Ανακοίνωσις του Αρχιμ. Ιωσήφ,Καθηγουμένου της Ι. Μ. Ξηροποτάμου, στο διεθνές συμπόσιο «Το Άγιον Όρος χθες – σήμερα – αύριο» της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη, 29 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1993.)
Η μοναχική αναχώρησις
Οι Χριστιανοί που επέλεγαν τον δρόμο της χριστιανικής τελειότητος (παρθενίας, σωφροσύνης και ακτημοσύνης) μέσα στα πλαίσια της κοινοτικής ζωής της αρχαίας Εκκλησίας ωνομάστηκαν ασκητές, ενώ οι γυναίκες ασκήτριες ή παρθένες.
Οι πρώτοι ασκητές που βγήκαν από τις πόλεις και τα χωριά της Αιγύπτου για να ζήσουν αρχικά στις παρυφές τους και αργότερα στην ακατοίκητη και απαράκλητη έρημο, ωνομάστηκαν αναχωρητές. Αν και ποτέ δεν έπαυσαν να υπάρχουν και οι εν τω κοσμω μεμονωμένοι ασκητές και ασκήτριες, (ιδιαίτερα κληρικοί και παρθένες), η ονομασία μοναχός καθιερώθηκε κυρίως για τους ασκητές της ερήμου, των αναχωρητικών λαυρών και των μαγάλων κοινοβίων
. Η αναχώρησις, δηλ. η απομάκρυνσις από την ωργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία -με τις ανέσεις, τους πειρασμούς και τις δεσμεύσεις της- απετέλεσε ουσιώδες γνώρισμα του Ορθόδοξου μοναχισμού καθ’ όλη την μακραίωνα ιστορία του. Ακόμη και στην περίπτωσι που η γεωγραφική απομάκρυνσις από τον κόσμο δεν ήταν μεγάλη, η διασφάλισις της πνευματικής αποστάσεως (ξενιτεία) και η αποφυγή των θορύβων και του περισπασμού (ησυχία) αποτέλεσαν βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξι του σκοπού της μοναχικής ζωής, που είναι η εσωτερική κάθαρσις από τα πάθη και η δια της προσευχής και της τηρήσεως των εντολών ένωσις με τον θεό.
Η αναχώρησις στο Άγιον Όρος σήμερα
Ένα τέτοιο τόπο αναχωρήσεως και ησυχίας απετέλεσε για τον Ορθόδοξο Μοναχισμό το Άγιον Όρος από τα τέλη του ενάτου αιώνος μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε δε κάλλιστα να υποστηριχθή ότι αυτό σήμερα αποτελεί και την μοναδική έρημο της Ορθοδοξίας, με την έννοια του γεωγραφικού χώρου του αφιερωμένου εξ ολοκλήρου στην μοναχική άσκησι, όπου αποκλείεται η εγκαταβίωσις λαϊκών και η είσοδος γυναικών και όπου ισχύει ειδικό καθεστώς μοναχικής αυτοδιοικήσεως βάσει πανάρχαιων κανόνων και τυπικών.
Πόσο εφικτή είναι όμως η αναχώρησις και η ησυχία στο Άγιον Όρος των δυσμών του 20ου αιώνος; Η ανάπτυξις των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, το ογκούμενο ρεύμα των επισκεπτών, οι τεράστιες αναστηλωτικές ανάγκες, η υπογράμμισις της «πολιτιστικής» αξίας των αγιορειτικών μνημείων και κειμηλίων και η συνακόλουθη εξάρτησις από κοσμικούς φορείς εξουσίας, όχι πάντοτε αντιστοίχους εκείνων των Ορθοδόξων αυτοκρατόρων και ηγεμόνων, έχουν φέρει τον «κόσμο» απειλητικά κοντά στο Άγιον Όρος, κάνοντας την αναχώρησι μια αρκετά πιο δύσκολη υπόθεσι από ό,τι ήταν μέχρι και το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνος.
