αποτελούν όλα μοναδικά δείγματα βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Κτίσματα μεγαλόπρεπα, με το καθολικό στη μέση τους, τα παρεκκλήσια, τους ξενώνες και τους άλλους κοινόχρηστους χώρους γύρω από αυτό και όλα περιτειχισμένα από ένα πολύ υψηλό τείχος για τη προστασία από τους εχθρούς των παλαιότερων χρόνων. Κτίσματα όπου διαφυλάσσονται και συντηρούνται βυζαντινές εικόνες και κειμήλια, περγαμηνές, χειρόγραφα και πάπυροι, εκκλησιαστικά και φιλοσοφικά βιβλία. Μα πάνω από όλα είναι τα λείψανα αγίων που κατέχει κάθε μονή και τα οποία οι μοναχοί εκθέτουν κάθε απόγευμα προς προσκύνηση σε όλους τους επισκέπτες.
Τελειώνοντας, μοναδικό στο Άγιο Όρος είναι και το φυσικό περιβάλλον. Σπάνια φυτά ευδοκιμούν στην αθωνική πολιτεία κυρίως λόγω της μη βόσκησης και της μη ανθρώπινης ανάπτυξης. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να περπατήσει σε μονοπάτια αιώνων και να χαρεί τη φύση και τη θέα προς τη θάλασσα. Μοναδικά τοπία έχουν φωτογραφηθεί από πλήθος προσκυνητών κυρίως κατά την ανατολή και τη δύση του ηλίου όπου επικρατούν έντονα φυσικά χρώματα. Μοναδικός επίσης είναι και ο Άθως με το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης στη κορυφή του στα 2033 μέτρα. Πολλοί είναι αυτοί, κυρίως ξένοι, που τολμούν την πολύωρη ανηφορική πορεία προς τα κορυφή για να θαυμάσουν την υπέροχη θέα και να προσκυνήσουν στο εκκλησάκι.
Συμπεραίνοντας, τώρα καταλαβαίνω πόσο δύσκολο ήταν και είναι να εξιστορώ εμπειρίες μου από το Άγιο Όρος σε φίλους και γνωστούς. Το Άγιο Όρος είναι μια ζώσα εμπειρία που μόνο αν τη γευτείς θα καταλάβεις την αξία της. Εκεί μέσα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου χωρίς υπεκφυγές και άλλοθι. Όσο για τα παραπάνω, είναι απλά η καταγραφή σκόρπιων σκέψεων ανάμεσα σε πλήθος άλλων που έχουν δημοσιευτεί και θα δημοσιεύονται για αυτό. Τουλάχιστον, ίσως τώρα μπορώ να δώσω μια απάντηση γιατί επισκέπτομαι κάθε χρόνο «το περιβόλι της Παναγίας». Ο στίχος «ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης μου» του ψαλμού μπορεί να είναι μία από αυτές.
Μιχάλης Μουτζίκος
(το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε σε πολιτιστική εφημερίδα των Πετροκεράσων Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο 2013)