Tα αγιορείτικα χειρόγραφα αποτελούν σημαντικές πηγές για την έρευνα σλαβικών τοπωνυμίων στον ελληνικό χώρο, κυρίως επειδή είναι χρονολογημένα, τονίστηκε, μεταξύ άλλων, στο 1ο Διεθνές Επιστημονικό Εργαστήριο της Αγιορείτικης Εστίας.
Σε εισήγηση της, η επίκουρος καθηγήτρια Μεσαιωνικής Ιστορίας των Σλαβικών Λαών, του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Αγγελική Δεληκάρη, αναφέρθηκε σε βυζαντινά χειρόγραφα μονών, κυρίως του Πρωτάτου και της μονής Ιβήρων, όπου εμφανίζονται σλαβικά τοπωνύμια, ως όρια μετοχιών, ή ως σημεία γεωγραφικού προσδιορισμού, ήδη από τα τέλη του 9ου αλλά κυρίως από τον 10ο αιώνα.
Η κ. Δεληκάρη σημείωσε ότι τα έγγραφα αυτά είναι σημαντικά, κυρίως γιατί είναι χρονολογημένα και επιτρέπουν στο μελετητή «να διαμορφώσει μια εικόνα για το πρώιμο σλαβικό τοπωνυμικό παρελθόν ορισμένων περιοχών». Ανέφερε, ότι κατά πάσα πιθανότητα σλαβικά τοπωνύμια χρησιμοποιούνταν ακόμη από τους πρώτους αιώνες της εγκατάστασης σλαβικών πληθυσμών στον ελληνικό χώρο. Όπως προκύπτει από τις βυζαντινές πηγές, το θέμα των σλαβικών μετονομασιών τοπωνυμίων με προηγούμενη ελληνική ονομασία θίγεται και από βυζαντινούς συγγραφείς και λόγιους. Αν και απευθύνονται σε ένα κατεξοχήν βυζαντινό αναγνωστικό κοινό, χρησιμοποιούν τα σλαβικά ονόματα οικισμών, υδρωνυμίων κτλ. προκειμένου να γίνουν όσο σαφέστεροι γίνεται.
Η κ. Δεληκάρη ανέφερε χαρακτηριστικά αποσπάσματα, όπου η ‘Αννα η Κομνηνή φαίνεται να δυσφορεί, επειδή η λίμνη Λυχνίτιδα «εκβαρβαρώσασα» αποκαλείται πιο ευρέως στη καθομιλουμένη «Αχρίδα» και ο Θεοφύλακτος Αχρίδος επίσης «ενοχλείται» διότι ο ποταμός ‘Αξιος (Αξιός) αποκαλείται πιο κακόηχα για την αισθητική του – «Βαρδουάριος»(Βαρδάρης).
Η μετονομασία στα σλαβικά οικισμών, ποταμών, λιμνών, ορέων ή γενικότερα τόπων, όπως τόνισε η κ. Δεληκάρη, δεν είναι αποτέλεσμα της επέκτασης των Σλάβων ηγεμόνων στον ελλαδικό χώρο, αλλά της διασποράς των σλαβικών πληθυσμών κυρίως στην ύπαιθρο, καθώς οι Σλάβοι προτιμούσαν να εγκαθίστανται κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Για τον λόγο αυτόν και τα τοπωνύμια αποδίδουν, με λέξεις της παλαιοσλαβικής γλώσσας, ή έχουν ως συνθετικό τους λέξεις από την παλαιοσλαβική που σχετίζονται με γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος, την χλωρίδα, την πανίδα, κ.α. όπως Χλομουτζά (Χλομ-βουνό), Ζελίνιτσα (Ζέλεν-πράσινο), Γκράδιστα (Γκραντ – πόλη, κήπος, σύνορο), κ.α.
Η επικράτηση των σλαβικών τοπωνυμίων, έναντι των προγενέστερων ονομασιών, αλλά και η δημιουργία νέων δε σημαίνει μεγάλους σλαβικούς πληθυσμούς, αλλά κυρίως μεγάλη διασπορά τους στην ύπαιθρο καθώς οι Σλάβοι απέφευγαν γενικά τα αστικά κέντρα και εγκαθίσταντο κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Η πιθανότερη εξήγηση, είπε η κ. Δεληκάρη, είναι ότι οφείλεται στην απλότητα της σλαβικής γλώσσας, την οποία μπορούσαν ευκολότερα να αφομοιώσουν άλλα φύλα, γηγενείς, βλάχοι, αλβανόφωνοι, κ.α. στην ανάγκη τους να επικοινωνήσουν και να συνεννοηθούν με το σλαβικό στοιχείο, πολύ πιο εύκολα οπωσδήποτε από ό,τι οι Σλάβοι θα μπορούσαν να υιοθετήσουν τις πιο σύνθετες ελληνικές ονομασίες για να συνεννοηθούν με τους άλλους.
Η εισήγηση της κ. Δεληκάρη βασίστηκε σε στοιχεία ευρύτερης επιστημονικής έρευνας της οποίας προΐσταται με αντικείμενο την καταγραφή, την ετυμολόγηση και τη συγκριτική μελέτη σλαβικών τοπωνύμιων στην Ελλάδα, με συμμετοχή Ελλήνων και ξένων επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη.
Στις προσπάθειες ηγουμένων και μοναχών της μονής Χιλανδαρίου να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των μετοχιών που τους είχαν παραχωρηθεί από βυζαντινούς αυτοκράτορες και Σέρβους ηγεμόνες, όπως προκύπτει μέσα από χειρόγραφα του 13ου – 14ου αι. , αναφέρθηκε, στην ανακοίνωση της η καθηγήτρια της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών Μιριάνα Ζινογίνοβιτς.
Οι μοναχοί του Χιλανδαρίου οργάνωναν τα κτήματα που τους είχαν παραχωρηθεί σε μετόχια, τα οποία φρόντιζαν οικονόμοι, μοναχοί, οι οποίοι αποστέλλονταν από το μοναστήρι για αυτό το σκοπό. Ωστόσο, πολύ συχνές ήταν οι καταπατήσεις μέρους των κτημάτων, ή ακόμη η καταχρηστική χρήση τους από γείτονες (π.χ. χρήση βοσκοτόπων) κυρίως σε εδάφη που τελούσαν υπό σερβική ηγεμονία, σε περιόδους που υπήρχε κρίση στις σχέσεις με το Βυζάντιο. Αυτό το φαινόμενο επιδεινώθηκε «κατά τη διάρκεια των σερβοβυζαντινών πολέμων, οπότε οι σχέσεις μεταξύ του Αγίου Όρους και Σερβίας διακόπηκαν, όπως και τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 13ουαι».
Μια από αυτές τις απόπειρες είναι η επίσκεψη του ηγουμένου του Χιλανδαρίου, ιερομόναχου Γερβάσιου στον κράλη Στέφανο Ουρέση τον Γ’ τον Σεπτέμβριο του 1327, καθώς και του ιερομόναχου Δωρόθεου στη Συνέλευση στου Krupista τον Μάιο-Ιούλιο του 1355 για να διεκδικήσουν εκ νέου απολεσθέντα δικαιώματα του μοναστηριού.
Η κυκλοφορία του πρώτου καταλόγου αγιολογικών χειρόγραφων των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους, με χειρόγραφα της Ι.Μ. Παντοκράτορος, επίκειται προσεχώς, στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών και του ΑΠΘ, όπως ανακοίνωσε ο διδάκτωρ Θεολογίας Δημοσθένης Κακλαμάνος.Η καταλογογράφηση των χειρογράφων των μονών, αλλά και η επικαιροποίηση των παλιών καταλόγων είναι μια επίπονη εργασία και σε ένα βαθμό γίνεται από διάφορα ερευνητικά κέντρα, αλλά ωστόσο απουσιάζει, ή βρίσκεται σε πολύ αρχικά αρχικά στάδια η σύνταξη θεματικών καταλόγων, κυρίως για κείμενα αγιολογικά, όπως των «παλίμψηστων», ή εκείνων της «θύραθεν γραμματείας», ανέφερε ο κ. Κακλαμάνος.
Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το πρόγραμμα, που ξεκίνησε από το 2008 από το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών και το ΑΠΘ και εκπονείται υπό τον καθηγητή Θεολογίας ΑΠΘ Συμεών Πασχαλίδη, το οποίο περιλαμβάνει την καταλογογράφηση αγιολογικών κειμένων των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους, που είναι και η πολυπληθέστερη κατηγορία χειρογράφων. Όσα περιλαμβάνονται στον πρώτο τόμο είναι αγιολογικά κείμενα της Ι.Μ. Παντοκράτορος, μονής του 14ου αι.
«Η Αγιορείτικη Εστία έχει ως τώρα διοργανώσει δέκα επιστημονικά συνέδρια, κατά τα οποία έγινα διακόσιες δύο επιστημονικές ανακοινώσεις» τόνισε ο ομότιμος διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Κρίτων Χρυσοχοΐδης, εξαίροντας τη συνεισφορά της στον επιστημονικό διάλογο, ενώ χαιρέτισε την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση του 1ου Διεθνούς Εργαστηρίου, τονίζοντας ότι επιτρέπει να αποφεύγονται οι αλληλοεπικαλύψεις στις εισηγήσεις των ομιλητών, ενώ διευρύνεται ταυτόχρονα η θεματολογία σε νέα πεδία της έρευνας σχετικά για το ‘Αγιο Όρος.
«Η μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα συνέδρια είναι ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεματολογία με εξειδικευμένες εισηγήσεις σε ένα μόνο θέμα» τόνισε ο διευθυντής της Αγιορείτικης Εστίας, Αναστάσιος Ντούρος. «Αυτό μας επιτρέπει να παρουσιαστούν πρωτότυπες εργασίες, έρευνες σε εξέλιξη, ή ολοκληρωμένες, για διάφορα θέματα, δηλαδή, λέμε ότι όποιος έχει ασχοληθεί με κάποιο θέμα, με χειρόγραφα, με έγγραφα, με τη συντήρηση κειμηλίων, με οποιοδήποτε θέμα σχετικά με το ‘Αγιο Όρος, μπορεί να έρθει και να κάνει μια ανακοίνωση» συνέχισε ο κ. Ντούρος και πρόσθεσε: «Είναι το πρώτο βήμα που δίνεται σε έναν ερευνητή να παρουσιάσει μέρος, ή το σύνολο της δουλειάς του εάν έχει ολοκληρωθεί και να ακούσει και απόψεις άλλων ερευνητών που παρακολουθούν το εργαστήριο. Αυτό δε σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να κάνουμε τα διεθνή μας συνέδρια, απεναντίας τα επιστημονικά εργαστήρια μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση».
Το χαιρετισμό του δημάρχου Θεσσαλονίκης και προέδρου της Αγιορείτικης Εστίας, Γιάννη Μπουτάρη ανέγνωσε ο πρώην διευθυντής της Αγιορείτικης Εστίας Δημήτρης Σαλπιστής, ενώ χαιρέτισε επίσης εκ μέρους της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους, ο ιερομόναχος Νικόδημος και εκ μέρους του περιφερειάρχη, το πρώην μέλος της διοίκησης της Αγιορείτικης Εστίας, Χάρης Αηδονόπουλος. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο ηγούμενος της μονής Χιλανδαρίου αρχιμανδρίτης Μεθόδιος, μοναχοί του Όρους, πανεπιστημιακοί και φοιτητές.