Αν ήδη από την εποχή των Αγίων Αθανασίου του Αθωνίτη, Ιωάννη του Κουκουζέλη και Νήφωνος Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν τελικά δυνατό να «κρυφτή» κανείς και να τηρήση την ανωνυμία του στο Άγιον Όρος, πόσο μάλλον δεν είναι δυνατό αυτό σήμερα, όταν με τις σύγχρονες τεχνικές ευκολίες η αλληλογραφία, τα τηλεφωνήματα και οι επισκέψεις των συγγενών και φίλων – τελευταία δε και οι κάμερες των τηλειπτικών καναλιών – εισβάλλουν και σ’ αυτό ακόμη το κελλί του σημερινού επίδοξου αναχωρητή;
Όσον αφορά το ρεύμα των επισκεπτών γίνεται συνήθως η διάκρισις μεταξύ προσκυνητών και περιηγητών, ενώ σαφώς δεν κρύβεται μια κάποια προτίμησις για τους πρώτους. Όμως τόσο οι πρώτοι όσο και δεύτεροι βρίσκουν πιο εύκολα τον δρόμο για το Άγιον Όρος σήμερα, σε σημείο που, αν δεν ισχύσουν κάποια περιοριστικά μέτρα, να κινδυνεύη το Άγιον Όρος να πάθη σε πνευματικό επίπεδο κάτι αντίστοιχο με αυτό που παθαίνουν τα δάση, οι εξοχές και οι παραλίες, όταν τα κάνουμε αγνώριστα από το να συνωστιζώμαστε σ’ αυτά κάθε λίγο, χωρίς να αφήνουμε το απαραίτητο περιθώριο για την ανανέωσί τους. Συνηθίζω να αναφέρω το παράδειγμα του κήπου με τα ευωδιαστά λουλούδια που ευφραίνει μεν τους επισκέπτες του – όταν αυτοί δεν υπερβαίνουν κάποιον ανώτατο αριθμό – αρχίζει όμως να καταστρέφεται, όταν αυτοί είναι τόσοι ώστε να συνωστίζονται και να καταπατούν τα φυτά και τα άνθη. Ισχύει λοιπόν και εδώ το λεγόμενο ότι «καταστρέφουμε εκείνον που αγαπούμε υπερβολικά».
Οι μοναχικές αδελφότητες και συνοδείες που ζουν μέσα σ’ ένα συνεχές ρεύμα επισκεπτών, με ένα γενικό και συνεχή προσανατολισμό προς την φολιξενία και την συζήτησι – όσο πνευματική κι αν αυτή θέλη να είναι – αντιμετωπίζουν πολλά εσωτερικά πνευματικά προβλήματα, τα οποία μόλις τώρα αρχίζουμε να εκτιμούμε. Ο πρώτος εκείνος ενθουσιασμός για την πρόσφατη επάνδρωσι και κοινοβιοποίησι των αγιορείτικων μονών και η συναφής χαρά για τους πολλούς προσκυνητές που έρχονται να οικοδομηθούν από τους νέους Αγιορείτες υποχωρεί σήμερα μπροστά στην γενικώτερη περίσκεψι για το πως θα σταθεροποιηθή πνευματικά αυτή η νέα γενιά των μοναχών, με φανερή την έλλειψι της παρουσίας των «παλαιών» ανάμεσά της και μέσα σε συνθήκες σαφώς πιο αντίξοες, όσον αφορά τουλάχιστον την αναχώρησι και ησυχία.
Αν κατά τους Πατέρες ακόμη και η θέα των κοσμικών βλάπτει τον αρχάριο μοναχό, γιατί του θυμίζει όλα εκείνα που θέλει να ξεχάση και να αποτινάξη από την καρδιά του, τότε η καθημερινή παρουσία ανεξέλεγκτου αριθμού κοσμικών φιλοξενουμένων μέσα στα πλαίσια μιας μοναχικής αδελφότητος συνιστά πράγματι πρόβλημα ανανεώσεώς της. Από την άλλη μεριά κρίνεται ότι η ανάθεσις της φιλοξενίας των κοσμικών σε κοσμικούς εκτός του περιβόλου των Ιερών Σκηνωμάτων θα οδηγήσει σιγά-σιγά στην τουριστικοποίησι και εκκοσμίκευσι του Αγίου Όρους.
Αλλά και οι εργασίες αναστηλώσεως των μνημείων και συντηρήσεως των κειμηλίων απορροφούν ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητος των αδελφοτήτων και ιδιαίτερα των προεστώτων τους, με άμεσες συνέπειες την τακτική έξοδο των Αγιορειτών στον κόσμο για εξασφάλισι πόρων και τεχνογνωσίας και την συναφή όλο και μεγαλύτερη εξάρτησι της ζωής της αδελφότητος από κοσμικούς φορείς.
Εξ’ άλλου οι αναστηλώσεις χρειάζονται υλικά, τα υλικά οχήματα και τα οχήματα δρόμους. Η τήρησις του μέτρου και της ισορροπίας στον τομέα αυτόν είναι πράγμα τόσο δύσκολο όσο και πολυσυζητημένο. Όμως οι δρόμοι φτάνουν όλο και πιο κοντά ακόμη και στα πιο απόμακρα ερημητήρια, ενώ μερικοί λαϊκοί που εισέρχονται με οχήματα μεταφέροντας κάποια υλικά δεν χάνουν την ευκαιρία και για έναν αυτοκινητιστικό γύρο του Αγίου Όρους, όσο κι αν αυτό συνεπάγεται πολλή σκόνη και ταρακούνημα.
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε προσπάθεια των Αγιορειτών για την διατήρησι των στοιχειωδών συνθηκών αναχωρήσεως και ησυχίας στον Ιερό τους Τόπο έρχεται αντιμέτωπη με μια ποικιλία συμφερόντων, διεκδικήσεων και νοοτροπιών. Πόσο θα αντέξη η τελευταία αυτή μοναστική «έρημος» της Ορθοδοξίας σε μια μάχη που μάλλον χάθηκε για τα άλλα μοναστικά κέντρα της Παλαιστίνης, του Σινά, της Πάτμου και των Μετεώρων:
Αυτό ανθρωπίνως θα εξαρτηθή από την επιτυχία μιας πολυμέτωπης προσπάθειας στην οποία πρέπει να αποδυθούν οι σημερινοί Αγιορείτες, με κύριους άξονες:
α) την απώθησι των πάσης φύσεως κοσμικών αντιλήψεων και επιδιώξεων από τις τάξεις των ίδιων των μοναχών, έτσι ώστε να μην επιδεινώνονται εκ των έσω τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, με την φιλόδοξη, φιλομέριμνη και άρα φιλόκοσμη στάσι των ίδιων των Αγιορειτών.
β) την διατήρησι και ομαλή λειτουργία του αρχαίου προνομιακού καθεστώτος αυτοδιοικήσεως του Αγίου Όρους, το οποίο, με την χιλιόχρονη ιστορία του και παρά τις ανθρώπινες ελλείψεις και ατέλειές του, αποτελεί – μετά Θεόν – την μοναδική εγγύηση για την αποτροπή κάθε έξωθεν επεμβάσεως, κάθε προσπάθειας χειραγωγήσεως μοναχών από τους μοναχούς, κάθε φιλόδοξου σχεδίου «αξιοποιήσεως», «εντάξεως» ή και «υποτάξεως» του Αγίου Όρους σε εφήμερες κοσμικές σκοπιμότητες και νοοτροπίες.
και γ) την διατήρησι και ενίσχυσι της οικονομικής αυτοτέλειας των αγιορείτικων μονών, διότι η υλική εξάρτησις αργά ή γρήγορα φέρνει και την πνευματική.
Ας προχωρήσουμε όμως και στο πρόβλημα της μαρτυρίας του Αγίου Όρους σήμερα.
