ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥ – Είναι περασμένα τα μεσάνυχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή. Το στοργικό κοιμητήριο του Ιωσήφ φιλοξενεί του θείου Μυσταγωγού το σώμα, ενώ ένας λίθος βαρύς φράζει την είσοδο του απλησίαστου από την κουστωδία Τάφου.
Οι μαθηταί γεμάτοι απογοήτευση είναι συγκεντρωμένοι στο υπερώο της Ιερουσαλήμ.
Η ψυχή τους είναι πένθιμο κενοτάφιο χαμένων ελπίδων. Είναι ποίμνιο χωρίς ποιμένα ανάμεσα στους λύκους.
Είναι ναύται χωρίς πλοίαρχο και στρατιώται χωρίς στρατηγό, ύστερα από τον τραγικό θάνατο του Διδασκάλου.
Είναι περίτρομοι, φοβούνται τους εχθρούς του Χριστού.
Σαλεύεται κι αυτή η πίστις τους σαν λιπόθυμη κανδήλα μέσα στα τρίσβαθα της ψυχής τους. Ετοιμάζονται, μόλις περάσει η μπόρα της οργής του λαού, να ξαναγυρίσουν στις ακροθαλασσιές της Τιβεριάδος.
Σκέφτονται μελαγχολικοί πόσες ειρωνείες και πόσα σχόλια θα ακούσουν.
Θα μείνουν μόνο με την ωραία ανάμνηση του Ιησού.
Όμως ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι της απελπισίας τους, πέφτει μια φωτοβολίδα, φαίνεται μια ελπίδα.
Τα ξημερώματα της Κυριακής, την ώρα που τα ροδοπέταλα της αυγής πορφύρωναν τους λόφους της Σιών, ένας ψίθυρος πέρασε σαν αστραπή στην πόλη.
“Ηγέρθη ο Κύριος΄΄.
Οι Μυροφόρες κόμισαν τούτο το χαρμόσυνο μήνυμα, όταν γύρισαν από τον τάφο. Ξεκίνησαν πολύ πρωί να έρθουν να προσκυνήσουν ευλαβικά και να αλείψουν με μύρα και με δάκρυα τον Βασιλέα της καρδιάς τους. Κανένας φόβος δεν τις εμπόδισε να δείξουν την ευγνωμοσύνη και να προσφέρουν τη λατρεία τους. Διότι όποιος αγαπά ειλικρινά, νικά τον φόβο.
Και ό,τι το λογικό κι η θέλησις θεωρούν ακατόρθωτο, το πετυχαίνει η αγάπη. Μια σκέψις μόνον τις ανησυχεί, πώς θα αποκυλίσουν τον μεγάλο λίθο. Όμως δεν απελπίζονται.
Η λαχτάρα να εκπληρώσουν ένα χρέος ιερό, δίνει φτερά στα πόδια τους και φθάνουν χωρίς να το καταλάβουν στο μνημείο.
Αλλά τι έκπληξις! Ο Τάφος είναι ανοιχτός και αδειανός συνάμα. Οι στρατιώται δεν φρουρούν και τριγύρω απλώνεται γαλήνη. Τολμούν και μπαίνουν μέσα στο κενό μνημείο, όμως δεν βρίσκουν το σώμα του Ιησού.
Η ιδέα της Αναστάσεως δεν περνά από το μυαλό τους στην αρχή και άλλες σκέψεις τις ταράζουν.
Ποιος πήρε τον Διδάσκαλο και που τον έχει πάει. Μα, ξαφνικά λαμπροφορεμένος Άγγελος παρουσιάζεται και μ’ ολόγλυκεια φωνή τις λέει. “Ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ηγέρθη.
Αυτό είναι το πρώτο “Χριστός Ανέστη” που ακούστηκε επάνω στην γη.
Πρώτες το άκουσαν και πρώτες το μετέδωσαν οι Μυροφόρες. Ένοιωσαν πρώτες αυτές την δροσιά του ουρανού. Κι ακόμα αξιώθηκαν για την αγάπη και την όλη αρετή τους πρώτες να συναντήσουν τον Χριστό μετά την Ανάστασή του.
Τις άξιζε αυτό το μεγάλο έπαθλο και η ξεχωριστή τιμή και ευλογία, διότι ούτε στιγμή δεν έλειψαν κοντά από τον Ραββί τους τις ώρες του πόνου και του μαρτυρίου του.
Και τώρα πρώτες έσπευσαν να έρθουν στο μνημείο. Πρώτες, λοιπόν, έπρεπε να αισθανθούν την ανεκλάλητη χαρά της Αναστάσεως, ήταν δίκαιό τους.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και αντίκρυσαν τον Αναστάντα Κύριο και οι Μαθηταί οι δέκα.
Τον εψηλάφισε κι ο δύσπιστος Θωμάς και οι οδοιπόροι της Εμμαούς εδείπνησαν μαζί του. Όμως και σήμερα ύστερα από 20 αιώνες, το ίδιο γίνεται, όταν οι ψυχές με ένα σκίρτημα μεταφέρονται στην εποχή εκείνη την νοσταλγική.
Μυριάδες Μυροφόρες και σήμερα, με της στοργής τα μύρα στα χέρια και δύσπιστοι Θωμάδες και οδοιπόροι τσακισμένοι της ζωής, ζητούν το Ανέσπερο φως της Αναστάσεως κι αντλούν διδάγματα βαρύτιμα για την ζωή από το θαύμα των θαυμάτων. Ας λάβωμε, λοιπόν, κι εμείς “φως εκ του Ανεσπέρου Φωτός” και ας βαδίσωμε άφοβοι μέσα στα σκότη της ζωής, ΄μνημονεύοντες Ιησούν Χριστόν εγηγερμένον εκ νεκρών.”
Ιερομόναχος Φιλήμων – Δικαίος Ιεράς Παντοκρατορινής Κοινοβιακής Σκήτης Προφήτου Ηλιού Αγίου Όρους
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί.