Αισιόδοξα είναι τα στοιχεία για το φυσικό περιβάλλον στο Αγιον Όρος που δέχθηκε σημαντικό πλήγμα τον Αύγουστο του 2012, οπότε και ξέσπασε η μεγαλύτερη πυρκαγιά των τελευταίων 40 χρόνων εντός της διοικητικής του επικράτειας, καίγοντας περίπου 5000 εκτάρια δασικών και αγροτικών εκτάσεων.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από μελέτη για τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς, που εκπονήθηκε από τους Κώστα Καλαμποκίδη και Παλαιολόγο Παλαιολόγου από το Εργαστήριο Γεωγραφίας Φυσικών Καταστροφών, Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και τον Βασίλειο Τουλίκα, επίτιμο γενικό επιθεωρητή Π.Υ. Βορείου Ελλάδος.
Η εργασία παρουσιάστηκε στο 16ο Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο, που πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι «η έντονη επανασύσταση της βλάστησης, εντός της καμένης έκτασης, αποτελεί εγγύηση για την επιτυχή αναγέννηση του δάσους, όμως η πυκνότητα τόσο των κωνοφόρων όσο και των θαμνών θα πρέπει να ελεγχθεί διαχειριστικά στο άμεσο μέλλον ώστε η μορφή που θα πάρει το φυσικό δάσος που θα προκύψει να μην δημιουργήσει καταστάσεις αυξημένης επικινδυνότητας για νέα εμφάνιση πυρκαγιάς».
Επισημαίνουν δε, ότι μπορεί η απόληψη των νεκρών κορμών να γίνει σχετικά εύκολα λόγω του ομαλού ανάγλυφου, ωστόσο προτείνεται η αποφυγή εκτεταμένων και βιομηχανικού τύπου απολήψεων μιας και είναι πολύ πιθανό να διαταραχτεί η φυσική αναγέννηση και να προκληθεί αποσάθρωση και χαλάρωση των εδαφών.
Τονίζεται δε, η ανάγκη για λελογισμένες και μελετημένες υλοτομίες για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των Ιερών Μονών.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η χλωρίδα του Αγίου Όρους είναι ιδιαιτέρως πλούσια, περιλαμβάνοντας 1453 είδη και υποείδη ενώ έχουν καταγραφεί 14 τοπικά ενδημικά, 43 ελληνικά ενδημικά και 70 βαλκανικά ενδημικά είδη.
Το ιδιαίτερο και σημαντικότερο γνώρισμα της βλάστησης είναι τα δάση αείφυλλων-πλατύφυλλων, κυρίως αυτών όπου κυριαρχεί η αριά (Quercus ilex), τα οποία παρά τη μετατροπή τους τα τελευταία 100 περίπου έτη σε πρεμνοφυή, αποτελούν τα καλύτερα διατηρημένα δάση του τύπου αυτού στη Μεσόγειο.
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όλη η χερσόνησος του Αγίου Όρους καλυπτόταν από μεγαλειώδη ψηλά δάση με μεγάλη πληρότητα και ποικιλία ειδών.
Τα άλλοτε ψηλά δάση των αείφυλλων – πλατύφυλλων έχουν μετατραπεί σε θαμνώνες και χαμηλά δάση και μόνο ορισμένα λείψανά τους διατηρούνται ανέπαφα (δάσος αριάς της Αγίας Άννης).
Την ίδια τύχη είχαν και τα δάση των φυλλοβόλων πλατύφυλλων καστανιάς και δρυός και αριάς, τα οποία – με εξαίρεση εκείνα της οξιάς – έχουν μετατραπεί επίσης σε χαμηλά πρεμνοφυή δάση.
Τα μόνα ψηλά δάση του Αγίου Όρους είναι εκείνα των ορεινών μεσογειακών κωνοφόρων μαύρης πεύκης και ελάτης καθώς και τα δάση χαλεπίου πεύκης και ορισμένα μικρής έκτασης λείψανα μικτών δασών όπως στην Πλαγιάρα της Ιεράς Μονής (Ι.Μ.) Γρηγορίου, στην Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας, στον Μέγα Βελά της Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας κ.ά.
Οι περισσότερο άγονες και γυμνές εκτάσεις βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα στην κορυφή του Όρους Άθω. Τα δάση των αείφυλλων – πλατύφυλλων, τα οποία περιέβαλαν τις περισσότερες Ιερές Μονές, κάλυπταν ανέκαθεν τις ενεργειακές ανάγκες των μοναχών.
Στοιχεία για τις δασικές πυρκαγιές στο Άγιον Όρος αναφέρουν ότι ο μέσος όρος επεισοδίων κατά την περίοδο 1987 – 1996 (εξαιρούμενης της μεγάλης πυρκαγιάς του 1990 οπότε και κάηκαν συνολικά 2230 εκτάρια) ήταν ένα επεισόδιο ανά έτος, με μέση καιγόμενη έκταση περίπου τα 60 εκτάρια.
Από την ανάλυση των επιστημόνων προέκυψε ότι η πυρκαγιά του 2012 έκαψε κυρίως στις περιοχές όπου είχαν πραγματοποιηθεί αναδασώσεις κωνοφόρων πριν από 30 χρόνια.
Από τη δράση της φωτιάς, τα κωνοφόρα νεκρώθηκαν σε ποσοστό άνω του 80% ενώ η πλήρης καύση των θαμνώνων με σημαντικές απώλειες μικρών κλαδιών, υπερέβαινε το 90% των ατόμων που καταγράφηκαν.
Όπως διαπιστώνουν πάντως οι μελετητές, η πλειονότητα των αγροτικών περιοχών διασώθηκε από τη δράση της φωτιάς χάρη στη δράση του Πυροσβεστικού Σώματος.