Η μοναχική μαρτυρία
Ως γνωστόν, ο μοναχισμός δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο φαινόμενο μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Η τελειότης της χριστιανικής ζωής, την οποία επιδιώκει και – κατά το μέτρο του αγώνος του – βιώνει ο μοναχός, γίνεται πρότυπο για τους αδελφούς τους που ζουν στον κόσμο και έτσι το παράδειγμά του και μόνο μαρτυρεί για την αλήθεια του Ευαγγελίου και το δυνατόν της τήρησεως ολοκλήρου του ευαγγελικού νόμου από τον άνθρωπο, αν αυτός δοθή ψυχή και σώματι στην αγάπη του Θεού. Αυτή είναι και η κύρια και πρωταρχική μαρτυρία του μοναχισμού στην Εκκλησία και στον κόσμο. Το ότι η αγιότης είναι κατορθωτή πιστοποιεί το ότι και η σωτηρία είναι αληθινή. Γι’ αυτό και η Εκκλησία χωρίς μοναχισμό είναι κήρυγμα χωρίς τεκμήρια και διδασκαλία χωρίς πειστήρια.
Επειδή όμως ο μοναχισμός βιώνει την χριστιανική ζωή με μεγαλύτερη τελειότητα, έχει την δυνατότητα και να την υποδεικνύει με περισσότερη ακρίβεια. Έτσι η τεράστια και ανεκτίμητη συμβολή στην ορθή διατύπωση του δόγματος, στην διαμόρφωσι της λατρείας, στην διαποίμανσι και την ιεραποστολή, στην διάδοσι της ευαγγελικής ηθικής και της γνήσιας πνευματικότητος, εκπορεύονται μέσα από το ίδιο το βίωμά του και αποτελούν ουσιώδες και αναπόσπαστο στοιχείο της αποστολής του.
Ήδη ο πρώτος αναχωρητής και Καθηγητής της Ερήμου, ο Μέγας Αντώνιος σηματοδότησε με το παράδειγμά του την κατοπινή πορεία του μοναχισμού, όταν έτρεχε στην πιο ψηλή θέση του αμφιθεάτρου, για να ενισχύση τους διωκόμενους μάρτυρες και να μαρτυρήση – αν το επέτρεπε ο Θεός – και ο ίδιος.
Τον μιμήθηκε μια ολόκληρη χορεία πνευματοφόρων Οσίων και Ομολογητών από τους Αγίους Θεοδόσιο και Σάββα μέχρι τον Αγιορείτη Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τους Κολλυβάδες, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στους αγώνες της Εκκλησίας κατά του μονοφυσιτισμού, του μονοθελητισμού, της εικονομαχίας, της δυτικής νοησιαρχίας, της Ουνίας και τόσων άλλων επιβουλών κατά του ορθού δόγματος και της λογικής λατρείας της.
Αλλά και η σχεδόν αποκλειστική προτίμησις των μοναχών στο έργο της πνευματικής καθοδηγήσεως των ψυχών, από τα πρώτα κιόλας χρόνια που η Εκκλησία χρησομοποίησε αυτό το είδος της ποιμαντικής διακονίας, μαρτυρεί από μόνη της για την καθολική αναγνώρισι του μοναχισμού ως κατ’ εξοχήν θεματοφύλακος του προφητικού χαρίσματος μέσα στην Εκκλησία.
Πόσο όμως είναι εφικτή η βίωσις αυτού του είδους της μοναχικής μαρτυρίας στο σημερινό Άγιον Όρος και ποιοί είναι οι παράγοντες που την επηρεάζουν;
Η μαρτυρία του Αγίου Όρους σήμερα
Η μαρτυρία της ζωής δίδεται επί τόπου στα κοινόβια, στα κελλιά και στις ερήμους και «μετα-δίδεται» από τους ευλαβείς προσκυνητές και τους θαυμαστές της συγγραφείς και δημοσιογράφους. Είναι ίσως κατώτερη από εκείνη που έδιδαν πολλοί μοναχοί περασμένων γενεών, αλλά πάντως εμπνέει τον κατά πολύ ασθενικώτερο Χριστιανό της εποχής μας. Ο μόνος εξωτερικός παράγων που θα μπορούσε να επηρεάση αρνητικά την λειτουργία της θα ήταν η στέρησις της ίδιας της δυνατότητος αναχωρήσεως από τον κόσμο και εν ησυχία βιώσεως της μοναχικής ζωής.
Η μαρτυρία του λόγου δίδεται με τον προφορικό και τον γραπτό λόγο, είτε συλλογικά, σε έκτακτες περιπτώσεις, από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, είτε προσωπικά, από τον μεμονωμένο Αγιορείτη που αισθάνεται να νομιμοποιήται για κάτι τέτοιο από τα πατροπαράδοτα μοναχικά θέσμια. Το αν όντως «έχει την ευλογία» να το κάνη, πιστεύω ότι καταδεικνύεται πάντοτε από το θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα της ενεργείας του, αν και αυτό παραμένη πάντοτε ένα εσωτερικό και πνευματικό ζήτημα για κάθε μοναχό και για κάθε αδελφότητα. Εν πάση περιπτώσει όμως, αυτού του είδους η αγιορειτική μαρτυρία αναμένεται να είναι αυθεντική μετάδοσις του ανόθευτου χριστιανικού κηρύγματος και γι’ αυτό χαίρει μεγάλου κύρους στο πλήρωμα της Εκκλησίας.
Σαν εξωτερικοί παράγοντες από τους οποίους επηρεάζεται αυτή η μαρτυρία του λόγου θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής:
α) Η λανθασμένη εντύπωσις ανταγωνισμού προς την εκκλησιαστική αυθεντία που δημιουργείται, όταν η γνώμη των Αγιορειτών προηγείται ή και διαφέρει από εκείνην των εν τω κόσμω ποιμένων και διδασκάλων, δημιουργεί σίγουρα κάποιες αναστολές στους Αγιορείτες, όταν πρόκειται για μια δημόσια ή και ιδιωτική τοποθέτησι σε επίκαιρα ζητήματα που αφορούν την Εκκλησία.
β) Ο σκεπτικισμός και η απροθυμία πολλών συγχρόνων ανθρώπων στο να δεχθούν το απόλυτο και ακραιφνές ευαγγελικό μήνυμα, το οποίο εκφράζει συνήθως ο μοναχισμός, και η ολέθρια εισβολή του σχετικισμού και ενός πρωτοφανούς συγκρητισμού στον χώρο του θρησκευτικού «πιστεύω» κάνει τους Αγιορείτες αρκετά επιλεκτικούς, οσον αφορά το κοινό στο οποίο απευθύνονται.
γ) Η λόγω αναστηλωτικών αναγκών αυξανόμενη εξάρτησις των αγιορειτικών μονών από την κοσμική εξουσία, με την οποία όμως υπάρχει σαφής αντιπαράθεσις όπως η αποχριστιάνισις του κράτους, η περί αιρέσεων νομοθεσία, το οικογενειακό δίκαιο, οι αμβλώσεις, οι νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες κ.λ.π., δημιουργεί αναμφισβήτητα εσωτερικές συγκρούσεις και προβλήματα.
Τέλος θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι σημερινοί Αγιορείτες ηγούμενοι και πνευματικοί πατέρες καλούνται και προκαλούνται πολύ πιο συχνά να τοποθετηθούν ιδιωτικά και δημόσια σε επίκαιρα θέματα, κάτι που κάνει τον ρόλο τους πολύ δυσκολώτερο από ότι σε προηγούμενες εποχές. Το πλησίασμα όμως του «κόσμου» και η ελάττωσις της ησυχίας μπορεί να επηρεάση αρνητικά την ποιότητα και αυθεντικότητα της σημερινής αγιορειτικής μοναχικής μαρτυρίας, είτε αυτή δίδεται με την ζωή είτε με τον λόγο. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθή ότι η γνησιότης και η δύναμις της μοναχικής μαρτυρίας είναι ευθέως ανάλογη με την δυνατότητα βιώσεως της μοναχικής αναχωρήσεως κάτι που – δόξα τω Θεώ – εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα στο Άγιον Όρος και είθε ο Θεός να μην επιτρέψη ποτέ να χαθή.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους
Αρχιμανδρίτης Ιωσήφ